Υποβρύχιο
Αυτός ο καλοκαιρινός απογευματινός ύπνος στην πόλη είναι βαρύς, μόλις έχεις έρθει από τη δουλειά και, μια που έγειρες λίγο λυγίζοντας από τη ζέστη του δρόμου και την κίνηση, μια που έκλεισαν τα μάτια σου, έφτασε τώρα και έχει νυχτώσει και το κεφάλι σου ζυγίζει όσο το σπίτι πάνω σου, το στόμα σου πικρό και ξερό, και είναι μια αγωνία που σε έχει ξυπνήσει, γιατί είναι περίεργα τα όνειρα αυτού του ύπνου και ξεγεννάνε μνήμες που νόμιζες περασμένες, μα νά τώρα, πού σε θυμήθηκε, πόσο καιρό είχε, μια παρουσία έντονη μα αφηρημένη, αλλά που εσύ πασχίζεις μέσα στο όνειρο να της δώσεις χαρακτηριστικά που έχεις τόσα χρόνια να ανακαλέσεις, πασχίζεις να φέρεις στα χείλη σου το όνομά της, πώς σε λένε, πώς σε έλεγα, πώς είναι δυνατόν να το έχω ξεχάσει, ένα καλοκαίρι ολόκληρο σε φώναζα πρωί βράδυ, σε ψιθύριζα, ανέπνεα με το όνομά σου και κοιμόμουν με τα λόγια σου, κολυμπούσα με τα χέρια σου και σκαρφάλωνα στο σώμα σου —βουνά και κοιλάδες και χαράδρες σε πλήρη έκταση— καθώς το άπλωνες στην άμμο, το τέντωνες στην κατάδυση, το μάζευες στον λιανό ίσκιο του βράχου, το τύλιγες σε υπνόσακους, και τώρα έχω μια μορφή που με παιδεύει σε αυτόν τον ταραγμένο ύπνο τόσα χρόνια μετά, τόσες πόλεις μετά, που δεν μου λέει το όνομά της, που με βασανίζει με τη ζέστη, τη ζέστη που ξόρκιζε ζητώντας πάντα στο μικρό καφενείο το απόγευμα μια βανίλια υποβρύχιο, με παγωμένο κρύσταλλο νερό, και ναι αυτό έχει μείνει, αντί για το όνομα η γεύση, η μυρωδιά, το στόμα σου δροσερό που μου πρόσφερε φιλί βανίλια, για αυτό και τώρα θα διώξω την πίκρα με ένα υποβρύχιο και ας μη σε θυμάμαι πια, κι ας μην έχω το όνομά σου, φτάνει που έχω την γεύση σου ακόμα και που θα την έχω όσο κι αν ξεθωριάζεις σε αυτή τη ζεστή πόλη το καλοκαίρι των επώδυνων ώριμων χρόνων μας.