Τρεις φορές χαμένος

C
Γιάννης Κοτσιφός

Τρεις φορές χαμένος

ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.Στην Ουρανούπολη είχαμε πάει βασισμένοι στην αξιόπιστη πληροφορία ότι περνάει εκείνη κάποιες μέρες κάθε καλοκαίρι εκεί, δίχως να έχω ιδέα όμως ποιες, έκανα βεβαίως κάποιους υπολογισμούς, ολωσδιόλου αστήριχτους, συγκατένευε ο Ν. για να τελειώνουμε, κλείσαμε δωμάτιο και ξεκινήσαμε με το ΚΤΕΛ, είχα την πρόνοια να ρίξω στην τσάντα τα Ποιήματα του Σεφέρη, αυτή μου φάνηκε η πιο αναγκαία αποσκευή ενόψει τέτοιας συνάντησης, που τη θεωρούσα βεβαιότατη, και όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο πιάσαμε την αριστερή πλευρά του δρόμου και βαδίζαμε αντίστροφα προς την πορεία των αυτοκινήτων, εν μέρει ράθυμοι από τη ζέστη, εν μέρει ανυπόμονοι να αφήσουμε τις τσάντες και να ξεκινήσουμε την αναζήτηση (μα πόση να ’ταν η Ουρανούπολη, κάπου θα την πετυχαίναμε…), και, κάνοντας λίγο στο πλάι για να περάσει ένα άσπρο Πεζό με αποσκευές τακτοποιημένες στη σχάρα, στράφηκα μηχανικά για να κοιτάξω και την είδα να μας χαιρετά από το πίσω κάθισμα με κατάπληκτο βλέμμα. Μιλήσαμε το άλλο πρωί από το τηλέφωνο, είχαν τελειώσει πράγματι μόλις χτες οι διακοπές της, κι εμείς το επόμενο διήμερο το περάσαμε κυρίως στην παραλία, όχι απαραιτήτως γελαστοί όλη την ώρα… Στον ίδιο τόπο, χρόνια αργότερα, βρέθηκα για δεκαπέντε ημέρες «θαλασσίας εκπαίδευσης», παράταιρα μεγάλος για στρατιωτική θητεία, όχι όμως αρκετά ώριμος για να έχω εγκαταλείψει την ανάμνηση της πρώτης επίσκεψης και (πρωτίστως) την ανάμνηση του κινήτρου της, που πλέον ήταν βολική για τον μοναδικό σκοπό που μπορούσε να υπηρετήσει η ματαιότητά της, να γράφω ποιήματα, και όντως αυτό έκανα με ένα ρυθμό αυτοσχέδια πειθαρχημένο: τις μέρες που είχα υπηρεσία δεν έγραφα το παραμικρό, μονάχα διάβαζα μανιωδώς βιβλία του Στίβεν Κινγκ, που αγόραζα στην έναρξη κάθε απογευματινής εξόδου στην Ουρανούπολη, οπότε πάντα έσπευδα να καθίσω σε κάποιο εστιατόριο ή καφέ ολομόναχος για να γράψω πυρετικά, με όρο ότι στην επιστροφή θα κρύψω τα χειρόγραφα δίχως δικαίωμα να τα διορθώσω άλλο, και στην επόμενη έξοδο θα καταπιαστώ με νέα γραψίματα, από το δεύτερο απόγευμα ήδη έψαχνα τίτλους, αριθμούσα τυπογραφικά σε κείνο το απελπισμένα διογκούμενο corpus — ασφαλώς, στο τέλος του δεκαπενθημέρου έριξα όλα τα χειρόγραφα στο καζάνι όπου κάψαμε σκουπίδια. Ακόμη κι αν είχα, ως εκ θαύματος, συναντηθεί αυτή τη φορά με τον «φυσικό αποδέκτη τους», δεν θα τολμούσα να του δώσω τόσο κακότεχνα γραπτά… Η συνάντηση που δυο φορές δεν έγινε στην παραθαλάσσια Ουρανούπολη κατορθώθηκε, έπειτα από καιρό, στην ορεινή Καστοριά, όπου ώριμος και ματαιωμένος έσπευσα ένα καλοκαιρινό απόγευμα, έχοντας ακουμπισμένο στο κάθισμα του συνοδηγού εκείνο το απελπισμένο τεύχος του Τραμ, πρώτο και τελευταίο της δ΄ διαδρομής, που ετοίμασε ο Γιώργος Κάτος το 1996, υπερήφανα ξεγελασμένος από παλιά ανάγκη και αιώνια πίστη, με τέσσερα ποιήματα δικά μου στην ύλη του, πήγαν ωστόσο τα πράγματα στραβά, μια πολύωρη βόλτα γύρω από τη λίμνη δεν χώρεσε παρά λίγες κουβέντες γι’ αυτά, συνέχεια δεν υπήρξε, κι όταν στην επιστροφή χάθηκα έτσι όπως μονάχα οι αγεωγράφητοι μπορούν, βασίζοντας την έσχατη ελπίδα τους αποκλειστικά στον δρόμο που έχουν μπρος τους, όσο περίμενα κάποια ελάχιστη ένδειξη για το προς τα πού οδηγούσα, σκεφτόμουν πως το παιδί που είχε φτάσει ένα μεσημέρι καλοκαιριού στην Ουρανούπολη μάλλον ήξερε πώς όλα αυτά με τα ποιήματα είναι για να γίνονται στα χαμένα.

[ Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2014 στο Εντευκτήριο περισσότερο ως ένα σχήμα δοκιμής τότε, για το ποιο από τα τρία επεισόδια θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε ποίημα ώστε να ενταχθεί στον Πειρασμό της γραφής. Πέρασαν το τρίτο και ένα νήμα του πρώτου. Ανασύρεται ως Κάρτα Επιβίβασης με το πρόσχημα μιας «καλοκαιρινής ιστορίας», όμως όλοι γνωρίζουν ότι οι παλιές ιστορίες για κάποιο λόγο πάντα ξαναδοκιμάζονται. — Φωτογραφία: Χρύσα Νάνου ].