Υπόθεσις χαμόγελο
Σκαρφαλώσαμε στην Άνω Πόλη από τα πιο απότομα σκαλιά, μέσα από μια παιδική χαρά που ούτε φανταζόμουν την ύπαρξή της, κρυμμένη όπως ήταν πίσω από τις αυστροουγγρικές προσόψεις. Λαχανιασμένος προσπαθούσα να τη φτάσω· δεν ήταν εύκολο, όσο κι αν είχαν οι πατεράδες μας την ίδια περίπου ηλικία.
Στο ίσωμα της κορυφής έγιναν όλα πιο γνώριμα και προβλέψιμα. Ή σχεδόν. Το συνηθισμένο πλήθος απολάμβανε το γλυκό σούρουπο, άλλοι καθισμένοι στα παγκάκια και στην καντίνα κι άλλοι περπατώντας όπως εμείς. Η μουσική υπόκρουση όμως επιφύλαξε μια έκπληξη. Δύσκολο για τη Νίνα, Ελληνίδα τρίτης γενιάς στο Ζάγκρεμπ, να γνωρίζει τη διασκευή των Γκάτζο Ντίλο, πολλώ δε μάλλον το πρωτότυπο· δεν ήξερα τότε κι εγώ να της εξηγήσω ότι το «(σου) σφυρίζω» συγγενεύει με το σερβοκροατικό ρήμα svirati.
Όταν γύρισα σπίτι μετά τη σύντομη βόλτα, θυμήθηκα ότι ο πατέρας της Νίνας-Δήμητρας μου είχε ζητήσει να του πω για τους Έλληνες crooners. Ο απρόσμενος φαν του Κώστα Χατζή ήθελε να διευρύνει το ρεπερτόριό του. Δεν του έλεγε τίποτα, ωστόσο, ο Τζίμης Μακούλης ―που ήταν η πρώτη μου απάντηση― ούτε ο Τώνης Μαρούδας, που με τη βοήθεια του Google έμαθα ότι είχε πρωτοερμηνεύσει το τραγούδι πριν από μισόν αιώνα και βάλε.
Η μουσική ―που παίζει είτε από την πλούσια συλλογή του κινητού του τηλεφώνου, είτε από δορυφορικές ελληνικές εκπομπές με «τραγούδια παρέας»― είναι ο τρόπος του συγγραφέα και βετεράνου δημοσιογράφου Aris Angelis να πλησιάσει λίγο περισσότερο τη χώρα μας, στην οποία έζησαν ελάχιστα οι Σμυρνιοί, εκ πατρός, πρόγονοί του. Τον ξεριζωμό της οικογένειας Αγγελίδη το 1922 ακολούθησε η συνήθης διαδικασία: στρατόπεδο «με σύρμα» στο ξερονήσι του Αϊ-Γιώργη, μετάβαση σε μια εγκατάσταση που σήμερα θα ονομάζαμε hotspot στην Ερμιόνη ― και, στο τέλος, μοίρασμα της ευρύτερης οικογένειας σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
«Στο τέλος», είπα, αλλά δεν θα έπρεπε. Η περιπέτεια της οικογένειας είχε μόλις αρχίσει. Στα επόμενα χρόνια, η υπομονετική Ελένη Αγγελίδη βρέθηκε στη Γιουγκοσλαβία, όπου με τη σειρά έχασε από κοντά της ένα προς ένα όλα τα κοντινά της πρόσωπα. Ο άντρας της, έμπορος με δουλειές έως το Βελιγράδι, έφυγε και την άφησε μόνη να μεγαλώνει δυο παιδιά. Ο μεγάλος της γιος, Άρης, σκοτώθηκε στη γερμανική εισβολή του ’41· αυτός είναι ο λόγος που σήμερα ονομάζεται Αγγελόφσκι μια οδός στο Μοναστήρι, από το εκσλαβισμένο ελληνικό του επώνυμο. Τέλος, ο νεότερος Τάκης πήρε τα βουνά στο πλευρό των τιτοϊκών παρτιζάνων κοντά στην Μπάνια Λούκα, μαζί με τον στρατιωτικό πατριό του, γόνο ιστορικής οικογένειας με οικόσημο που έγινε κι αυτός αντάρτης. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου, απέκτησε το μοναδικό παιδί του ― αλλά δεν πρόλαβε να το χαρεί: πέθανε ένα χρόνο αργότερα εξαιτίας μιας σπάνιας πάθησης.
Ο κύριος Άρης, που πήρε το όνομα από τον ηρωικό θείο του (και όχι, όπως αρχικά σκέφτηκα, από τον γνωστότερο και πιο αμφιλεγόμενο συνονόματο), δεν χρειάστηκε να μου μιλήσει γι’ αυτά τα γεγονότα. Τα έχει γράψει παραστατικά στο βιβλίο του Από τη Σμύρνη στη Σαϊγκόν, μια σειρά συνεντεύξεων ― όχι μόνο με τη Σμυρνιά γιαγιά αλλά και με αρκετούς από τους καλεσμένους του στις ραδιοφωνικές εκπομπές που επί σειρά ετών έκανε στο Ράδιο Ζάγκρεμπ. Ούτε κάτι για τον πόλεμο του ’91 είχε να μου αφηγηθεί· στη σχετική μου ερώτηση απάντησε, ελληνικότατα, «Είχα δουλειά». Όταν μου το είπε, την ώρα που σιγοπίναμε κρασί στο μικρό του παραλιακό σπίτι κοντά στο Σίμπενικ, ακούστηκε σαν υπεκφυγή παρόμοια με αυτή ενός μελετηρού Έλληνα ιερωμένου. Τώρα που έχω διαβάσει την απίστευτη ιστορία της οικογένειας, μπορώ να καταλάβω καλύτερα όχι μόνο την απροθυμία του να μιλήσει για τον πόλεμο ―κι ας έχει το όνομα του θεού του― αλλά κυρίως τη χαρακτηριστική, βαλκανική μελαγχολία που συχνά βλέπει κανείς πάνω του.
Παρά το λιγομίλητο προφίλ, ο Aris Angelis καταφέρνει να εντυπωσιάζει με τον τρόπο του. Πριν τον γνωρίσω από κοντά, τον είχα δει σε ένα Balkan Express της ΕΡΤ. Η νεαρή ρεπόρτερ τον ρωτούσε για την πολιτική ζωή στην Κροατία, τότε υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ. Μέσα σε λίγα λεπτά η παλιά καραβάνα πήρε τα ηνία. Στο διπλανό τραπέζι κάθισε ―υποτίθεται απρόοπτα― ένας πολιτικός. Ο κύριος Άρης ξανάγινε ο ρεπόρτερ και πήρε ο ίδιος συνέντευξη από τον Ίβο Γιοσίποβιτς, για τον οποίο προφήτευσε on camera ότι θα γινόταν πρόεδρος ― κάτι που πραγματικά συνέβη λίγο καιρό αργότερα. Ακόμη και στην προσωπική μας κουβέντα, κάποια χρόνια αργότερα, ο συνταξιούχος δημοσιογράφος είχε από κοντά το μπλοκάκι και κάθε τόσο σημείωνε.
Πάνω απ’ όλα είναι πειραχτήρι, συχνά με ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Λίγο πριν δούμε μπάλα στην τηλεόραση, με έβαλε να μαντέψω ποια είναι η αγαπημένη του ποδοσφαιρική ομάδα. Αφού με άφησε να ταλαιπωρηθώ με την Ντίναμο και τη Χάιντουκ και τις ελληνικές προσφυγομάνες με τους δικέφαλους ―επιλογές που θεώρησα προφανέστερες λόγω των οικογενειακών του καταβολών―, με αιφνιδίασε για μια ακόμη φορά. «Άρης, φυσικά!» μου είπε γελώντας, και ξανάβαλε να ακούσουμε Χατζή, το μέχρι τότε άγνωστο σε μένα τραγούδι ― και δικό του αγαπημένο: «Η ζωή είναι υπόθεσις χαμόγελο».