Ζέστη στην πόλη

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Ζέστη στην πόλη

Είναι νωρίς το πρωί κι όμως το θερμόμετρο του αυτοκινήτου δείχνει κιόλας 30 βαθμούς. Ο ουρανός έχει το χρώμα της ζέστης, εκείνο το περίεργο λευκό, οι πεζοί κυκλοφορούν φορώντας καπέλα και κρατώντας ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι, άλλοι ξαποσταίνουν όπου βρίσκουν σκιά — κι άλλοι αναζητούν κλιματιζόμενο ταξί.

Μητροπόλεως. Μεγάλη κίνηση (μεγάλη ακινησία είναι το σωστό), λεωφορεία, μηχανάκια, τουρίστες που θέλουν να φωτογραφηθούν στη μέση του δρόμου, κορναρίσματα. Κάθιδρος κύριος τρέχει και μου γνέφει να σταματήσω. Κάθεται στο πίσω κάθισμα:

«Καλημέρα. Παράδεισος».

Μια χαρά, σκέφτομαι, καθόλου κακό το Μαρούσι τέτοια ώρα, να φύγω κι από τον χαμό που επικρατεί μέσα στο κέντρο. Η διαδρομή συνεχίζεται, ο κύριος μιλά στο τηλέφωνο και σχολιάζει την υψηλή θερμοκρασία και πόσο τον δυσκόλεψε στις δουλειές του. Κλείνει το τηλέφωνο κι απευθύνεται σε μένα:

«Δεν σας είπα καν που πάμε, χάζεψα από τη ζέστη».

«Μου είπατε, Παράδεισο».

Ο κύριος ξεσπά σε γέλια τρανταχτά:

«Παράδεισος εννοούσα ότι είναι εδώ, μέσα στο ταξί, δεν είναι ο προορισμός μου!»

Γελώ κι εγώ με την παρεξήγηση και μαθαίνω, επιτέλους, τον σωστό προορισμό — ευτυχώς, γιατί καμία σχέση δεν είχε με το Μαρούσι, κι αν αργούσα να τον μάθω κι άλλο, θα γερνούσαμε μαζί με τον κύριο εγκλωβισμένοι σε κάποιο ζεστό δρομάκι του κέντρου προσπαθώντας να διορθώσω τη διαδρομή.

 

Είναι πια μεσημέρι, η θερμοκρασία είναι πιο μεγάλη κι από εμένα, κατεβαίνω τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας απλώς αφήνοντας το φρένο, κι όσο είμαι σταματημένη σε κάποιο φανάρι, η πόρτα του συνοδηγού ανοίγει και κύριος που μετά βίας ψελλίζει τον προορισμό του από την εξάντληση κάθεται δίπλα μου. Μετά από λίγα μέτρα (πού να πάμε, άλλωστε, κοντεύουν να μας προσπεράσουν και οι κάδοι της ανακύκλωσης), μια δυσάρεστη μυρωδιά απλώνεται στον χώρο. Με έκπληξη και απορία στο βλέμμα, και ξεροβήχοντας, ανοίγω ελάχιστα το παράθυρο. Ο επιβάτης καταλαβαίνει ότι έχω καταλάβει πως θεώρησε ότι ένα κλιματιζόμενο αυτοκίνητο είναι ο κατάλληλος χώρος να ελαφρώσει κάποιος το γαστρεντερικό του και με άνετο στιλ κατεβάζει το παράθυρό του και μου λέει:

«Έχετε δίκιο, δεν κάνει τόση ζέστη τελικά, ας ανοίξουμε τα παράθυρα».

«Ε, ναι, δεν έχουν λιώσει ακόμη τα πεζοδρόμια, τι το θέλουμε το κλιματιστικό, ας χαρούμε λίγο τον λίβα».

Ο κύριος κατεβαίνει λίγο παρακάτω, εγώ μουρμουρίζω όσες βρισιές έχω πρόχειρες κι αποφασίζω ότι είναι μια καλή ώρα να κάνω ένα διάλειμμα κάπου σχετικά ήσυχα και δροσερά. Οι πρόποδες του Υμηττού είναι πραγματική όαση μια ημέρα σαν κι αυτή. Το καφενεδάκι που υπάρχει εκεί έχει παγωμένη λεμονάδα και τραπέζια μέσα στο δάσος. Μου χαρίζω μισή ώρα στην ησυχία μαζί με το βιβλίο μου και επιστρέφω στους δρόμους.

 

Η εφαρμογή με καλεί κάπου ψηλά στον Βύρωνα. Φτάνοντας, βλέπω τρεις ηλικιωμένες καλοντυμένες κυρίες. Δίπλα μου κάθεται η ευγενική και ομιλητική, πίσω της μια μακρινή ξαδέρφη της μητριάς της Χιονάτης και δίπλα της η τρίτη κυρία, η οποία ούτε που ακούστηκε σε όλη τη διαδρομή.

«Αχ, τι καλά, έχετε κλιματιστικό, δεν θα χαλάσει και το μαλλί μας», λέει γελώντας η κυρία που κάθεται δίπλα μου.

«Εγώ δεν το θέλω το κλιματιστικό, θα ανοίξω το παράθυρο», πετάγεται η ξαδέρφη.

Η κυρία που κάθεται μπροστά είναι χαρούμενη, πηγαίνουν για διασκέδαση, μου εξιστορεί διάφορα, με καθοδηγεί προς τον προορισμό μας.

«Θα κρυώσεις με τον κλιματισμό, να τον κλείσουμε, δεν τον θέλω», ακούγεται πάλι το σερμπέτι από πίσω και συνεχίζει απαριθμώντας όλα τα κακά που έχουν βρει φίλους, συγγενείς και γνωστούς της από τον σατανικό κλιματισμό.

«Κλείστε τον, να χαρείτε», λέει η συνοδηγός μου, «δεν μπορώ να την ακούω».

Συμφωνώ —καλύτερα στα καζάνια της Κόλασης παρά η γκρίνια της κυρίας— κι ανοίγω τα παράθυρα.

«Ποπό, τρέχει ο ιδρώτας, δεν ανοίγετε λίγο το κλιματιστικό, δεν είπαμε να σκάσουμε κιόλας, εσείς το παρακάνατε!» Το κατάλαβες: είναι η γνωστή φωνή από πίσω.

Έτοιμη είμαι να της απαντήσω ότι πράγματι κάποιος το έχει παρακάνει μέσα σε αυτό το αυτοκίνητο και δεν είμαι εγώ αυτή, αλλά ανοίγω και πάλι τον κλιματισμό, χωρίς να κλείσω τα παράθυρα, μπας και κλείσει το στόμα της η κυρία.

 

Ο ήλιος έχει δύσει σχεδόν, η πόλη προσπαθεί να συνέλθει από το λιοπύρι, οι κεντρικοί δρόμοι αδειάζουν. Ανοίγω τα παράθυρα, ένα κάπως ζεστό αλλά ευχάριστο αεράκι μπαίνει στο αυτοκίνητο, η μουσική ακούγεται δυνατά, οι μυρωδιές του δάσους είναι έντονες οδηγώντας στον περιφερειακό του Υμηττού.

Τέλος. Ώρα για σπιτική δροσιά.