Ξεγλιστρώντας από τις συμβάσεις

C
Σαπφώ Καρδιακού

Ξεγλιστρώντας από τις συμβάσεις

Από την ημέρα του θανάτου της, το δωμάτιο όπου άφησε την τελευταία της πνοή η Κάθριν Έρνσο-Λίντον είναι κλειστό. Το φάντασμά της εμφανίζεται νωρίς στο βιβλίο, στον τρομαγμένο επισκέπτη του Γουίδεριν Χάιτς. Ο κύριος Λόκγουντ υποχρεώνεται να διανυκτερεύσει στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, το σπίτι του Χίθκλιφ, εξαιτίας της κακοκαιρίας που χάρισε στο οίκημα το παράξενο όνομα. Δεν έμελλε όμως να απολαύσει τη φιλοξενία του. Ό,τι δεν κατάφερε η αγενής συμπεριφορά του ιδιοκτήτη ολοκληρώθηκε με το πνεύμα της μικρής Κάθριν να προσπαθεί να μπει στο παλιό της δωμάτιο από το παράθυρο. Ένας Χίθκλιφ αγριεμένος, σε απόγνωση γιατί δεν φανερώθηκε σε εκείνον η μοναδική αγαπημένη του, ξεσπά σε θρήνο:

Έλα, Κάθι, σε παρακαλώ, έλα για μια ακόμα φορά. Αγαπημένη μου, άκουσέ με αυτή τη φορά, άκουσέ με επιτέλους, Κάθριν!

Ο κύριος Λόκγουντ είναι ο ενοικιαστής της οικίας Θράσκρος Γκρέιντζ, κάτω από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Με κουτσομπολίστικη περιέργεια, ζητά από την οικονόμο Νέλι Ντιν να του αφηγηθεί την ιστορία των δύο οικογενειών που έζησαν εκεί. Η μόνη μάρτυρας όσων οδήγησαν τον Χίθκλιφ στην απομόνωση και την Κάθριν στο επέκεινα ξετυλίγει την αφήγηση.

Η ιστορία ξεκινά με την άφιξη του Χίθκλιφ. Ο πατέρας Έρνσο επιστρέφει από ταξίδι με ένα αναπάντεχο ‘δώρο’. Ένα μικρό βρόμικο αγόρι με μαύρα μαλλιά, ορφανό όπως φαίνεται, ψελλίζει ξαφνιασμένο ακαταλαβίστικα λόγια. Η οικογένεια τον κακομεταχειρίζεται, η Κάθριν παίρνει το μέρος του και βρίσκει το σκοτεινό της μισό. Η αγάπη δεν περίσσευε για έναν ‘τσιγγάνο’ χωρίς φύτρα και γραμμή αίματος.

“Μη φοβάσαι, ένα παιδάκι είναι, αλλά έχει την απάτη γραμμένη στη φάτσα του, δε θα ήταν άραγε ωφέλιμο για τη χώρα να τον κρεμάσουμε επιτόπου, πριν προλάβει να εκδηλωθεί η φύση του όχι μόνο στα χαρακτηριστικά του αλλά και στα έργα του;”

Το αγόρι υπέμεινε τη βία ως παρακαταθήκη για την εκδίκηση που θα έπαιρνε. Όταν έφτασε η στιγμή, ξεκίνησε από το όνομά του. Οι Έρνσο τον βάφτισαν Χίθκλιφ —το όνομα ενός παιδιού που δεν έζησε— και ως Χίθκλιφ θα τον γνωρίζουν όλοι από τότε. Ο αρχετυπικός ξένος χαρακτηρίζεται μονολεκτικά: δεν έχει το δικαίωμα σε ονοματεπώνυμο, αφού λίγοι θα το χρησιμοποιήσουν. Εντυπώνεται στη συνείδηση όσων τον υπομένουν με αυτή τη λέξη. Σε μια από τις παραλλαγές στερεοτύπων που συναντάμε στο μυθιστόρημα, η Μπροντέ ορίζει την κυριαρχία του ‘παρείσακτου’. Το ‘Χίθκλιφ’ καθίσταται όνομα και επίθετο και κληρονομιά — όταν η κυριότητα του Χάιτς περνάει στα χέρια του ξεκινά η διάβρωση του ονόματος Έρνσο. Με τα χρόνια μάλιστα γίνεται κατάλοιπο, ένα φθαρμένο ανάγλυφο πάνω από την κύρια είσοδο του Γουίδεριν Χάιτς.

Το οικοδόμημα της ιστορίας στηρίζεται σε φορμουλαϊκά θεμέλια. Με τη φιλαναγνωστική παιδεία των αδελφών Μπροντέ, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Όσα γνώριζε η Έμιλι Μπροντέ για τους ανθρώπους ήταν πρωτίστως καρποί της ανάγνωσης, μιας και απουσίασε ελάχιστα χρόνια από το οικογενειακό περιβάλλον. Η ευαίσθητη ψυχική υγεία και η νοσταλγία την καλούσαν πίσω στο χωριουδάκι Χάουορθ και στα γραπτά της. Επόμενο ήταν τα στερεότυπα να αποτελέσουν την αφετηρία του μυθιστορήματος: ο θυελλώδης έρωτας μακριά από τη λογική· ένας ανεξιχνίαστος και σκοτεινός άντρας· ένα ερημικό τοπίο, παραδομένο στα στοιχεία της φύσης· το υπερφυσικό.

Στα Ύψη η Κάθριν ασφυκτιά. Συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα και επιθετικά, εφόσον με αυτή τη συμπεριφορά γαλουχείται.

“Γιατί δεν μπορείς να είσαι πάντοτε τόσο καλό κορίτσι, Κάθι;” […] “Γιατί δεν μπορείτε και εσείς να είστε πάντοτε τόσο καλός, πατέρα;”

Η προσκόλληση του Χίθκλιφ την ενθαρρύνει. Μια σχέση πέρα από τα περιθώρια της σελίδας ανάβει τις φλόγες του μυθιστορήματος. Κάτι βαθύτερο από έρωτας, μια μεταφυσική εξάρτηση, γίνεται στάχτη και αναγεννιέται στον φλεγόμενο πυρήνα της. Ενώ η Κάθριν βρίσκει εύκολη την απαρίθμηση των προσόντων ενός ιδανικού συζύγου —συνοψίζονται στο πρόσωπο του νεαρού Λίντον—, ο ειδικός δεσμός με τον Χίθκλιφ αψηφά λίστες και κατηγορίες. Δυσανάγνωστος στους αδαείς, ένας κώδικας μόνο για τα μάτια των μυημένων:

Η μεγαλύτερη έγνοια μου στη ζωή είναι αυτός. Αν όλα χάνονταν κι αυτός έμενε, θα συνέχιζα να υπάρχω, και αν όλα έμεναν κι αυτός εξαφανιζόταν, το Σύμπαν θα ήταν για μένα ξένο.

Πώς μπορείς να εξηγήσεις τον εαυτό σου; Αιώνες ψυχανάλυσης ρίχνουν θαμπό φως στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Η αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει την ολότητα του εαυτού πολλαπλασιάζεται, ένα θεόρατο κύμα υψώνεται και σαρώνει την Κάθριν, την τσακίζει στα βράχια της αυτογνωσίας, διψασμένη καθώς είναι από τον πόθο για ταύτιση. Με περιορισμένες επιλογές εξαιτίας του φύλου της και των κοινωνικών συμβάσεων, η Κάθριν του απομακρυσμένου σπιτιού σε άγριο τοπίο κάνει τη σεξουαλική επανάσταση της ετερόφυλης κοπέλας: στέκεται στη διαχωριστική γραμμή των ρομαντικών διπόλων μειλίχιος/αγροίκος, αξιόπιστος/απρόβλεπτος, άκακος/επικίνδυνος, βαρετός/συναρπαστικός, εξευγενισμένος/άξεστος. Παθιάζεται με το διαχρονικά ελκυστικό bad boy, μα εμπιστεύεται την ασφάλεια του ‘κατάλληλου συζύγου’.

Μολονότι ο Χίθκλιφ είναι ικανός να ενσαρκώσει τη δυαδικότητα των ηρώων του είδους, και πάλι η Μπροντέ ξεγλιστρά από τη σύμβαση αποφεύγοντας να παραδώσει ακόμα έναν κύριο Ντάρσι ή ακόμη έναν κύριο Ρότσεστερ. Οι ήρωες ενώνονται με βαθείς δεσμούς εξυπηρετώντας το αναπόδραστο της πλοκής, ορμώμενοι από τα βιώματα της Μπροντέ. Τα δύο οικήματα και όσοι καταδικάστηκαν να ζήσουν εκεί συνδέονται με κάτι περισσότερο από τη γεωγραφία.

“Και εκείνη η νεαρά, η κυρία Χίθκλιφ, είναι η χήρα του;” “Ναι”. “Από πού κατάγεται;” “Μα, κύριε, είναι η κόρη του αφέντη μου, του μακαρίτη, Κάθριν Λίντον ήταν το πατρικό της όνομα. Εγώ τη μεγάλωσα τη δύστυχη! Μακάρι να μετακόμιζε εδώ ο κύριος Χίθκλιφ και να ξανασμίγαμε”. […] “Και ποιος είναι αυτός ο Έρνσο, ο Χέρτον Έρνσο, που μένει με την κυρία Χίθκλιφ; Είναι συγγενείς;” “Όχι, είναι ανιψιός της καημένης της κυρίας Λίντον”. “Δηλαδή είναι ξάδελφος της νεαράς”. “Ναι. Και ο σύζυγός της ήταν κι αυτός ξάδελφός της. Ο ένας από την πλευρά της μητέρας και ο άλλος από την πλευρά του πατέρα. Ο Χίθκλιφ παντρεύτηκε την αδελφή του κυρίου Λίντον”.

Ειρωνεία να διαφεντεύει ο Χίθκλιφ τις συγγένειες, ο ‘άλλος’, μεγαλωμένος μακριά από τις ρίζες του, στερημένος την επιρροή της καταγωγής του, ακρωτηριασμένος από την εθνική του ταυτότητα — γνήσιο απότοκο του αποικιοκρατικού βρετανικού πνεύματος.

Το υπέδαφος ανάμεσα στα δύο σπίτια είναι ποτισμένο με γενετικό υλικό, ένα ριζικό αλληλένδετο από αίμα διατρέχει το υπέδαφος· απλώνεται όπου κι αν βρεθούν οι πρωταγωνιστές, τους ακολουθεί και τους σέρνει πίσω, μην τυχόν και ξεχάσει κανένας τους την καταχνιά, τον βάλτο, την υγρασία. Ακόμη μια συνθήκη συνυφασμένη με τα βιώματα της Μπροντέ. Οι βάλτοι, οι κλειστός ορίζοντας από το παράθυρο του σπιτιού, τα μέλη της οικογένειας που είτε επιστρέφουν είτε πεθαίνουν. Όταν ανώνυμοι τόποι προσελκύουν τους ήρωες μακριά από τα Ύψη, η συγγραφέας δεν τους ακολουθεί. Οι εμπειρίες έξω από τα όρια της βαλτώδους ερημιάς δεν σμιλεύουν τους χαρακτήρες όσο το Χάιτς.

Στη νέα έκδοση του κλασικού αριστουργήματος Ανεμοδαρμένα Ύψη τη διαφορά κάνουν η ανανεωτική μετάφραση από την Αργυρώ Μαντόγλου και το επίμετρο της Τζόις Κάρολ Όουτς. Σε συνδυασμό με τον περιεκτικό πρόλογο της μεταφράστριας και τη φρέσκια ματιά του εικαστικού, το βιβλίο επιβάλλεται να προστεθεί στο ράφι της βιβλιοθήκης με τους συλλεκτικούς τόμους.