Παρακμή και πολιτισμός

L
Νίκος Δασκαλάκης

Παρακμή και πολιτισμός

Η πρώτη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για μια τεράστια μακέτα, για κάποιου είδους «χωριό Ποτέμκιν», σαν αυτά που έστηνε ο Ρώσος αξιωματούχος Γκριγκόρι Ποτέμκιν προς τα τέλη του 18ου αιώνα στις πεδιάδες της τσαρικής Κριμαίας, μια σειρά από επαναλαμβανόμενα σκηνικά με ψεύτικες προσόψεις σπιτιών στις όχθες των ποταμών που παρίσταναν τις νέες κτήσεις της αυτοκρατορίας, για να τις βλέπει η Μεγάλη Αικατερίνη και να νομίζει ότι η χώρα της ευημερεί.

Η δεύτερη εντύπωση είναι ότι το Κέντρο Πολιτισμού στο Φαληρικό Δέλτα είναι γεγονός, ότι πρόκειται πλέον για μια απτή πραγματικότητα που μπορείς να την αγγίξεις, να σκαρφαλώσεις δίπλα της, να την οσφρανθείς — και να ακούσεις. Στον αέρα μυρίζει φασκόμηλο, μια θαλάσσια αύρα από το τεχνητό κανάλι εξομαλύνει τη ζεστή νυχτερινή ατμόσφαιρα, μελωδίες από δεκάδες μουσικά όργανα σκεπάζουν τον έναστρο ουρανό πάνω από εντυπωσιακά κτίρια του ύστερου μοντερνισμού που ορθώνονται ολοκαίνουργια και σε καλούν να τα εξερευνήσεις, να τα χαρείς, σαν μικρό παιδί σε λούνα-παρκ.

Η τρίτη εντύπωση είναι σκοτεινή, αγχώδης. «Πώς θα συντηρηθούν όλα αυτά σε βάθος χρόνου, ποιος θα φροντίσει τα φυτά για να μην ξεραθούν, ποιος θα καθαρίσει το υδάτινο κανάλι από την αναπόφευκτη ρύπανση, ποιος θα προσέχει το χώρο από βανδαλισμούς;» Οι σκέψεις αυτές καθίστανται κοινές μεταξύ του πλήθους που δείχνει να απολαμβάνει τη νέα ποιότητα ζωής που του προσφέρει ένας οιονεί δημόσιος χώρος, ένα αρχιτεκτονικό δημιούργημα που λάμπει σαν μοναχικό διαμάντι μέσα σε παχιά λάσπη. Τα γειτονικά ολυμπιακά οικοδομήματα, σκοτεινά και μανταλωμένα, δημιουργούν μια δυστοπική εικόνα ενός πιθανού μέλλοντος, δείχνουν τον δρόμο προς μία ακόμη χαμένη ευκαιρία να ζήσουμε σε μία πόλη πιο όμορφη από αυτή που παραλάβαμε, πιο ανθρώπινη, ικανή να σου μεταδώσει τα ερεθίσματα μιας πραγματικής μητρόπολης.

Είναι δύσκολοι καιροί για αισιόδοξους, τώρα που οι βεβαιότητες ολόκληρων γενεών κλονίζονται συθέμελα, καθώς η ανοησία και η χυδαιότητα προχωρούν ακάθεκτες πιασμένες χέρι-χέρι προς ένα μέλλον που θυμίζει τις απαρχές του άγριου και ανασφαλούς προπολεμικού μας παρελθόντος, ενός παρελθόντος που, όσο περισσότερο εξασθενεί σαν ζώσα ιστορική μνήμη, τόσο δείχνει να επανέρχεται σταδιακά, σαν φάντασμα που σπάει την κατάρα που το κρατούσε φυλακισμένο.

Τα σημάδια της πόλης το δείχνουν αυτό, δείχνουν την κόπωση και την αδιαφορία του πλήθους απέναντι σε αυτό που ζούμε και σε αυτό που έρχεται, ενώ οι δυνάμεις της ασχήμιας έχουν εκτραχυνθεί εντελώς, αναζητούν, σαν κακομαθημένα νήπια, τα όρια της αντικοινωνικής συμπεριφοράς τους, θέλουν να μάθουν επιτέλους «μέχρι πού τους παίρνει» — και κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να τους πει, «Ώς εδώ, μπάστα».

Είναι ενδιαφέροντες καιροί, αλλά με την έννοια της γνωστής κινέζικης κατάρας, που σου εύχεται να βιώσεις live τα γεγονότα όπως θα καταγραφούν μετά από δεκαετίες στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας, με bold γραμματοσειρά και με την ένδειξη «SOS» από δίπλα.

Αν υπήρχε μια χρονομηχανή, θα ήθελα να ρίξω μια κλεφτή ματιά σε αυτά τα μελλοντικά εγχειρίδια και να δω τι μας περιμένει, αν θα τα καταφέρουμε να διατηρήσουμε τα διαμάντια που μας έτυχαν, αν θα μεγαλουργήσουμε κόντρα σε κάθε ζοφερή προοπτική ή αν θα πέσουμε όλοι μαζί, εκούσια και ακούσια θύματα της έμφυτης πανανθρώπινης ελπίδας που σε ωθεί να αντιστέκεσαι στην ασχήμια της παρακμής και, όταν αντικρίζεις κάτι όμορφο, να μην επαναπαύεσαι αλλά να πεισμώνεις και σαν ακάματος εργάτης να χτίζεις το πραγματικά Όμορφο, αυτό που δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού.