Υπεράσπιση της μη γραμμικής ανάγνωσης
Όταν ρώτησαν κάποτε τον Κίπλινγκ —έναν, παρεμπιπτόντως, τόσο παρεξηγημένο συγγραφέα— ποιος είναι ο πιο σωστός τρόπος για να ξεκινήσει κάποιος να λέει μια ιστορία, απάντησε πως το καλύτερο είναι να αρχίζει κανείς από την αρχή. Όσο αυτονόητη, κοινότοπη και εξυπναδίστικη, ενδεχομένως, και αν ακούγεται μια τέτοια παρατήρηση, δεν είναι ωστόσο εντελώς περιττή. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε πως στα δύο πρώτα έργα της δυτικής λογοτεχνίας, την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», ο ποιητής δεν ξεκινά την αφήγησή του από την αρχή, ab ovo, όπως συνηθίζουν να λένε οι φιλόλογοι, αλλά αντιθέτως in media res, δηλαδή από το μέσον της πλοκής, και αργότερα επιστρέφει για να πληροφορήσει τον αναγνώστη του για τα προηγούμενα γεγονότα και για την έναρξη της ιστορίας του. Οι επόμενοι σχεδόν είκοσι οκτώ λογοτεχνικοί αιώνες που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα χρησιμοποίησαν κατά βούληση και τις δύο αυτές αφηγηματικές τακτικές, και ένα σωρό άλλες που στο μεταξύ επινοήθηκαν.
Αν τέτοιες ελευθερίες δίνονται στον συγγραφέα, λογικό και αναμενόμενο είναι και ο αναγνώστης, τηρουμένων των αναλογιών, να δικαιούται τις ίδιες και, κάποια στιγμή, να τις διεκδικήσει. Να μπορεί και εκείνος, φέρ’ ειπείν, να αποφασίζει από ποιο σημείο του βιβλίου θα ξεκινήσει την ανάγνωση ή με ποια σειρά θα διαβάσει τα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος, τα ποιήματα μιας ποιητικής συλλογής, τις μελέτες και τα δοκίμια ενός συγκεντρωτικού τόμου ή τα διηγήματα μιας τέτοιας συλλογής — και αν βέβαια θα τα διαβάσει όλα μονομιάς.
Η αλήθεια είναι πως ορισμένοι συγγραφείς εμφανίζονται θετικοί σε μια τέτοια προοπτική. Ο Χούλιο Κορτάσαρ, για παράδειγμα, προτείνει δύο τρόπους ανάγνωσης του εμβληματικού μυθιστορήματός του «Το κουτσό». Είτε να ακολουθήσει ο αναγνώστης τη συνήθη αναγνωστική πορεία, που ξεκινά από την πρώτη σελίδα και καταλήγει στην τελευταία, είτε να αρχίσει από το κεφάλαιο 73 και να συνεχίσει σύμφωνα με τον αριθμητικό δείκτη που αναγράφεται στο τέλος κάθε κεφαλαίου: 73 – 1 – 2 – 116 – 3 – 84 – 4 – 71 κλπ. Τίποτε ωστόσο δεν εμποδίζει τον τολμηρό αναγνώστη από το να επινοήσει μία δική του σειρά. Ακόμη περισσότερο ισχύει αυτό για το μυθιστόρημα του Μίλοραντ Πάβιτς «Το λεξικό των Χαζάρων», το οποίο καλεί τον αναγνώστη να διαβάσει τα λήμματά του με όποια σειρά επιθυμεί και κατόπιν να ανασυνθέσει την ιστορία όπως νομίζει, ή όπως μπορεί. Γιατί, «Μόνο εκείνος που ξέρει να διαβάζει με τη σωστή σειρά τα τμήματα ενός βιβλίου μπορεί να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο».
Όλα τα μυθιστορήματα, εννοείται, δεν προσφέρονται για μια τέτοια ανάγνωση — εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις έμπειρων και εξασκημένων αναγνωστών, για τους οποίους κάθε βιβλίο είναι ένας κόσμος που οι ίδιοι σε συνεργασία με τον συγγραφέα οικοδομούν και όχι ένα ετοιμοπαράδοτο σύμπαν που τους περιμένει να το κατοικήσουν. Κάλλιστα ωστόσο μπορούμε να διαβάσουμε με αυτό τον τρόπο τα κλασικά έργα των οποίων η πλοκή μάς είναι ήδη γνωστή. Έτσι πρωτοδιάβασα εγώ, για παράδειγμα, την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», έτσι και τον «Οδυσσέα» του Τζόις, ξεκινώντας από το τελευταίο κεφάλαιο και πηδώντας ύστερα από το ένα στο άλλο ανάλογα με το κέφι μου. Τέτοια ήταν και η πρώτη μου ανάγνωση του «Γυμνού γεύματος» του Ουίλιαμ Μπάροουζ, αν και σε αυτή την περίπτωση καμία εκ των προτέρων δοσμένη αλληλουχία μεταξύ των κεφαλαίων δεν υφίσταται, αφού ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν κατάφερε να καταλήξει σε κάποια τέτοια (και όταν οι Γάλλοι τυπογράφοι της πρώτης έκδοσης, που δεν γνώριζαν αγγλικά, του επέστρεψαν τα τυπογραφικά δοκίμια με τυχαία σειρά, τους τα επέστρεψε προς δημοσίευση έτσι ακριβώς όπως ήταν).
Πολύ μικρότερη τόλμη απαιτεί, πάντως, εκ μέρους του αναγνώστη η μη γραμμική ανάγνωση άλλων γραμματειακών ειδών εκτός του μυθιστορήματος και πολύ μικρότερο ρίσκο συνεπάγεται μια τέτοια ανάγνωση για την κατανόηση και την απόλαυση του έργου. Τα «Minima moralia» του Αντόρνο, η «Ανατομία της μελαγχολίας» του Μπέρτον, τα «Δοκίμια» του Μονταίνι και ο «Δούναβης» του Κλαούντιο Μάγκρις ή το «Περί μέθης» του Κωστή Παπαγιώργη δεν θα ζημιωθούν, νομίζω, περισσότερο από όσο θα ωφεληθούν από αυτού του είδους το διάβασμα. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, πολλά από τα ασθματικά μυθιστορήματα του οποίου θα μπορούσαν επίσης, επ’ ωφελεία του αναγνώστη, να διαβαστούν έτσι, συνηγορεί και υπερθεματίζει:
Ακόμη και μια φιλοσοφική πραγματεία την καταλαβαίνουμε καλύτερα όταν δεν την καταβροχθίζουμε μεμιάς ολόκληρη, αλλά τσιμπολογάμε μόνο μια λεπτομέρεια, που απ’ αυτή έπειτα ερχόμαστε στο σύνολο, αν είμαστε τυχεροί. Τη μεγαλύτερη απόλαυση την παίρνουμε, ναι, από τα αποσπάσματα, όπως, ναι, και στη ζωή αισθανόμαστε τη μεγαλύτερη απόλαυση όταν την καλοκοιτάζουμε σαν απόσπασμα.
Αρνητικός σε αυτή την ανάγνωση, αν και η εν πολλοίς αφοριστική μορφή του έργου του θα μας έκανε να περιμένουμε το αντίθετο, εμφανίζεται ο Νίτσε:
Οι χειρότεροι αναγνώστες είναι όσοι συμπεριφέρονται σαν στρατιώτες που πλιατσικολογούν: αρπάζουν μερικά πράγματα που μπορεί να τους χρειαστούν, λερώνουν και κάνουν άνω-κάτω τα υπόλοιπα και βλαστημούν τα πάντα.
Δεν είναι ωστόσο αυτή ακριβώς που περιγράφει ο Νίτσε η αναγνωστική συμπεριφορά που υπαινίσσομαι. Αυτό που εγώ προτείνω, για ορισμένα προφανώς βιβλία, είναι η απελευθέρωση του αναγνώστη από την τυραννία της γραμμικής πλοκής και του αυστηρού συλλογισμού, προς όφελος της διάσπαρτης ποίησης και της έλλογης λάμψης που κρύβεται μες στις γραμμές του αφηγηματικού και θεωρητικού λόγου. Αυτό που προτείνω, για ορισμένους προφανώς αναγνώστες, είναι η λύτρωση από το άγχος και την υποχρέωση της ολοκλήρωσης και από την αγωνία της επόμενης σελίδας ή του επόμενου κεφαλαίου. Αυτό που προτείνω είναι ένα αναγνωστικό carpe diem.
Γιατί να μη δοκιμάσουμε μια φορά να διαβάσουμε την «Άννα Καρένινα» ξεκινώντας από το δέκατο κεφάλαιο και πηδώντας κατόπιν σε όποιο μάς κάνει κέφι; Όπως κάνουμε όταν διαβάζουμε μια ποιητική συλλογή, οπότε ξεφυλλίζουμε το βιβλίο και σταματάμε σε όποια σελίδα σκαλώσει το δάχτυλό μας ή το βλέμμα μας. Ή όπως κάνω αυτήν ακριβώς τη στιγμή που, διαβάζοντας τη συλλογή δοκιμίων του Ντάνιελ Μέντελσον «Περιμένοντας του Βαρβάρους», άρχισα από το κείμενο για τον Όσκαρ Ουάιλντ (σελ. 473), συνέχισα με εκείνο που αφορά τον Μάικλ Κάννινγκχαμ και τη Βιρτζίνια Γουλφ (σελ. 241) και τώρα έχω τον σελιδοδείκτη μου στο άρθρο για τον «Αλέξανδρο» του Όλιβερ Στόουν (σελ. 43).
Κι αν ο τρόπος αυτός φαντάζει ανορθόδοξος για την πρώτη ανάγνωση της «Άννας Καρένινα» ή του «Δον Κιχώτη», ίσως πάντως να είναι ο πιο ενδεδειγμένος για τη δεύτερη ανάγνωση των ίδιων έργων. Ίσως αυτή να είναι η μέθοδος για να μη φτάνουμε ποτέ στο τέλος των βιβλίων που αγαπάμε, αφού κάθε νέα ανάγνωση αυτού του τύπου μπορεί να είναι και ένα νέο βιβλίο. Ή περίπου.