Ξεχνώντας να είσαι άνθρωπος
«Caedite eos! Novit enim Dominns qui sunt eius» – Σκοτώστε τους! Ο Κύριος γνωρίζει αυτούς που είναι δικοί Του.
Αυτά τα λόγια, που φέρεται ότι ειπώθηκαν από τον ιερέα και Κιστερκιανό ηγούμενο Αρνό Αμαλρίκ, σηματοδότησαν μία από τις πιο φρικτές σφαγές που διαπράχθηκαν από την Καθολική Εκκλησία, δηλαδή τη σφαγή ολόκληρου του πληθυσμού της πόλης Μπεζιέ στις 22 Ιουλίου του 1209, στις αρχές της επονομαζόμενης Σταυροφορίας κατά των Αλβιγηνών μεταξύ του 1209 και του 1229, μιας εκστρατείας που διατάχθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ με σκοπό την εξάλειψη του κινήματος των Καθαρών ή Αλβιγηνών στη νότια Γαλλία.
Η Μπεζιέ ήταν μια από τις πρώτες πόλεις στα χέρια των Αλβιγηνών που δέχθηκε επίθεση από τα παπικά στρατεύματα και πολιορκήθηκε. Σύμφωνα με το χρονικό, όταν οι άνδρες του ηγουμένου ανακάλυψαν ότι υπήρχαν και Καθολικοί στην πόλη, που ζούσαν ανάμεσα στους αιρετικούς Αλβιγηνούς, και συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν εύκολα να διακρίνουν μεταξύ πιστών και αιρετικών, ο ηγούμενος έδωσε την εντολή να θανατωθούν όλοι οι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των βρεφών.
Τέτοια περιστατικά συχνά συγκρίνονται με το Ολοκαύτωμα, είτε για να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι και η Καθολική Εκκλησία έδειξε φανατική και απάνθρωπη συμπεριφορά, είτε για να ανασκευαστεί η θέση για τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος ως πράξεως απόλυτου κακού.
Η θέση μου είναι ότι τέτοια περιστατικά όπως η σφαγή του Μπεζιέ και απάνθρωπες εντολές όπως η διαταγή του ηγούμενου Αμαλρίκ δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι το Ολοκαύτωμα δεν είναι ένα μοναδικό και ιδιαίτερο γεγονός απόλυτου κακού, διότι μεταξύ του ηγουμένου Αμαλρίκ και των Ναζί αυτουργών του Ολοκαυτώματος υφίσταται μια θεμελιώδης, και όχι μια απλή ποσοτική ή τεχνική, διαφορά.
Ο Αμαλρίκ αρνείται να προσπαθήσει να διακρίνει μεταξύ «ενόχων» και «αθώων» και να αναλάβει την ευθύνη αυτής της διάκρισης επειδή έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι πολλοί αιρετικοί θα απαρνηθούν την πίστη τους και θα προσπαθήσουν να αποφύγουν την τιμωρία μεταμφιεσμένοι σε πιστούς Καθολικούς. Οι Καθολικοί της πόλης από την άλλη μεριά δεν είναι διατεθειμένοι να καταδώσουν τους αιρετικούς συμπολίτες τους – οι λόγοι αυτής της απροθυμίας φαίνεται να ήταν περισσότερο πολιτικοί παρά θεολογικοί. Η άρνησή του να αναλάβει την ευθύνη μιας λανθασμένης κρίσης οδηγεί τον αββά Αμαλρίκ να την «εναποθέσει» στον ανώτατο δικαστή, τον Θεό.
Δεν ξέρουμε πώς νόμιζε ο Αμαλρίκ ότι θα αποφύγει τη δική του Θεία καταδίκη επειδή παρέβη το καθήκον του ως κληρικός και ως εκπρόσωπος της παπικής εξουσίας να ασκήσει δικαιοσύνη, επιείκεια και έλεος. Αλλά αυτό είναι δικό του πρόβλημα. Η σημαντική πτυχή της απόφασής του που τον διαχωρίζει ριζικά από τον πιο χαμηλόβαθμο συνεργό στον ναζιστικό μηχανισμό αφανισμού είναι ότι αντιμετώπισε τα θύματά του όπως και τον εαυτό του, δηλαδή ως εν δυνάμει αμαρτωλούς που θα μπορούσαν να ελπίζουν στη Θεία Χάρη και την άφεση των αμαρτιών τους.
Με άλλα λόγια, ο Αμαλρίκ αναγνώρισε στα θύματά του το «δικαίωμα στην αμαρτία» και τη δυνατότητα να τον κατηγορήσουν και αυτά στο Θείο δικαστήριο για τη θανάτωσή τους.
Οι Ναζί αυτουργοί του Ολοκαυτώματος δεν παραχώρησαν κανένα δικαίωμα στα θύματά τους. Δεν τα αντιμετώπισαν ως αμαρτωλούς, αιρετικούς ή εγκληματίες, δηλαδή ως συνανθρώπους τους που πρέπει να υποστούν μια ίσως άδικη ή δυσανάλογα σκληρή τιμωρία για τις πράξεις τους. Οι Ναζί αυτουργοί του Ολοκαυτώματος θεώρησαν εαυτούς ως τους υπέρτατους δικαστές των θυμάτων τους, αρνούμενοι σε αυτά ακόμη και την ελπίδα της έφεσης και της αθώωσης από έναν ανώτερο δικαστή, επειδή οι Ναζί θεωρούσαν εαυτούς ως την πραγμάτωση του τέλειου τρόπου ύπαρξης – ως την ενσάρκωση και την προσωποποίηση του γερμανικού «Volksgeist», της μυστικής οντότητας που υπερβαίνει το άτομο και το μετατρέπει σε ένα ανώτερο είδος ύπαρξης.
Ο αββάς Αμαλρίκ ήταν ένας κοινός εγκληματίας που καταχράστηκε την προερχόμενη από τον Θεό εξουσία του για να αποφύγει την ευθύνη μιας κρίσης και ίσως για να ικανοποιήσει τους εκκλησιαστικούς ανωτέρους του με τον θρησκευτικό του ζήλο.
Οι Ναζί αυτουργοί του Ολοκαυτώματος ικανοποίησαν μόνο τη δική τους επιθυμία για εξουσία και για να το επιτύχουν αυτό αυτοανακηρύχθηκαν σε υπεράνθρωπους θεούς. Σε θεούς που νόμισαν ότι θα μπορέσουν να αναδιαρθρώσουν τη Δημιουργία κατά τη δική τους εικόνα και ομοίωση.
Παρέβλεψαν, ωστόσο, τη θεμελιώδη συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης: ότι δηλαδή η υπέρβασή της δεν μπορεί να επιτευχθεί χαρακτηρίζοντας αυθαίρετα μια στιγμιαία κατάσταση ως την πιο τέλεια κατάσταση της ανθρωπότητας. Το μόνο που μπορεί να επιτύχει κανείς με αυτό τον τρόπο είναι το να ξεχάσει ότι η ανθρωποσύνη είναι μια αιώνια ιδέα.
Ξεχνώντας αυτή την ιδέα, ξεχνώντας τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος, οι Ναζί αυτουργοί του Ολοκαυτώματος δεν υπερέβησαν την ανθρώπινη φύση τους – την αρνήθηκαν.