Το ζωντανό απολίθωμα

C
Έλενα Χουσνή

Το ζωντανό απολίθωμα

Το βιβλίο αυτό, πρώτο του Γιάννη Μανέτα, είναι ένα campus novel, ένα πανεπιστημιακό μυθιστόρημα, είδος που δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στη χώρα μας. Έτσι, έχει αυτομάτως ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το μυθιστόρημα, με πρόσχημα την ιστορία ενός καθηγητή, του Φώτη Καραδήμου, μιλά για την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία 50 χρόνια στα ελληνικά πανεπιστήμια, από την πτώση της χούντας μέχρι και σήμερα. Αν και ο συγγραφέας σπεύδει να διευκρινίσει ότι όλα τα γεγονότα και τα πρόσωπα είναι φανταστικά, όσοι έχουν περάσει από τον πανεπιστημιακό χώρο σίγουρα θα αναγνωρίσουν, αν όχι συγκεκριμένα πρόσωπα —διαφορετικά για τον καθένα—, σίγουρα πολύ οικείες νοοτροπίες, εικόνες και καταστάσεις. Ακόμη, τοποθετώντας τον κεντρικό του ήρωα σε δύο συνθήκες, αυτή της ακαδημαϊκής-ερευνητικής δουλειάς στο εξωτερικό και της αντίστοιχης στην Ελλάδα, συγκρίνει τις δύο ανόμοιες καταστάσεις, επιμένοντας στο δημιουργικό κομμάτι της ακαδημαϊκής πορείας και τις προϋποθέσεις που μπορούν να το ενισχύουν ή να το εξαφανίσουν.

Από την αποτύπωση δεν γλιτώνει κανείς. Πρυτάνεις που είναι κομματικά φερέφωνα, καθηγητές που ξεπουλιούνται για να πάρουν χρηματοδοτήσεις για ερευνητικά προγράμματα, φράξιες για να προωθούνται οι ημέτεροι σε ακαδημαϊκές θέσεις, πανεπιστήμια κλειστά από μια μειοψηφία, αθέμιτες συμμαχίες μεταξύ συνδικαλιστών και ακαδημαϊκού προσωπικού, αδιάφοροι φοιτητές, αίθουσες άδειες, νέοι άνθρωποι, αγενείς και χωρίς όραμα, καταλήψεις χωρίς νομιμοποίηση από την πλειοψηφία, κτίρια που καταστρέφονται ή γίνονται έρμαια στις έωλες αποφάσεις οργάνων, απουσία πραγματικού διαλόγου για τα θέματα της παιδείας και άλλα, και άλλα. Όλη η ατζέντα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, που συνεχώς γίνεται αλλά ποτέ δεν γίνεται στη χώρα μας, παρελαύνει μέσα από τα επεισόδια της «επεισοδιακής» επανόδου του καθηγητή Καραδήμου στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ίσως και μόνη αυτή η παράγραφος να περιγράφει με κάθε ζοφερό χαρακτηριστικό την κατάσταση:

Και την απογοήτευσή του όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μετά 25 χρόνια και κατάλαβε ότι η φοιτητική συμμετοχή χειραγωγήθηκε από τα κόμματα και τους καιροσκόπους, ότι η μεγάλη  μάζα των φοιτητών αδιαφορούσε για το ποιος είναι πρύτανης ή πρόεδρος, αρκεί αυτός να τους κάνει τα χατίρια, να φροντίσει να μη θίγονται τα κεκτημένα. Όπου τα κεκτημένα ήταν οι άδειες σχεδόν αίθουσες διδασκαλίας, οι παρατεταμένες καταλήψεις για ψύλλου πήδημα, η έλλειψη ανταμοιβής σε όποιον έκανε καλά τη δουλειά του και συνεπειών για όποιον δεν την έκανε, τα κουτσουρεμένα εξάμηνα και οι μακρές εξεταστικές περίοδοι, το πενταράκι ως πάγιο όνειρο της μεγάλης μάζας των φοιτητών, οι μάχες, στην κυριολεξία, καμιά φορά και με τραυματίες και ξύλο μεταξύ των φοιτητικών παρατάξεων για το ποιος θα αποκτήσει την κυριότητα των τοίχων, να στριμώξει όσο περισσότερες αφίσες μπορεί, το κλείσιμο τελικά στο καβούκι τους και στο εργαστήριό τους όσων φωνών, καθηγητών και φοιτητών, θεωρούσαν ότι τα πράγματα δεν  θα έπρεπε να είναι έτσι.

Ο συγγραφέας ψέγει και την αγοραία εκποίηση του ερευνητικού έργου. Το πώς η έρευνα γίνεται, από ακαδημαϊκή και επιστημονική διαδικασία χάριν της γνώσης, κομμάτι της αγοράς, αφού χρηματοδοτείται μόνο ό,τι οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα εμπορικά αξιοποιήσιμο:

Σου ζητούν στα γρήγορα να βρεις κάτι που θα τους αποδώσει κέρδος, και αν αυτό δεν προκύψει σε αποχαιρετούν. Ευγενικά και διακριτικά, όπως αρμόζει στη γνήσια ευρωπαϊκή παράδοση, σε πετούν έξω από το σύστημα δίνοντάς σου την ελευθερία να κόψεις το λαιμό σου όπως νομίζεις. Και φαντάζομαι ότι καταλαβαίνεις την απέχθειά μου για την έρευνα που κατευθύνεται από το κέρδος.

Ή σε άλλο σημείο του βιβλίου:

Ακόμα και σε επίπεδο συμβολισμών, το σύστημα πίεζε για ποσοτική μεγέθυνση, «Publish or perish» έλεγαν, κάτι σαν «δημοσιεύω άρα υπάρχω». Και προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιστημονική επιβίωση, πολλοί άρχισαν να μαγειρεύουν τα αποτελέσματα. Και ξέρεις καλά ότι ένας έμπειρος επιστήμονας είναι αυτός που μπορεί κάπως να ψυλλιαστεί ποιο πειραματικό αποτέλεσμα είναι το πιθανότερο, και εφόσον ξεπεράσει τα ηθικά διλήμματα, εύκολα μετατρέπεται σε επιτυχημένο απατεώνα.

Παρ’ όλα αυτά, ο καθηγητής Φώτης Καραδήμος δεν διαφωνεί με την αντίδραση των νέων ανθρώπων. Τους ζητά να δώσουν ένα κινηματικό και ουσιαστικό νόημα στην «εξέγερσή» τους. Να γίνουν κοινωνοί ενός ουσιαστικού διαλόγου και να πάψουν να είναι ταμπουρωμένοι πίσω από «τραπεζάκια» όπου αυτοχρίζονται φύλακες-άγγελοι των πρωτοετών, στην πραγματικότητα «ενοικιαστές» της ψήφου τους και άρα της άποψής τους.

Παρά τα μύρια όσα καταγράφει ο συγγραφέας, το βιβλίο —από το βιβλίο μάλιστα δεν λείπει και το υποδόριο χιούμορ, ειδικά στους διαλόγους— δεν είναι απαισιόδοξο, αφού αφήνει χώρο και ελπίδα σε όσους δεν βολεύονται με το σύστημα, σε όσους δεν είναι διατεθειμένοι να παίξουν σε στημένα παιχνίδια, σε όσους τα καταφέρνουν, έστω και με ψυχικό κόπο, να παραμείνουν η «χρυσή εφεδρεία».

Ο Γιάννης Μανέτας, ακαδημαϊκός και ο ίδιος, παρά τη ζοφερή πραγματικότητα που περιγράφει, επιμένει στη διατύπωση μιας καταφατικής πρότασης. Ότι το πανεπιστήμιο, παρά τις παθογένειες, φυσικές και φτιαχτές, παραμένει πάντα χώρος γνώσης, ελευθερίας, διαλόγου.

ΥΓ. Το ginkgo biloba του τίτλου είναι ένα δέντρο. Ο ήρωας σε μια πολύ συγκινητική σκηνή θα το αγκαλιάσει σε ένα πάρκο στη Σουηδία. Στην πραγματικότητα όμως θα αγκαλιάσει τον καθηγητή του Αβραμέα που τον βοηθά να ξεφύγει από τη χουντική Ασφάλεια. Η συμβολική χρήση του ginkgo biloba, που είναι ένα «ζωντανό απολίθωμα», υποδηλώνει, ίσως, ότι κάποιοι παρά τις αντιξοότητες συνεχίζουν να προσπαθούν.