«Υπηρετώντας την πατρίδα»

L
Στέφανος Καβαλλιεράκης

«Υπηρετώντας την πατρίδα»

Έχει νόημα η στρατιωτική ιστορία; Έχει νόημα η επανεξέταση σημαινουσών ιστορικών στρατιωτικών προσωπικοτήτων; Βοηθά στην ανασύσταση του ιστορικού πλαισίου;

Πέρα από τις όποιες πολιτικές εργαλειοποιήσεις, οποιοσδήποτε θα απαντούσε ίσως θετικά σε αυτά τα ερωτήματα. Η στρατιωτική ιστορία όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τους πολεμικούς ηγέτες είναι μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, μοιάζουμε προσκολλημένοι σχεδόν αποκλειστικά στους ήρωες της Επανάστασης υποτιμώντας αρκετά τα στρατιωτικά γεγονότα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα που τριπλασίασαν την εδαφική επικράτεια του ελληνικού κράτους. Η έντονη εμπλοκή του στρατού στην πολιτική ζωή, η ανάμειξη και η πόλωση που επέφερε οδήγησαν αναπόφευκτα και στην ιστορική λήθη.

Επέλεξα για αυτό το άρθρο δύο στρατιωτικούς που δραστηριοποιήθηκαν περίπου την ίδια περίοδο, δηλαδή από τον Μεσοπόλεμο μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με έντονη δράση, χωρίς πολιτική εμπλοκή αλλά και με «διεθνή» καριέρα στο πλάι συμμαχικών στην Ελλάδα δυνάμεων.

Χριστόδουλος Τσιγάντες: Μια ζωή σαν μυθιστόρημα

Στην κεντρική αίθουσα της Σχολής Ευελπίδων, κοντά στα πορτρέτα των πεσόντων αξιωματικών, ξεχωρίζει ένα που δεσπόζει. Πρόκειται για μια μορφή στα όρια του μύθου για τον ελληνικό στρατό. Ξεχωρίζει το χαμόγελό του παρά τις κακουχίες της εκπαίδευσης κομάντο στο βορειοαφρικανικό μέτωπο, τα πολύ χαρακτηριστικά μαύρα γυαλιά του που του προσδίδουν ένα μυστήριο —αλλά που στην πραγματικότητα κρύβουν τη μεγάλη μυωπία— και τα κάπως φαρδιά ρούχα που καλύπτουν τα παραπανίσια κιλά του. Είναι πάνω από 45 πια, αλλά παραμένει σκληροτράχηλός και ετοιμοπόλεμος. Ο αντιστράτηγος Χριστόδουλος Τσιγάντες.

Στις 4 Οκτωβρίου του 1944, η ιταλική φρουρά της Σάμου παραδίδεται στον Ιερό Λόχο που διοικεί, ενώ τον Μάιο του 1945, όταν οι Γερμανοί παρέδωσαν τα Δωδεκάνησα στους Συμμάχους, σε μια όχι ιδιαίτερα γνωστή τελετή στη Σύμη μια γερμανική τορπιλάκατος χωρίς οπλισμό έφερε τον Γερμανό στρατηγό Wagener. Ο Wagener, ανοικτά από το μικρασιατικό ακρωτήρι Αλωπός, είχε επιβιβαστεί σε ένα αγγλικό αντιτορπιλικό και, συνοδεία ενός ελληνικού αντιτορπιλικού, έφτασε στη Σύμη και αποβιβάστηκε στην ξύλινη τότε αποβάθρα, στο Ρολόι, όπου τον υποδέχτηκαν ο Άγγλος συνταγματάρχης Acland με τον υπασπιστή του και με τιμητικό άγημα στρατού. Πεζή έφτασαν στον δεύτερο όροφο ενός παρακειμένου κτιρίου, που επί ιταλικής κατοχής ήταν Ειρηνοδικείο, και εκεί ήταν που υπεγράφη το πρωτόκολλο παράδοσης της Δωδεκανήσου στους Συμμάχους. Λέγεται ότι ο Wagener ζήτησε να γίνει η παράδοση στους Έλληνες, αλλά οι Άγγλοι αρνήθηκαν. Παρόντες ήταν επίσης ο Άγγλος ταξίαρχος Moffat, ο Άγγλος συνταγματάρχης Baird, ο Γάλλος πλοίαρχος Legge και ασφαλώς και ο Έλληνας διοικητής του Ιερού Λόχου, συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες. Ο Wagener υπέγραψε την παράδοση και παρέδωσε το πιστόλι του στον Άγγλο ταξίαρχο Moffat, αυτός δε την ίδια στιγμή το έδωσε στον Τσιγάντε, λέγοντάς του: «Αυτό το τρόπαιο ανήκει σε εσάς και στον Ιερό Λόχο».

Ο Χριστόδουλος Σβορώνος-Τσιγάντες, κεφαλληνιακής καταγωγής από τα Σβορωνάτα τής Κάτω Λειβαθούς, γεννήθηκε στην Τούλτσα της Ρουμανίας το 1897 και ήταν δίδυμος αδερφός του συνταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάντε, επικεφαλής της μυστικής οργάνωσης Μίδας 614, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με Ιταλούς στην Αθήνα. Ήταν μόλις 16 ετών όταν κατετάγη στον ελληνικό στρατό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. «Εκ της Αλλοδαπής Έλλην», όπως γράφτηκε στα μητρώα, κατατάχτηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και ως αξιωματικός το 1916 έλαβε μέρος σε μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Μακεδονικό Μέτωπο, της Μικράς Ασίας και της εκστρατείας στην Ουκρανία.

Γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση, φοίτησε στη Σχολή Πολέμου στο Παρίσι, όπου σπούδασε και πολιτικές επιστήμες. Συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα του 1935, δικάζεται από το Στρατοδικείο μαζί με τον επίσης αξιωματικό αδελφό του, καθαιρούνται σε δημόσια τελετή και οι δύο και εξορίζονται. Ο Χριστόδουλος θα πολεμήσει στη Λεγεώνα των Ξένων και θα επανέρθει στο στράτευμα από την εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού, η οποία θα του εμπιστευτεί τη διοίκηση μιας συγκροτηθείσας από τον ίδιο μεμονωμένης μονάδας, του «Ιερού Λόχου». Ο Ιερός Λόχος πολέμησε στο πλευρό της βρετανικής ταξιαρχίας SAS στην έρημο της Λιβύης και στο Αιγαίο, καθώς επίσης και με τις ελεύθερες γαλλικές δυνάμεις του στρατηγού Ζακ Φιλίπ Λεκλέρκ στην Τυνησία. Στη συνέχεια, υπό τον διοικητή της μεραρχίας των Νεοζηλανδών στρατηγό Φρέιμπεργκ και, τέλος, υπό τον Άγγλο ταξίαρχο Τόριμπουλ, διοικητή της βρετανικής ταξιαρχίας καταδρομών, σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις απελευθέρωσης νησιών του Αιγαίου, και ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα. Ο Ιερός Λόχος αποτελούνταν από αξιωματικούς που δέχτηκαν να στερηθούν τον βαθμό τους για να πολεμήσουν σαν απλοί στρατιώτες. Για την ηρωική του δράση στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε μαζί με άλλους δύο συνταγματάρχες, τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο και τον Παυσανία Κατσώτα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος.

Ο Ιερός Λόχος θα διεξαγάγει συνολικά 27 Καταδρομικές Επιχειρήσεις και 207 Καταδρομικές Περιπόλους εναντίον των Δυνάμεων του Άξονα, που κατείχαν τα νησιά του Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Οι καταδρομικές επιχειρήσεις στο Καστελόριζο, στην Κάρπαθο, στο Θυμιανό της Κεφάλου στην Κω, στη Χάλκη, η καταδρομή-απελευθέρωση της Σύμης, της Νισύρου και της Τήλου και οι επιχειρήσεις στα άλλα νησιά αποτελούν σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις, αρκετά παραγνωρισμένες σήμερα.

Τον Ιούνιο του 1945, ο Λόχος επέστρεψε στην Αίγυπτο πριν αποσυγκροτηθεί, με μια τελετή στην Αθήνα, στις 7 Αυγούστου του 1945. Κατά τη διάρκεια της τελετής, η σημαία του Ιερού Λόχου παρασημοφορήθηκε με το υψηλότερο στρατιωτικό παράσημο της Ελλάδος, τον Χρυσό Σταυρό της Ανδρείας, και με τον Ελληνικό Πολεμικό Σταυρό Α' Τάξεως. Σήμερα η σημαία του εκτίθεται στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα. Οι απώλειες του Ιερού Λόχου σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του ανήλθαν σε 25 νεκρούς, 56 τραυματίας, 3 αγνοουμένους και 29 ομήρους.

Ο ίδιος ο Τσιγάντες αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1948 με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες Έθνος, Ελευθερία και Τα Νέα. Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), για να παυθεί αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου.

Στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1970, ο Τσιγάντες, νοσηλευόμενος στο Λονδίνο, πέθανε έχοντας διαρκώς στο πλάι του συναγωνιστές του καθώς και Βρετανούς αξιωματικούς από τα χρόνια της κοινής τους δράσης στο Αιγαίο. Η αποτέφρωση της σορού του έγινε μία ημέρα αργότερα.
Στις 26 Αυγούστου 1976 με έγγραφό του ο τότε υπουργός Αμύνης Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση για τη διάθεση ποσού 1,5 εκατομμυρίου δραχμών για την ανέγερση μνημείου «εντός του Πεδίου του Άρεως» και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας».

Θρασύβουλος Τσακαλώτος: 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδας
Αντιγράφοντας από το αυτοβιογραφικό του βιβλίο, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, ο Τσακαλώτος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που «το σπίτι τους υπήρξε ο στρατός».

Γεννήθηκε την ίδια χρονιά με τον Τσιγάντε στην υπό οθωμανική κυριαρχία Πρέβεζα, από την οποία θα φύγει σε νεαρή ηλικία. Βρέθηκε να σπουδάζει στο Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας, όπου θεμελιώθηκε η θέλησή του να γίνει αξιωματικός. Φοιτά στην περίφημη τάξη του 1916 μαζί με Ζέρβα, Κατσώτα και βέβαια τον Τσιγάντε τον ίδιο, με καθηγητές τούς Πάγκαλο και Χατζανέστη. Ο Τσακαλώτος στέκεται στη μέση στη μεγάλη κόντρα Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, καθώς θεωρεί και τους δυο «πλούτο για την Ελλάδα».

Το 1935, στο βενιζελικό κίνημα το οποίο θα διχάσει ανεξίτηλα το στράτευμα, ένας διχασμός που θα σημαδέψει πολλές από τις μετέπειτα πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στον τόπο, ο Τσακαλώτος, υπηρετεί υπό τις διαταγές τού τότε αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, Δημητρίου Καθενιώτη, μιας άγνωστης σχετικά στρατιωτικής προσωπικότητας, βενιζελικού, που για πολλούς υπήρξε ο αναμορφωτής του ελληνικού στρατού. Ο Καθενιώτης θα αποστρατευτεί μετά το 1935 και θα αναλάβει ο Παπάγος — και εκεί ξεκινά και η μεγάλη και σχεδόν θρυλική κόντρα Τσακαλώτου-Παπάγου.

Ο Τσακαλώτος προσάπτει ευθέως στον Παπάγο ότι οικειοποιείται τη νίκη του 1940 και ότι διοικεί το στράτευμα από τη Μεγάλη Βρετανία. Στη πραγματικότητα, οι Καθενιώτης-Τσακαλώτος διαφωνούν με το στρατιωτικό δόγμα Μεταξά-Παπάγου με τη Γραμμή Ρούπελ και την οχυρωματική λογική. Ο Τσακαλώτος πιστεύει στις καλά εκπαιδευμένες μονάδες γρήγορης επέμβασης, μια αρχή που εφάρμοσε με επιτυχία και στο Ρίμινι αλλά και στην τελική φάση του Εμφυλίου. Παρά πάντως τις προσωπικές αλλά και επιτελικές διαφορές τους, ο Παπάγος δεν θα σταθεί εμπόδιο στην ανέλιξη του Τσακαλώτου. Και μερικά χρόνια αργότερα ο Τσακαλώτος ως αρχηγός του ΓΕΣ δεν θα συλλάβει τον Παπάγο παρά τη ρητή εντολή του βασιλιά Παύλου.

Λοχαγός, ταγματάρχης, αντισυνταγματάρχης, συνταγματάρχης, αντιστράτηγος, υποστράτηγος. Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατικός, Πόλεμος του ’40, Βόρεια Αφρική, Ρίμινι, Εμφύλιος (όπου η δική του στρατηγική άλλαξε ριζικά τα δεδομένα). Τι να ξεχωρίσει κάποιος από μια τέτοια πορεία;

Διοίκησε ως Συνταγματάρχης από την 1η ημέρα της κήρυξης του Ελληνοϊταλικου Πολέμου και για ένα πεντάμηνο το θρυλικό 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων, το οποίο εισχώρησε βαθύτερα από όλα τα άλλα συντάγματα στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου, στην κοιλάδα του Σουσίτσα. Αιχμαλώτισε ένα ολόκληρο ιταλικό τάγμα. Τον τελευταίο μήνα, λόγω της επίθεσης των Γερμανών, δημιουργήθηκε κρίση διοικήσεως στο αλβανικό μέτωπο και αντικαταστάθηκαν οι Διοικητές Α΄και Β΄ Σωμάτων Στρατού και οι Επιτελάρχες τους γιατί γίνονταν συζητήσεις για ανακωχή. Τότε προεκρίθη από τον Αρχιστράτηγο Παπάγο και τοποθετήθηκε ως Επιτελάρχης του Β΄ Σώματος Στρατού.

Του ανατέθηκε η Διοίκηση (θέση Ανωτάτου Αξιωματικού) του Εκστρατευτικού Σώματος Ιταλίας, το οποίο και κράτησε αλώβητο και εκτός των πολιτικών αναταράξεων της εποχής. Το Εκστρατευτικό αυτό Σώμα πήρε τον ιστορικό τίτλο Ρίμινι για τη νίκη του στην Ιταλία και την κατάληψη της ομώνυμης και καλά οχυρωμένης πόλης που υπεράσπιζαν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Το σώμα αυτό απετέλεσε τηνβάση ανασυγκρότησης του ελληνικού στρατού. Η Μάχη του Ρίμινι ήταν μία από τις σκληρότερες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συγκρίσιμη με τη Μάχη του Ελ Αλαμέιν, του Μάρεθ και του Μόντε Κασίνο. Ο Τσακαλώτος υπήρξε ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός που ηγήθηκε συμμαχικών δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Προφανώς η επαναφορά του Τσακαλώτου στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα οφείλεται στη δράση του στον Εμφύλιο. Το 1948, του απονέμεται ο βαθμός του Αντιστρατήγου, αλλάζει την οπτική και τη στρατηγική του πολέμου και ουσιαστικά είναι ο στρατιωτικός νικητής του Εμφυλίου. Η αναμφισβήτητη στρατιωτική του ανδρεία και ευφυία αλλά και η μετέπειτα μη πολιτική του εμπλοκή θα τον καταστήσουν μια προσωπικότητα καθολικά αναγνωρισμένη, παρά την ενεργό εμπλοκή του στον διχαστικό και αιματοβαμμένο Εμφύλιο.

 

Η εξέταση τέτοιων προσωπικοτήτων, εκτός από την ανάδειξη γνωστών και λιγότερο γνωστών γεγονότων, θυμίζει ότι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα υπήρξαμε ένα πολεμικό έθνος, ένας έθνος που επιτίθετο αλλά και αμυνόταν, κέρδισε πολλά αλλά είχε και μεγάλες απώλειες, χτίστηκε στο πεδίο της μάχης με εχθρούς και αδερφούς, με ξένους και διπλανούς. Το κουβάρι των πολεμικών, κοινωνικών και στρατιωτικών διεργασιών ήταν τόσο μπερδεμένο, που οδηγούσε σε μια ευρύτερη και συνεχή αστάθεια. Τα χρόνια της ειρήνης, στα οποία οι γενιές μας —και καλώς— μεγάλωσαν, η ευημερία που κερδήθηκε, η ελευθερία που αποκτήθηκε, το με όποιες στρεβλώσεις κράτος δικαίου αποκτήθηκε, όλα τους είναι καρποί μιας πορείας, ενός νήματος ορατού και αόρατου που πολλές από τις στάσεις του βρίσκονται σε αιματοβαμμένα μέτωπα μάχης, σε πορείες ανθρώπων που έθεσαν την ευθύνη και το καθήκον ως στάση ζωής, σε γεγονότα που σήμερα ακόμα και η ανάγνωσή τους μοιάζει μυθιστορηματική.

Βιβλιογραφία:

Θρασύβουλος Ι. Τσακαλώτος, «40 χρονια στρατιώτης της Ελλάδος: Πώς εκερδίσαμε τους αγώνας μας 1940-1949», τυπ. Ακροπόλεως, Αθήναι 1960.

Χρήστος Σ. Φωτόπουλος, «Υποστράτηγος Χριστόδουλος Τσιγάντες 1897-1970», Αθήνα 2002.

 

[ Φωτ.: Άνδρες της III Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας στη Βόρειο Αφρική, την περίοδο 1941-1944, φωτ. από το greekmilitaryvoice.wordpress.com ].