Το βλέμμα του αλόγου
Τον βιβλικό κήπο της Εδέμ τον πότιζαν τέσσερα ποτάμια. Η Γένεσις αναφέρεται στην υποτιθέμενη κοινή πηγή που είχαν ο Φισών, ο Γεών και οι γνωστοί και σήμερα Τίγρης και Ευφράτης. Λανθασμένα όμως —και πιθανώς επηρεασμένος από τις θαλασσινές καταβολές μου— θυμόμουν ένα διαφορετικό, ακόμη πιο ουτοπικό σκηνικό: τα ποτάμια να οριοθετούν ένα παραδεισένιο νησί.
Το «Νησί του Μουρ», Μετζιμούριε στα κροατικά, πλησιάζει αυτή την περιγραφή — γεωγραφικά τουλάχιστον. Στο ανατολικό του άκρο, ο Μουρ (ποταμός του αυστριακού Γκρατς) συμβάλλει στον Δράβο. Στη δυτική του πλευρά, δύο μικροί παραπόταμοι σχηματίζουν το μεγαλύτερο μέρος της μεθορίου Κροατίας-Σλοβενίας.
Στην πρώτη μου επίσκεψη στην περιοχή βρέθηκα σε ένα από τα ψηλότερα σημεία της. Ο πύργος Τέρμποτς με το ομώνυμο οινοποιείο δεσπόζει στην περιοχή του Σιδερένιου Βουνού, Ζέλεζνα Γκόρα, με υψόμετρο λίγο πάνω από τα τριακόσια μέτρα και με πλαγιές γεμάτες αμπέλια. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα βρίσκεται η λουτρόπολη του Αγίου Μαρτίνου, «παράδεισος» πολλών παραθεριστών — και με μια μικρή γεύση Ελλάδας. Πολλές από τις διαφημιζόμενες εξοχικές κατοικίες του Αγίου Μαρτίνου βρίσκονται στον διπλανό οικισμό Γκ’ρκαβέστσακ — τον Λόφο των Ελλήνων. Δεν έχω διαβάσει για ίχνη τυχόν ελληνικής προϊστορίας στο συγκεκριμένο ύψωμα. Η ουγγρική εκδοχή του τοπωνυμίου, πάντως («Γκέρεγκ-Χετζ»), απαντάται και ανατολικότερα, σε παραδουνάβιο σημείο της νότιας Ουγγαρίας, για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες παλιότερης ελληνικής ή ελληνορθόδοξης παρουσίας.
Αν και στην παννονική πεδιάδα βρισκόταν πράγματι το βόρειο όριο της βυζαντινής επιρροής, η περιοχή έχει ιστορικά χαρακτηριστεί από τις ρωμαιοκαθολικές κυριαρχίες και κοινωνίες. Η πρωτεύουσα του Μετζιμούριε, Τσάκοβετς, πήρε το όνομά της από τον Ούγγρο κόμητα Τσακ, που έχτισε εκεί τον πρώτο πύργο. Στην ίδια θέση, οι Κροάτες ευγενείς Ζρίνσκι ανήγειραν το ομώνυμο κάστρο και πρωτοστάτησαν στην άμυνα του ουγγρικού βασιλείου απέναντι στους Οθωμανούς.
Το Μετζιμούριε/Μούρακεζ ήταν μέρος του βασιλείου της Ουγγαρίας — όπως ήταν για αιώνες και η υπόλοιπη Κροατία. Η συνύπαρξη κάτω από την κυριαρχία των Αψβούργων έπαψε να είναι ομαλή με την «Άνοιξη των Εθνών», το 1848. Εκείνη τη χρονιά, που οι Ούγγροι διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους, οι Κροάτες υπό τον περιφερειακό ηγεμόνα («μπαν») Γέλατσιτς δήλωσαν πίστη στην Αυστρία — και επιτέθηκαν στην Ουγγαρία. Τα στρατεύματα του Γέλατσιτς διέβησαν τον Δράβο και, αφού κατέλαβαν το Μετζιμούριε, προχώρησαν προς τη Βουδαπέστη. Αποκρούστηκαν όμως στην κρίσιμη μάχη του Πάκοζντ, κοντά στη θέση του μελλοντικού ελληνικού χωριού Μπελογιάννης — του «ελληνικού κάμπου» με τις εκτάσεις που παλιότερα ανήκαν στην οικογένεια Σίνα.
Παρόλο που τα εδαφικά κέρδη του Γέλατσιτς εξανεμίστηκαν, με την επιστροφή του Μετζιμούριε στην Ουγγαρία στη δεκαετία 1860, ο «προδότης» των Ούγγρων έγινε εθνικός ήρωας των Κροατών. Η κεντρική πλατεία του Ζάγκρεμπ πήρε το όνομά του και σηματοδοτήθηκε με τον έφιππο ανδριάντα του, στραμμένο προς Βορρά, στην κατεύθυνση του Μετζιμούριε και της Ουγγαρίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ακριτική επαρχία έγινε ένα είδος «Μακεδονίας» — τηρουμένων των αναλογιών, αλλά με δύο χαρακτηριστικά κοινά σημεία:
- Τη σύνδεσή της με τον ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό κορμό: Το Μετζιμούριε ήταν το ιδανικό πέρασμα για τη γραμμή Βουδαπέστης-Τεργέστης, καθώς το πεδινό του έδαφος επέτρεπε χαράξεις υψηλών ταχυτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ευθείας μήκους 25 χιλιομέτρων ανάμεσα στο Τσάκοβετς και την Κοτορίμπα.
- Τη διεκδίκησή της από τους αντικρουόμενους πατριωτισμούς: Η πρωτεύουσα Τσάκοβετς (Τσάκτορνια για τους Ούγγρους), σε αντίθεση με τη συντριπτικά κροατική ύπαιθρο, είχε μικτό πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένης και μιας κοινότητας Ασκενάζι Εβραίων με τη συναγωγή της.
Η ουγγρική κυριαρχία στο τέλος του 19ου αιώνα συνοδεύτηκε από απόπειρα αφομοίωσης του πληθυσμού. Τα χωριά του Μετζιμούριε αναγράφονταν πλέον με τα ουγγρικά τους ονόματα, συνήθως ακριβείς αντιστοιχίες των αντίστοιχων κροατικών. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκε και η ουγγρική θεωρία της ιδιαίτερης «γλώσσας του Μετζιμούριε», μια απόπειρα μετεξέλιξης της τοπικής σλαβικής διαλέκτου σε υβρίδιο κροατικής και ουγγρικής. Ήταν παρόμοια με τη θέση των «παγγερμανιστών» ότι οι γείτονες Σλοβένοι της Κάτω Στυρίας (περιοχή Μάριμπορ) δεν ήταν ακριβώς Σλάβοι αλλά «Βένδες».
Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα των κεντρικών αυτοκρατοριών, οι χειραφετημένοι Σλάβοι πέρασαν στην αντεπίθεση. Παράλληλα με την εκστρατεία του Σλοβένου Μάιστερ κατά των Αυστριακών, ο Κροάτης Κβάτερνικ ακολούθησε τα ίχνη του Γέλατσιτς και διέβη ξανά τον Δράβο, τα Χριστούγεννα του 1918, επανακτώντας το Μετζιμούριε. Σε αντίθεση όμως με τον Μάιστερ, που τιμάται με ανδριάντες τόσο στη Λιουμπλιάνα όσο και στο Μάριμπορ, ο Κβάτερνικ μπήκε στις σκοτεινές σελίδες της εθνικής και τοπικής ιστορίας συμμετέχοντας ως αρχιστράτηγος στο φασιστικό καθεστώς των Ούστασα, που παραχώρησε από το 1941 το Μετζιμούριε στη «μεγάλη Ουγγαρία».
Με την απελευθέρωσή του το 1945 απο τον Κόκκινο Στρατό και την οριστική απόδοσή του στην Κροατία (ως μέρος της Γιουγκοσλαβίας), το Μετζιμούριε επέστρεψε στη μεσοποτάμια, σχεδόν παραδείσια, γαλήνη του. Όχι χωρίς τραύματα. Η συναγωγή, βανδαλισμένη στη διάρκεια της κατοχής, κατεδαφίστηκε και στη θέση της στέκει μια δυσανάγνωστη στήλη και ένα κεκλιμένο άστρο του Δαβίδ. Νοτιότερα, στο Ζάγκρεμπ, ο Κβάτερνικ εκτελέστηκε το 1947 και το καθεστώς του Τίτο μετονόμασε την κεντρική πλατεία σε «Δημοκρατίας», μεταφέροντας το άγαλμα του Γέλατσιτς σε μια αποθήκη. Ξαναστήθηκε, με την ιστορική αποκατάσταση του «μπαν» (και την επιστροφή του ονόματος Γέλατσιτς στην πλατεία), με την κροατική ανεξαρτησία στη δεκαετία του 1990 – και με στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, ώστε να δείχνει πλέον τη θάλασσα και όχι την Ουγγαρία.
[ Φωτ.: Το κάστρο των Ζρίνσκι στο Τσάκοβετς της Κροατίας ].