Υπέρ ελευθερίας πολεμήσαντες

L
Χάρης Πεϊτσίνης

Υπέρ ελευθερίας πολεμήσαντες

Την προηγούμενη εβδομάδα έκλεισαν 71 χρόνια από την 7η Οκτωβρίου του 1944, τη μέρα που εξεγέρθηκαν οι κρατούμενοι του Άουσβιτς ενάντια στους δεσμοφύλακες και φονιάδες τους: ημέρα Τιμής και Μνήμης για την ανθρωπότητα, ιδίως δε για τον ελληνικό εβραϊσμό, καθώς πολλοί από τους εξεγερμένους ήταν Έλληνες Εβραίοι. Ναι. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, εβδομήντα ένα χρόνια πριν, στα ύστερα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμoυ, μέσα στην καρδιά των στρατοπέδων εξόντωσης, μια χούφτα σκλάβοι των ναζί, ανάμεσά τους και συμπατριώτες μας, απέδειξαν ότι, ακόμα κι αν αφαιρέσεις τα πάντα από το ανθρώπινο πλάσμα, ακόμα κι αν καταβάλεις την ίδια του την ύπαρξη, η φλόγα της ελευθερίας μέσα του δεν καταστέλλεται.

Ας γυρίσουμε το βλέμμα μας, με τη βοήθεια των μαρτυριών επιζώντων, σε εκείνη τη μοιραία ημέρα:

Είναι 7 του Οκτώβρη, σωτηρίου έτους 1944. Άουσβιτς. Περίπου 2:30΄ το μεσημέρι. Βρισκόμαστε στο Κρεματόριο υπ’ αριθμ. IV. Οι Σόντερκομάντο —οι κρατούμενοι του στρατοπέδου που ήταν επιφορτισμένοι με το φριχτό καθήκον της αποτέφρωσης των νεκρών— παρατάσσονται μπροστά στον ενωμοτάρχη Μπους που συνοδεύεται από ένα απόσπασμα της γερμανικής φρουράς. Ο Μπους αρχίζει να διαβάζει ονόματα με κρύα και μονότονη φωνή. Τριακόσιοι Ούγγροι και Έλληνες Εβραίοι έχουν επιλεχθεί από τις προηγούμενες ημέρες για «εκκαθάριση». Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι ναζί ξεφορτώνονται τους υπεράριθμους των ομάδων αποτέφρωσης, ελαττώνοντας έτσι, φυσικά, και τους μάρτυρες των φρικαλεοτήτων τους.

Οι κρατούμενοι το ξέρουν και το περιμένουν. Η πληροφορία έχει διαδοθεί από τις προηγούμενες ημέρες στο προσωπικό των Σόντερκομάντο. Κι είναι όλοι τους, και οι τριακόσιοι, αποφασισμένοι να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους. Τις σκέψεις τους τις έχουν ήδη μοιραστεί με άλλους συγκρατουμένους και με την πολωνική αντίσταση. Η αντίδραση χλιαρή. Κανείς δεν θα ρισκάρει για να τους βοηθήσει. Δεν περιμένουν πλέον υποστήριξη από πουθενά. Ας είναι όμως. Ας είναι.

Όταν εκφωνούνται τα ονόματα των Ελλήνων Εβραίων, ουδείς απαντά. Οι Γερμανοί κοιτούν γύρω απορημένοι. Οι κρατούμενοι μένουν ακίνητοι και διστακτικοί. Μια φωνή ακούγεται ανάμεσά τους, στα ελληνικά. Είναι του Σαλονικιού Γιωζέφ Βαρούχ: «Θα γίνει, ρε, ναι ή όχι, το ντου που λέγαμε;» Ο Πολωνοεβραίος Χαΐμ Νόιχοφ πλησιάζει τον επικεφαλής της φρουράς που εκφωνεί τον κατάλογο των προγραμμένων. Στέκεται μπροστά του και του μιλά. Κανείς δεν ακούει τι του λέει. Ξαφνικά, στο χέρι του εμφανίζεται ένα σφυρί, από το πουθενά, και, σύροντας πολεμική κραυγή, καταφέρνει στον Γερμανό ένα συντριπτικό χτύπημα: «Hurrah!» Το σύνθημα. Εξαίφνης, οι στέρεες παρατάξεις των κρατουμένων αναστατώνονται και διαλύονται, καθώς οι ζωντανοί σκελετοί του στρατοπέδου, με μάτια που γυαλίζουν, ξεχύνονται πάνω στην έκπληκτη φρουρά των SS, κραδαίνοντας τσεκούρια, στειλιάρια και πέτρες. Η φρουρά καταβάλλεται μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι κρατούμενοι εξοπλίζονται με τα όπλα των Γερμανών, και μια ομάδα επιστρέφει γρήγορα στο κρεματόριο. Εκεί, ανάμεσα στα σανίδια, ήδη από τις προηγούμενες ημέρες, έχουν απλωθεί χαλιά ποτισμένα οινόπνευμα. Ένα σπίρτο και το κρεματόριο λαμπαδιάζει, ενώ οι σειρήνες ηχούνε μανιασμένα, και τον αέρα σχίζουν ριπές πολυβόλων, φωνές και μηχανές αυτοκινήτων που μαρσάρουν. Δίπλα, στο Κρεματόριο ΙΙ, οι κολασμένοι ακούν τη φασαρία και τους πυροβολισμούς και καταλαβαίνουν: ήρθε η ώρα! Ο κτηνώδης κάπο τους αρπάζεται σηκωτός και πετιέται στον αναμμένο φούρνο μαζί μ’ έναν στρατιώτη των SS. Ένας άλλος λιντσάρεται από το πλήθος. Oι εξεγερμένοι του Κρεματορίου ΙΙ κόβουν σημεία του συρματοπλέγματος και ξεχύνονται στην εξωτερική περίμετρο του στρατοπέδου. Με όλη τους τη δύναμη, χωρίς ανάσα, τρέχουν προς το χωριό Rjasko για να βρουν καταφύγιο, ενώ σε απόσταση αναπνοής ακολουθούν μηχανοκίνητα τμήματα της φρουράς που έχει πλέον κινητοποιηθεί μαζικά για να καταστείλει την εξέγερση. Οι φυγάδες κρύβονται σε μια σιταποθήκη. Γερμανικά φλογοβόλα βάζουν φωτιά στο οίκημα, και οι εγκλωβισμένοι χιμούν έξω για να γλιτώσουν. Μοιραία κίνηση. Οι ναζί τούς θερίζουν με τα πολυβόλα, και θανατώνονται μέχρις ενός.

Πίσω στο φλεγόμενο Κρεματόριο ΙV, οι εξεγερμένοι γράφουν τη δική τους ηρωική σελίδα στην Ιστορία, κλείνοντας τους λογαριασμούς τους με το ναζιστικό κτήνος. Μετά από έναν απελπισμένο και άνισο αγώνα, με ελάχιστο οπλισμό και ταμπουρωμένοι σ’ ένα κτίριο που καταρρέει από τη φωτιά, αναγκάζονται να βγουν. Η φρουρά που καιροφυλακτεί τους πυροβολεί αδίστακτα. Τα υπόλοιπα Κρεματόρια δεν αποτολμούν να συνδράμουν ή να συμμετέχουν. Η εξέγερση καταστέλλεται με χαρακτηριστική κτηνωδία: Οι κρατούμενοι του Κρεματορίου V εκτελούνται παρά το ότι δεν συμμετείχαν στην εξέγερση.

Η επόμενη ημέρα βρίσκει το στρατόπεδο με τουλάχιστο 450 εκτελεσμένους Εβραίους. Οι SS έχουν τρεις νεκρούς και δεκατέσσερις τραυματίες. Στην αυλή του αιματοβαμμένου Κρεματορίου IV, κείτονται νεκροί οι Ελληνοεβραίοι Ισαάκ Βαρούχ, Μωρίς Ααρών, Γιακώβ (Βίκο) Μπρούδο και Σαμ Καράσο. Ένας Σαλονικιός, o Ισαάκ Bενέτσια, σώζεται χάρη στην καλοσύνη του κάπο μιας διπλανής εγκατάστασης που τον έκρυψε. Η ηρωική εξέγερση του Άουσβιτς, μνημείο μαζικής αντίστασης στον ναζισμό, καταστέλλεται μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας. Το Κρεματόριο ΙV δεν ξαναλειτούργησε.

Ας δώσουμε τον λόγο στον Λεόν Περαχιά, που διηγείται τι του μετέφεραν λίγες ημέρες μετά κάποιοι Πολωνοί για τους νεκρούς συμπατριώτες του:

«Όταν τους στήσανε στον τοίχο και τους θέριζαν τα πολυβόλα, ακούσαμε που τραγουδούσαν. Ένας Γραικός που βρέθηκε κοντά μας μας είπε ότι ψάλλουν τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Τι μεγαλείο ψυχής, η τελευταία σκέψη τους και η τελευταία τους πνοή ήταν στην Ελλάδα» (βλ. Λέων Χ. Περαχιά, Μαζάλ, Αναμνήσεις από τα Στρατόπεδα του Θανάτου, Θεσσαλονίκη 1990).

Οι εξεγέρσεις στο Άουσβιτς, στο Γκέτο της Βαρσοβίας, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα και του Σόμπιμπορ, η επίθεση στο γκέτο του Λένιν και πλήθος άλλες ενέργειες, αποδεικνύουν πως ο εβραϊκός λαός, παρά την έλλειψη οργάνωσης, παρά την απουσία προστασίας από κάποιο κυρίαρχο κράτος, αντιστάθηκε στην εξολόθρευση με αξιοθαύμαστο ηρωισμό. Τις δικές τους ηρωικές σελίδες έγραψαν άλλωστε και εκατοντάδες συμπατριώτες μας Ελληνοεβραίοι που, στο Άουσβιτς και αλλού, έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα για την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και, τελικά, για την ίδια την ανθρωπινότητα ενάντια στην αποκτήνωση. Ελληνοεβραίοι δραπέτες στρατοπέδων εξόντωσης, φέρ’ ειπείν, έφτασαν μέχρι τις γραμμές της πολωνικής αντίστασης, και εντάχτηκαν στις τάξεις της για να πολεμήσουν τους Γερμανούς κάτω από την ελληνική σημαία.

Αλλά αυτή είναι μια άλλη (μεγάλη) ιστορία. Θα τη διηγηθούμε και τούτη, με τη σειρά της. Γιατί οι νεκροί μας πεθαίνουν πραγματικά μόνο όταν τους λησμονούμε.

 

[ Διαβάστε: Albert Cohen, «From Greece to Birkenau, the Crematoria workersuprising», Salonika Jewry Research Center, 1996. Φωτεινή Τομαή, «Έλληνες στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου», Εκδόσεις Παπαζήση, 2009 ].