Το ύπουλο σκοτάδι — και η λάμψη

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Το ύπουλο σκοτάδι — και η λάμψη

Όταν μετά το θάνατο κάποιου συγγραφέα εμφανίζεται στην αγορά ένα καινούργιο του βιβλίο, το κοιτάω με τεράστια επιφύλαξη. Όσο κι αν αγάπησα το έργο του όσο ζούσε, δεν μπορώ να μη σκεφτώ πως, για να μην είχε εκδοθεί στην ώρα του, πάει να πει πως ο ίδιος δεν θεωρούσε το κείμενο ώριμο για να το μοιραστεί με τους αναγνώστες του. Κι έχω αρκετά παραδείγματα όπου, διαβάζοντας το κάθε φορά στερνοπούλι ενός συγγραφέα, απογοητεύομαι.

Το βιβλίο με κείμενα της Διδώς Σωτηρίου που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος λίγο πριν μας αποχαιρετήσει το 2018 είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Παρότι στο οπισθόφυλλο αναφέρεται πως πρόκειται για «σημειώσεις της συγγραφέως τις οποίες σκόπευε κάποτε να επεξεργαστεί, ελπίζοντας πάντα ότι τα γηρατειά δεν θα την πρόδιναν», πράγμα που ενίσχυσε τις επιφυλάξεις μου, ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είχα αλλάξει γνώμη.

Δεν πρόκειται για ένα ξεχασμένο ή μισοτελειωμένο μυθιστόρημα. Δεν πρόκειται για διηγήματα της μεγάλης συγγραφέως. Είναι ακριβώς όπως το έθεσε ο ανεψιός της Νίκος Μπελογιάννης και όσοι συνεργάστηκαν γι’ αυτή την έκδοση: είναι αναμνήσεις, είναι συναισθήματα, είναι σκέψεις της γυναίκας που μας δίδαξε ιστορία.

Όπως αναφέρεται και στον Πρόλογο, τα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στο μικρό τεύχος είναι κάποια αποσπάσματα από το εξαιρετικά σημαντικό και ιδιαίτερα μεγάλο σε έκταση αρχείο της, το οποίο διατηρείται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Κείμενα που ταξινομούνται σε δύο διαφορετικές περιόδους («παιδική και νεανική» και «ένατη δεκαετία») και συμπληρώνονται με κάποιες σκέψεις της συγγραφέως, αλλά και από ένα άλλο, άγνωστο για τους πολλούς αναγνώστες έργο της· κάποια μικρά ποιήματα. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την παράθεση μαυρόασπρου φωτογραφικού υλικού από τη ζωή της.

Αναμνήσεις, λοιπόν, καταρχάς, από τα χρόνια στο Αϊδίνι και τη Σμύρνη, αυτή τη φορά γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, με τον ίδιο όμως παραστατικό τρόπο που γνωρίσαμε στα λογοτεχνικά της έργα. Στοιχεία βιογραφικά που αφορούν ολόκληρη την οικογένειά της· το σοφό παππού Γεωργίου Παππά, καθηγητή στη Μεγάλη του Γένους σχολή της Κωνσταντινούπολης, που της μεταλαμπάδευσε την αγάπη για τα βιβλία· την πάντα ερωτευμένη μαζί του γιαγιά Ερηνάκη «που ήταν μεγάλη παραμυθού» και που της μίλαγε γι’ αυτόν· τον έμπορα πατέρα της, την πανέμορφη μάνα, τα τρία της αδέλφια, τον άλλο παππού, τον Ροδίτη, παπά σε κάποιο χωριό, που η απέχθειά του για τις γάτες πολύ στενοχωρούσε τη μικρούλα Διδώ.

Δεν θα βρούμε στοιχεία που αναφέρονται στο μεγάλο φευγιό από τη Σμύρνη. Ίσως γιατί κρίνει πως ό,τι είχε να πει μας το έχει δώσει στα βιβλία της. Θα πει όμως αρκετά για την αγάπη της για τη λογοτεχνία. Σε κάποιο σημείο αναφέρει:

Οι θείοι μου, όσο μου στερούσαν τις σπουδές με διάφορα προσχήματα και προσπαθούσαν να με μεταβάλουν σε χαϊδεμένο σκυλάκι του σαλονιού ή σε μικροαστούλα σωστή κοκκινοσκουφούλα, χαρωπή, με τα γαλλικά μου και το πιάνο μου, κοκέτα ώς και κοσμική που συνέχεια ψάχνει για τον νυμφίο, όσο λοιπόν προσπαθούσαν να μου δώσουν αυτό το στιλ, τόσο εγώ ριχνόμουν στα βιβλία, στη λατρεία της τέχνης — μουσική κλασική, ζωγραφική, αρχαιολογία.

Αναφέρει τα χρόνια της πρώτης προσωπικής της επανάστασης, όταν τόλμησε να εγκαταλείψει το σπίτι των θείων που τη μεγάλωναν, για να πάει για σπουδές στο Παρίσι. Για τον άντρα που επέλεξε για σύζυγο, τον Πλάτωνα Σωτηρίου, θα γράψει πως πρόκειται για τον πιο πλούσιο ψυχικά άνθρωπο και πιο οικονομικά φτωχό, μαζί με τον οποίο θα μοιραστεί πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του.

Σε έντεκα μικρά κείμενα που γράφει στα χρόνια μεγάλων ανατροπών, από το 1988 μέχρι το 1994, παραθέτει τις σκέψεις της, το άγχος της, αλλά και την πίκρα της για τις πολιτικές εξελίξεις τόσο στον τόπο μας, όσο και στις ανατολικές χώρες. Ο σχολιασμός της καταγράφει τα συναισθήματα μιας βαθιά πληγωμένης Αριστεράς. Σημειώνει:

Ο εικοστός αιώνας, φύλλο και φτερό… Θαρρείς άνοιξ’ η γης και τον κατάπιε. Ρημάχτηκε η ιστορία του. Όνειρα, ιδανικά, ανύπαρκτα… Δεν έχεις με ποιον να κουβεντιάσεις. Σε αποφεύγουν γιατί εσύ επιμένεις να στέκεις στην ανεμοδαρμένη κορυφή κρατώντας μια μικρή σημαιούλα ελπίδας.

Στο τμήμα που τιτλοφορείται «Στην ένατη δεκαετία» τα κείμενα προσωπικά με συγκλονίζουν. Ίσως γιατί πρόσφατα πέρασα τη διαχωριστική γραμμή πέρα από την οποία ξεκινάνε τα πολύ ώριμα χρόνια. Ίσως γιατί μέσα από αυτά τα κείμενα συναντούμε την αγωνία της συγγραφέως για το τι θα προλάβει ακόμα να γράψει στα χρόνια που της απομένουν, τον φόβο της «όχι για το θάνατο. […] Ο πανικός είναι αλλού… Είναι στο σκοτάδι που έρχεται ύπουλα, διεκδικητικά, αδυσώπητα».

Αναπολεί τα χρόνια που έφυγαν, τα χρόνια που…

…λεηλάτησαν άνθρωποι και γεγονότα, και [που] συμπλήρωσε το κακό η ανεμελιά, η ακαταστασία, […] η τρομοκρατία, όπου και μόνος σου πολτοποιούσες ή μοίραζες δεξιά κι αριστερά τα γραφτά σου, και δεν τα ξανάβρισκες. Πολύτιμα αρχεία σου, που έτσι πήγαν χαμένα σε κρυψώνες ξένες… Μια τραγωδία που λίγοι συγγραφείς τη γεύτηκαν τόσο όσο εγώ.

Τρομάζει στον φόβο των γερατειών και των όσων τής στερούν:

Αν τουλάχιστον έβρισκα εκείνες τις χρυσοφόρες πηγές λέξεων, να εκφραστώ όπως παλιά. Αυτές, μόλις απλώσω διψασμένη το ποτήρι μου, εξαφανίζονται.

Σ’ αυτά τα κείμενα όμως θα διακρίνουμε τη σεμνότητα του χαρακτήρα της με μονολόγους όπως:

Πρόσεξε μην πέσεις στην παγίδα της ματαιοδοξίας, να φορτωθείς τίτλους-εφιάλτες [όπως π.χ. του επώνυμου, του διάσημου, του μεγάλου] δίχως αντίκρισμα.

Συναντάμε τη σοφία των ογδόντα χρόνων, όπου μονολογώντας πάλι θα γράψει:

Αν μπορείς, πρόφερε λόγια εύκολα που δε γερνούν. Κι αποχαιρέτα τα άλλα που ’χασες με διακριτική αξιοπρέπεια και ταπεινότητα, δίχως φούμαρα, κομπασμούς, πόζες. Ο στερνός τίτλος σου ας είναι: Έχε γεια, ζωή, σ’ ευχαριστώ για τα όσα δώρα μού πρόσφερες.

Σκέψεις αναφορικά με την έντονη ιστορία του τόπου μας στα χρόνια που έζησε, αλλά και την αγωνία για το τι κληροδοτούμε στη νέα γενιά που έρχεται καταγράφονται τόσο σε σύντομα κείμενα, όσο και στα ποιήματα που συμπληρώνουν την έκδοση.

Ο εξαιρετικά ταιριαστός τίτλος «Ανασκαφές» εμφανίζεται στο εξώφυλλο με τον γραφικό χαρακτήρα της ίδιας της Διδώς Σωτηρίου, έτσι όπως τον είχε γράψει στο εξώφυλλο ενός από τα σημειωματάρια που διατηρούσε, «σαν να ήθελε να μας αφήσει και το εξώφυλλο, αν ποτέ όλα αυτά εκδίδονταν σε βιβλίο», όπως αναφέρει ο Νίκος Μπελογιάννης. Σ’ ένα ομότιτλο κείμενό της από το 1989, λέει:

Ο συγγραφέας σκάβει μέσα του ν’ ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς από το παρελθόν, μαρτυρίες ατομικές, ιστορικές, κάποιων άλλων εποχών, συνέχειες μιας ιστορίας, αγάλματα που μιλούν, σκελετούς που αποκτούν ξανά τη σάρκα και τα μάτια τους, το νου και τη λαλιά τους… Τώρα που και η δική μου πορεία ανάμεσα στους ζωντανούς βαδίζει προς το τέλος… να προλάβω να πω κάτι.

Από όποια σκοπιά κι αν δούμε το έργο της, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε πως η Διδώ Σωτηρίου πρόλαβε να μας πει μόνο σημαντικά πράγματα — κι ας μας πονάνε την ψυχή, όσα χρόνια κι αν περάσουν.