Ζοζέ Σαραμάγκου, «Ο Άνθρωπος Αντίγραφο»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Ζοζέ Σαραμάγκου, «Ο Άνθρωπος Αντίγραφο»

Πότε και πώς ξέρει ο μέσος αναγνώστης ότι κατανόησε επαρκώς τον συγγραφέα ενός βιβλίου; Αρκεί ένα βιβλίο, ή πρέπει —τι από τα δύο: αρκεί ή πρέπει;— να τα διαβάσει όλα; Ή άραγε τα κατά μέσο όρο πιο διαβασμένα είναι ικανά να τον φωτίσουν; Γιατί θυμάται πιο εύκολα όποιο πλησίασε/γνώρισε πολλαπλά σαν βιβλίο, μα και παράγωγα καλλιτεχνικά έργα, ταινίες κατά κύριο λόγο; Σε τι, ανάμνηση συναισθήματος, γνώση ή και τα δυο, εξελίσσεται εντός του η πρόσληψη του περιεχομένου του όταν αυτό έχει γίνει, ελέω τέχνης, ένα διαφορετικής μορφής έργο, μία μορφή —ας το παραδεχτούμε, αν και εμείς εδώ δεν θα ψάξουμε το γιατί— πιο δημοφιλής από το ίδιο; Πώς ο αναγνώστης, ο θεατής, ο ακροατής, με μια λέξη: ο αποδέκτης του έργου, αποτυπώνει την καλύτερη, και βάσει ποιου κριτηρίου και ποιας συγκυρίας προτιμά ως τέτοια τη μια ή την άλλη μορφή; Έχουν ή όχι στην εκδοτική και κινηματογραφική πλημμυρίδα των καιρών μας νόημα όλα αυτά; Με τις απώλειες κατά τη μεταφορά από τη μια μορφή στην άλλη, και παράλληλα με την ανάπτυξη και τον περιορισμό της ελευθερίας του αναγνώστη τι γίνεται; Στενεύει ή διευρύνεται η έμπνευση για νέα θέματα; Υπάρχουν άραγε νέα θέματα; Μήπως εμείς οι λάτρεις του βιβλίου πρέπει να πούμε πάλι καλά που το σινεμά αντλεί από τη λογοτεχνία, γιατί και λίγους επιπλέον αναγνώστες να της φέρει, έτσι, αυτό αποβαίνει προς γενικότερο όφελός της; Ισχύει κάτι τέτοιο σε κλίμακα που να δικαιολογεί τα ρίσκα που ενέχει μία νέα μα όχι παρθενική αποτύπωση της ήδη εκφρασμένης μέσω της λογοτεχνίας ιδέας; Υπάρχει πράγματι ένα σημαντικό αναγνωστικό όφελος; Εντέλει, δεν είναι απλά σοφότερο και πολύ πιο δημοκρατικό το να δεχτούμε —και να τελειώνουμε μ’ αυτά τα διλήμματα— το βιβλίο ως αυτόνομο έργο τέχνης, τον κινηματογράφο ομοίως, το θέατρο επίσης, και ούτω καθεξής, κι ας είναι πηγή άντλησης υλικού μόνο το ένα εξ αυτών, επειδή η τέχνη του λόγου έτσι κι αλλιώς προηγείται;  Θεωρητικά τάσσομαι υπέρ της τελευταίας επιλογής/θέσης. Μάλιστα, νόμιζα πως είχα καταφέρει να δέχομαι και στην πράξη, να ξεχωρίζω σαν εντελώς διαφορετικό καλλιτεχνικό έργο, το βιβλίο από το παράγωγό του, την ταινία ή το θεατρικό που βασίζεται ή γεννιέται από αυτό, ως καλόδεχτο στάδιο εξέλιξης και διάδοσής του.  Έχω ακόμα κατά νου αξιόλογα βιβλία, αισθηματικά και ιστορικά μυθιστορήματα κυρίως, που τα βοήθησε πολύ η μεταφορά στο σινεμά, επειδή τους πρόσθεσε χρώμα και ήχο και τελικά ανέδειξε τα καλά στοιχεία που πράγματι είχαν, και επιπλέον έτσι στράφηκε το ευρύ κοινό στο βιβλίο αυτό καθαυτό και στον συγγραφέα, είδε την όμορφη διαφορά βιβλίου-ταινίας, και όλο αυτό το πάρε-δώσε μόνο σε κακό δεν βγήκε, καθώς όξυνε την αντίληψη και πριμοδότησε τις λογοτεχνικές του διαθέσεις, θέλησε δηλαδή πολύς κόσμος να αρχίσει να διαβάζει ή να διαβάζει περισσότερο, το έκανε, ένιωσε την ξεχωριστή γοητεία της ανάγνωσης και πήγε ένα βήμα παραπέρα. Ξέρω ανθρώπους που έγιναν αναγνώστες βλέποντας απλοϊκές ταινίες ή μέτριες τηλεοπτικές σειρές που όμως βασίζονταν σε έξοχα βιβλία. Από την άλλη, βέβαια, είναι επίσης γεγονός ότι συχνά τα κλασικά λογοτεχνικά έργα τα τσακίζει η μετατροπή τους σε ταινία, σειρά, θεατρική παράσταση. Ο αποδέκτης βολεύεται θεωρώντας ότι εκείνο που ο τάδε και ο δείνα σκηνοθέτης μεταποίησε, χρησιμοποίησε, εμπνεύστηκε με τις καλύτερες των προθέσεων από αυτό, είναι ο Ντοστογιέφσκι, π.χ., ο Ουγκό, ο Ντίκενς, ο Γκέτε, ο Α και ο Β μεγάλος (οι Παπαδιαμάντης και Βιζυηνός είναι τρανό παράδειγμα από τα καθ’ ημάς πολυδιασκευασμένα), και δεν μπαίνει στην διαδικασία να διαβάσει τους ίδιους, να εξασκήσει τη δική του, την αναγνωστική εν προκειμένω διεισδυτικότητα, άρα αποκτά μια πρόχειρη ή, ακόμα χειρότερα, διαστρεβλωμένη αντίληψη για το έργο τους.

Τα παραπάνω τα σκεφτόμουν (για πολλοστή φορά, μα δίχως τώρα να μέμφομαι τη ρήση ο σκοπός αγιάζει τα μέσα) και κατά την ανάγνωση του αριστουργηματικού βιβλίου του Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010), «Ο Άνθρωπος Αντίγραφο», αναλογιζόμενη την υψηλή αισθητική, την υπεροχή σε όλα τα επίπεδα του έξοχου βιβλίου και τη μετριότητα, μπροστά σ’ αυτό, της διόλου κακής ταινίας, κατά τα άλλα —την είχα δει πριν το διαβάσω—, που γύρισε ο Καναδός Denis Villeneuve με τίτλο «Enemy».

Οι νεότεροι καλλιτέχνες πάντα θα ζητούν, βεβαίως να ζητούν και καλά κάνουν και, ναι, ας παίρνουν από τη λάμψη της Λογοτεχνίας — όμως ας κρατήσουμε μικρά καλάθια: δεν παράγεται Τέχνη με συμπαθείς, δευτερογενείς και μάλλον εμπορικής αντίληψης μετριότητες βασισμένες σε βιβλία που είναι εκπληκτικά. Όσο και να θέλω να είμαι πιστή στη θέση που με πολύ κόπο και διά της λογικής διαμόρφωσα, θα προβληματίζομαι όσο καταβροχθίζουμε τα πάντα αμάσητα σαν ένα και το αυτό που εδώ μας καίει: τη Λογοτεχνία, επειδή την ταυτίζουμε με την Απόλαυση/Διασκέδαση. Όταν διαβάζω σχόλια αναγνωστών σαν τα παρακάτω, που είναι διάσπαρτα στο Διαδίκτυο, δεν μπορώ παρά να ανησυχώ επειδή δείχνουν καθαρά πως τα βιβλία είναι εκείνα που ζημιώνονται :

Έχω διαβάσει τον Κάιν του Σαραμάγκου και δεν μπορώ να πω ότι τον απόλαυσα, με κούρασε. Το Περί Τυφλότητας δεν το έχω διαβάσει αλλά ήταν καλύτερο. Είδα την απολαυστική ταινία και αφού ήξερα και από τον Κάιν τις απόψεις του Σαραμάγκου καταλαβαίνω τι είδους συγγραφέας είναι. […] Το φιλμ «Enemy» του Τζίλενχαλ [sic] ήταν μια απολαυστική αλληγορία, πολύ καλύτερο από το βιβλίο του νομπελίστα Ισπανού [δις sic] που έχει στο ενεργητικό του ένα ακόμη συγκλονιστικό βιβλίο για τα κρυφά ευαγγέλια [αλί και τρισαλί και sic στο δόξα πατρί] που σύντομα θα δούμε στην μεγάλη οθόνη.

 

Εργογραφία, και η αντίστοιχη φιλμογραφία

Έργα του Ζοζέ Σαραμάγκου μεταφρασμένα στα ελληνικά (κυρίως από τον Καστανιώτη, σε μετάφραση, συνήθως πάρα πολύ καλή και πάντα από τα πορτογαλικά, της έμπειρης Αθηνάς Ψύλλια):

«Ο Άνθρωπος Αντίγραφο», «Ο Φωταγωγός», «Περί Θανάτου», «Περί Τυφλότητος», «Περί Φωτίσεως», «Κάιν», «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», «Το Τετράδιο», «Το Ταξίδι του Ελέφαντα», «Μικρές Αναμνήσεις», «Το Μεγαλύτερο Λουλούδι του Κόσμου», «Η Σπηλιά», «Η Ιστορία της Άγνωστης Νήσου», «Όλα τα Ονόματα», «Η Πέτρινη Σχεδία», «Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας», «Η Χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις», «Η Σιωπή του Νερού», «Το Τελευταίο Τετράδιο», «Χρονικό του Μοναστηριού».

Ταινίες (σταχυολογημένες από το IMDb):

«Blindness» («Περί Τυφλότητος»), «Enemy» («Ο Άνθρωπος Αντίγραφο» — μια χαρά τα λέει εδώ ο Θ. Κουτσογιαννόπουλος), «José e Pilar» (ντοκιμαντέρ για τον Σαραμάγκου), «The Stone Raft» («Η Πέτρινη Σχεδία»), «Embargo» (από τη συλλογή διηγημάτων του «The Lives of Things»), «A Flor máis Grande do Mundo» (κινουμένων σχεδίων, «Το Μεγαλύτερο Λουλούδι του Κόσμου»), «O Evangelho Segundo Jesus Crist» («Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», ανακοινώθηκε για το 2019).

 

Το μυθιστόρημα

Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο είναι το όνομα του κεντρικού ήρωα του Σαραμάγκου σε ένα από τα σχετικώς τελευταία του μυθιστορήματα (2005). Πρόκειται για ήρωα της σύγχρονης εποχής, γέννημά της, κουβαλητή των προβλημάτων της και πιασμένο καλά στο δόκανο που του κλήρωσε η Κλωθώ δίχως να ρωτήσει τις αδερφές της. Ο Αφόνσο είναι ένας εσωστρεφής, ελαφρά καταθλιπτικός τύπος στα 38 του, χωρισμένος, δίχως παιδιά, που ζει σε ένα πυκνοκατοικημένο αστικό κέντρο και που δουλεύει φιλότιμα και ήσυχα σαν καθηγητής Ιστορίας σε ένα γυμνάσιο, ζώντας την πολυεπίπεδη ρουτίνα του, μοιάζοντας, αν όχι να την αγαπάει, σίγουρα πάντως να μην τον ενοχλεί. Η σχέση του με τη συμπαθητική πλην αχρωμούλα τραπεζοϋπάλληλο Μαρία Ντα Παζ δεν είναι ικανή να τον αποτραβήξει από την τάση του για ρουτίνα και μελαγχολία. Λες και πάει γυρεύοντας να βρει μπελάδες ο Αφόνσο, ενώ δεν είναι διακαώς σινεφίλ, αποφασίζει να δει μια βιντεοταινία που του προτείνει στη διάρκεια μιας κουβέντας (επίμονα, επειδή αναρωτιόμαστε αν εντόπισε κάτι σ’ αυτήν και ο ίδιος;) ο συνάδελφός του των μαθηματικών.  Ο Αφόνσο ενδίδει στον πειρασμό, τη νοικιάζει και ανακαλύπτει παρακολουθώντας την ότι σε ένα ρολάκι εμφανίζεται ο απόλυτος σωσίας του. Σοκάρεται και σύντομα συνειδητοποιεί ότι αυτό που του προκαλεί σοκ, δεν είναι απλώς η ύπαρξη ενός ανθρώπου με τον οποίο μοιάζουν —αυτό θα ήταν κάτι μάλλον συνηθισμένο—, αλλά το ότι είναι πανομοιότυποι, κλώνοι ο ένας του άλλου, αντίγραφα βγαλμένα με αψεγάδιαστο καρμπόν που ζουν στην ίδια πόλη χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ. Ο ηθοποιός είναι ο Αντόνιο Κλάρο, που παίζει με το ψευδώνυμο Ντανιέλ Σάντα-Κλάρα. Είναι παντρεμένος, δεν έχει παιδιά και την ύπαρξη αυτή των δύο πανομοιότυπων τη γνωρίζει άμεσα και η γυναίκα του η Ελένα, από τη στιγμή που ο Αφόνσο κάνει το πρώτο βήμα. Με τα πολλά, κανονίζεται μία συνάντηση εκτός πόλης. Όταν επιτέλους συναντιούνται, η απόλυτη ομοιότητα σοκάρει τώρα και τον ηθοποιό. Στέκονται απέναντι ο ένας στον άλλο σαν σε καθρέφτη και κονσόλα αναπαραγωγής ήχου και βλέπουν και ακούν ο ένας στον άλλο τον εαυτό τους. Η μόνη διαφορά που εντοπίζουν όταν συγκρίνουν και τα λεγόμενα τυπικά στοιχεία, ταυτότητες κλπ., είναι πως ο ηθοποιός έχει γεννηθεί κάμποσα λεπτά, 31 για την ακρίβεια, νωρίτερα από τον καθηγητή.

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το α΄ μέρος της μυθοπλασίας, που καταλαμβάνει πάνω από το μισό βιβλίο. Το οποίο βιβλίο δεν είναι τυπικά διαιρεμένο σε μέρη και κεφάλαια με τίτλους, αλλά θα ρισκάρω να ισχυριστώ ότι μπορεί κανείς να το σπάσει στα τρία γιατί, από τη χρονική στιγμή που τα αντίγραφα συναντιούνται, μετακυλίεται η προσοχή του αναγνώστη από τον ένα στον άλλο, και, επιτέλους, ο Σαραμάγκου εστιάζει περισσότερο και στον ηθοποιό, στο δε τρίτο και ολιγοσέλιδο τελευταίο μέρος, νοητό πάντα, επέρχεται πανηγυρικά μια συγκλονιστική ανατροπή και η αφήγηση οδηγείται σε τέλος χωρίς τέλος (με ό,τι σημαίνει αυτό).

Ο Σαραμάγκου, με τη γνωστή ιδιότροπη, μακροπερίοδη και χωρίς την τυπική, διδασκόμενη δηλαδή στα σχολεία, στίξη γραφή του, κεντάει ψιλοβελονιά. Με λεπτομερείς περιγραφές για ό,τι θελήσει να μιλήσει, σαρώνει κάθε σπιθαμή της αφήγησης. Ελέγχει τα πάντα, και είναι πάρα πολλά όλα αυτά, και ριγμένα σε αμέτρητα μέτωπα που ο ίδιος, όντας απόλυτος άρχων του λόγου του, ανοίγει, πηγαίνοντας άνετα από ένα θέμα σε άλλο, δημιουργώντας θέματα και διαπλαταίνοντάς τα χωρίς να χάνει στιγμή το μέτρο. Τίποτα δεν αποβαίνει σε βάρος της οικονομίας του λόγου, και η σύνδεση, παρά την πυκνότητα του λόγου, τη συσσώρευση ολοένα και νέων πληροφοριών, τη συνεχή πρόσθεση απόψεων και την κλιμακούμενη ένταση των συναισθημάτων, γίνεται με ομαλό τρόπο. Ο λόγος, επαναλαμβάνουμε, είναι εντυπωσιακά πυκνός, το ύφος σύνθετο και η πειστικότητα του ακατάπαυστα επεμβαίνοντος αφηγητή καθηλώνει χωρίς να τρομοκρατεί τον αναγνώστη.

Ο ευφυής Σαραμάγκου σχολιάζει, ορμά σαν εμπλεκόμενος παρατηρητής και διατυπώνει με εύγλωττη σοφία δεκάδες απόψεις, προβλέπει, ψέγει, σφυροκοπά με σφοδρότητα καταστάσεις, συμπεριφορές και προθέσεις. Συνθέτει αριστοτεχνικούς διαλόγους που λες και φυτρώνουν από το σώμα του κειμένου, δεν το στολίζουν βαλμένοι από έξω, είναι ένα μαζί του και σε καμία περίπτωση δεκανίκι του. Περιγράφει τριτοπρόσωπα, όμως αλλάζει ρότα όποτε το κρίνει απαραίτητο. Δίνει έκταση σε έναν εντός της μυθοπλασίας μικρότερο αρχικά ρόλο, και, πρόθυμα, βήμα σε όλους τους περιφερειακούς ήρωες, για παράδειγμα στη μητέρα του Αφόνσο, βάζοντάς τη σε πολλές σελίδες στη σκέψη του και τελικά σε διάλογο μαζί του. Την έχει αναφέρει ήδη πολλές φορές πριν και με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης αδημονεί να την εντάξει ως πιο ενεργή στον χάρτινο θίασο που αρχίζει να τρέχει —και να μη φτάνει— πάνω στη σκηνή.

Ο αναγνώστης απορεί εξαρχής γιατί άραγε ο εν γένει συνετός και νοήμων Αφόνσο δεν ρωτάει μια και καλή τη μάνα του τι διάολο έχει γίνει, ο Σαραμάγκου όμως δεν χαμπαριάζει, δεν είναι ο μπεστσελεράς που θα δώσει ευκολάκια στον πελάτη τηρώντας τους κανόνες συνταγής παρασκευής εύπεπτου δράματος. Για όλα θα έρθει η σωστή στιγμή εντός της πλοκής. Υπάρχει μαθηματική τάξη και σειρά, κι ας κάνει η άναρχη στίξη, αυτή κυρίως, το κείμενο να μοιάζει με μια πρώτη ματιά μετανεωτερικό. Ο Σαραμάγκου προειδοποιεί: «Εδώ μέσα σ’ έχω, κακομοίρη αναγνώστη, πρώτα θα σε χτυπήσω κάτω σαν χταπόδι, και, να το ξέρεις, θα αναμετράσαι συνεχώς κι εσύ κι αυτοί οι δυο κι όλοι μας με τους πανομοιότυπους άλλους. Κάτσε και σκέψου για τους άλλους (σου), ή μάλλον ξεκίνα να σκέφτεσαι παράλληλα με τη φωτιά στα μπατζάκια του Αφόνσο τη δική σου φωτιά στα δικά σου μπατζάκια, στη δική σου ζωή».

Ο κοινός νους είναι κι αυτός μεγαλοπρεπώς και πανταχού παρών, ίσως έχει τον μεγαλύτερο ρόλο, κονταροχτυπιέται με τον Αφόνσο και σε κάθε περίπτωση παραφυλάει στις ξέχειλες σελίδες και λέει τα δικά του διά πένας Σαραμάγκου (οι συζητητικοί διάλογοι του Αφόνσο με τον Κοινό Νου —την ευφυέστερη προσωποποίηση σ’ αυτό το μυθιστόρημα— όταν επιστρέφει οδηγώντας από τον τόπο συνάντησής του με τον Αντόνιο στην ασφαλή του ρουτίνα είναι εξαιρετικοί, και λίγο λέω, αλληγορικοί, αν έτσι τους θέλουμε εμείς οι αναγνώστες, λογικότατοι και ρεαλιστικοί αν πάλι έτσι τούς προτιμάμε, υπέροχοι όπως και να τους χαρακτηρίσουμε τυπικά), ό,τι δηλαδή βάζει στο στόμα όποιου τον κρίνει ως προσφορότερο αντιπρόσωπό του ανά στιγμή. Οι διάλογοι του αλαλιασμένου Αφόνσο με τον Κοινό Νου είναι μόνοι τους αυτοί ένα ξεχωριστό κείμενο —στα όρια του δοκιμιακού λόγου— μέσα στο μυθιστόρημα.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου και σ’ αυτό του το βιβλίο είναι ο παντογνώστης αφηγητής. Η τεχνική που και εδώ μετέρχεται, δευτεροπρόσωπη εσωτερική, είναι αψεγάδιαστη, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ακόμα μέτρο σύγκρισης, παραμένει αταξινόμητος, εκτός λογοτεχνικών σχολών και ρευμάτων ως μια μεγαλοφυία διαθέσιμη στο ευρύ κοινό, ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας που ρίχνει και ανακατεύει σαν ακάματος πηλοπλάστης στο λεκτικό χαρμάνι χαρακτήρες που με περισσή ευφυία συνέλαβε και έπλασε τον βασικό τους κορμό και που στη συνέχεια άφοβα κομματιάζει, και τους πλάθει από την αρχή, τους κατεβάζει στον Άδη και τους ανυψώνει στα ουράνια, χωρίς να αφήνει τον αναγνώστη από έξω, το αντίθετο, καλώντας τον στο μυθοπλαστικό συμπόσιο — και μάλιστα κρατώντας γι’ αυτόν το καλύτερο φίλεμα: το επιμύθιο.

Η θεωρία της λογοτεχνίας έχει, θαρρώ, πολλή δουλειά ακόμα να κάνει για να βάλει ετικέτα στη γραφή αυτού του σπουδαίου ανθρώπου των καιρών μας, πολλή και κοπιαστική.