Αναγνώστης βιογραφιών [ 2 ]
Κοντοτιέρος του 20ού αιώνα. Πρώτη Απριλίου του 1965, ο Ερνέστο Che Γκεβάρα παραιτείται από το αξίωμα του υπουργού Βιομηχανίας της Κούβας, παραιτείται από τον στρατιωτικό βαθμό του Κομαντάντε, παραιτείται από τη θέση του στην Καθοδήγηση του Κόμματος, παραιτείται ακόμη και από την ιδιότητα τού Κουβανού πολίτη και, με δεκατρείς άλλους Κουβανούς εθελοντές (που θα φτάσουν τελικά τους εκατό περίπου), εγκαταλείπει την Αβάνα με προορισμό το Κονγκό και με πρόθεση τη δημιουργία ενός αντάρτικου στρατού σε αφρικανικό έδαφος. «Νιώθω και πάλι κάτω απ’ τα πόδια μου τα πλευρά της Ροσινάνδης», θα γράψει στους γονείς του, «ξαναπαίρνω τους δρόμους με την ασπίδα μου στο χέρι». Όπως είχε κάνει και εννέα χρόνια νωρίτερα, τότε που είχε ξεκινήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με άλλους ογδόντα άνδρες υπό τις διαταγές του Φιντέλ Κάστρο, για την απελευθέρωση της Κούβας από τον δικτάτορα Μπατίστα και όπως ένα χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1966, θα ξεκινούσε, για τη Βολιβία αυτή τη φορά, όπου με καμιά πενηνταριά συμπολεμιστές θέτει ως αρχικό στόχο του τη δημιουργία ενός επαναστατικού μετώπου εκεί και ως τελικό σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, μιας ηπείρου με περισσότερους από τριακόσια εκατομμύρια κατοίκους. «Να θυμάστε πού και πού αυτόν τον ασήμαντο κοντοτιέρο του 20ού αιώνα», θα γράψει στους γονείς του αποχαιρετώντας τους.
Πλάτωνας από την ανάποδη. Αθήνα, οδός Καλύμνου. Ο Μίλτος Σαχτούρης, νεαρός, παραμονές των πτυχιακών του εξετάσεων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ρίχνει στην αναμμένη σόμπα του σπιτιού του όλα τα πανεπιστημιακά του συγγράμματα και τις σημειώσεις του, αποκηρύσσοντας με αυτή του τη χειρονομία κάθε επαγγελματική σταδιοδρομία και εμπιστευόμενος στο εξής την ύπαρξή του μόνο στην ποίηση («Κατάρα με τις εφτά σκιές», θα αναφωνήσει πολύ αργότερα, «πάντα θα γράφω ποιήματα»). Ο Πλάτων, δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια νωρίτερα, παίρνει μια ανάλογη απόφαση, πράττοντας όμως ακριβώς το αντίθετο: καίει άπαντα τα χειρόγραφα των τραγικών του ποιημάτων, προκειμένου να αφοσιωθεί έκτοτε στην αυστηρή επιστήμη.
Ο καθείς και τα όπλα του. Κατά τη διάρκεια της ουγγρικής επανάστασης του 1956, οπότε ένα σωρό επαναστατικές ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν αφήνοντας πίσω τους έναν πικρό απελευθερωτικό λυγμό, ο Ούγγρος φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ένοπλο άνδρα των σοβιετικών δυνάμεων καταστολής, ο οποίος τον διέταξε αυστηρά να παραδώσει αμέσως τα όπλα του. Δίχως να χάσει την ψυχραιμία του, ο Λούκατς βάζει αργά το χέρι στην τσέπη και βγάζει από εκεί το στυλό του, το οποίο και παραδίδει στον Σοβιετικό αξιωματικό.
Το χρέος της μεγαλοφυΐας. Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια τού Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, από τις πλουσιότερες οικογένειες όχι μόνο της Αυστρίας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης εκείνη την εποχή, με έκπληξη και ανησυχία πληροφορείται και παρακολουθεί τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο νεαρός Λούντβιχ (μετά από τέσσερα χρόνια μάχιμης υπηρεσίας στον στρατό της πατρίδας του και ένα χρόνο φυλάκισης στην Ιταλία), προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα του ανήκει πια με καμία μορφή η τεράστια περιουσία του. Αφού λοιπόν αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο επιστροφής της περιουσίας στα χέρια του, γράφεται στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Βιέννης, με την πρόθεση να πάρει πτυχίο για να εργαστεί ως δάσκαλος (όπως και έγινε, λίγο αργότερα), μετακομίζει, από το πατρικό μέγαρο όπου διέμενε έως τότε, σε μία φτηνή πανσιόν, και αρχίζει να εργάζεται ως κηπουρός σε ένα μοναστήρι λίγο έξω από τη Βιέννη. «Από δω που είμαστε πρέπει να πάμε εκεί όπου είναι η Απόφαση», έλεγε ο ίδιος.
Ένα παιδί φανατικό για γράμματα. Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ ολοκλήρωσε το «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση», το βιβλίο που έμελλε να είναι το magnum opus του και ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά έργα όλων των εποχών, το 1818, σε ηλικία τριάντα ετών. Έντεκα χρόνια νωρίτερα, ωστόσο, δεν ήταν παρά ένας τυπικά απαίδευτος έφηβος που μαθήτευε σε έναν έμπορο, προκειμένου να ακολουθήσει, εκών-άκων, τα επαγγελματικά χνάρια του πατέρα του. Η απροσδόκητη αυτοκτονία εκείνου απελευθέρωσε τον νεαρό Άρτουρ, ο οποίος ρίχτηκε αμέσως με τα μούτρα στην απόπειρα να κατακτήσει το σύνολο, αν ήταν δυνατόν, της ανθρώπινης γνώσης. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Βαϊμάρη, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν, όπου παρακολούθησε μαθήματα συνταγματικής ιστορίας, ευρωπαϊκής ιστορίας και ιστορίας των σταυροφοριών, εθνογραφίας, φυσικής, χημείας, μαθηματικών, βοτανολογίας, ορυκτολογίας, φυσικής ιστορίας, φυσιολογίας και συγκριτικής ανατομίας. Παράλληλα, εννοείται, με τις προσωπικές του φιλοσοφικές μελέτες. Ακολούθησε το Βερολίνο. Εκεί παρακολούθησε τις διαλέξεις του Φίχτε στη φιλοσοφία, καθώς και μαθήματα πειραματικής χημείας, μαγνητισμού και ηλεκτρισμού, ορνιθολογίας, αμφιβιολογίας, ιχθυολογίας, μαθήματα για τα κατοικίδια ζώα και για τη σκανδιναβική ποίηση. Επίσης Ιστορία της Φιλοσοφίας από την εποχή του Χριστού από τον Σλάιερμαχερ και τα μαθήματα του Βολφ για τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, για τις «Σάτιρες» του Οράτιου και για τις ελληνικές αρχαιότητες. Και βέβαια συνέχισε τις σπουδές του στη φυσική, την αστρονομία, τη γενική φυσιολογία, τη ζωολογία και τη γεωγραφία. Η βιβλιοθήκη του περιείχε, εκτός των αναμενόμενων άλλων, και διακόσια έργα φυσικών επιστημών σε διάφορες γλώσσες.
Υποταγή στο κόμμα. 2 Νοεμβρίου του 1953, Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Ο Άρης Αλεξάνδρου δικάζεται με την κατηγορία της ανυποταξίας σε καιρό επιστράτευσης και, δίχως καθόλου να διστάσει, απαντά στην ερώτηση του οργισμένου βασιλικού επιτρόπου αν είναι κομουνιστής ή όχι, μονολεκτικά και υπερήφανα, Είμαι, με αναμενόμενο αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε δεκαετή κάθειρξη. Φτάνοντας στις Φυλακές Αβέρωφ, οι κομουνιστές συγκρατούμενοί του τον υποδέχονται ως ηρωικό και ασυμβίβαστο σύντροφό τους, ο ίδιος όμως σπεύδει να δηλώσει πως δεν είναι κομουνιστής, αλλά έκανε εκείνη τη δήλωση μόνο και μόνο επειδή τον ρωτούσε ένας αντικομουνιστής. Αναμενόμενο, κι αυτή τη φορά, αποτέλεσμα να απομονωθεί και να αντιμετωπίζεται εχθρικά από όλους και, βέβαια, η κατηγορία του χαφιεδισμού να πλανιέται στο εξής από πάνω του.
Σεβασμός στην ιδιοκτησία. «Είχε κλέψει αυτοκίνητα μόνο και μόνο για τη χαρά της οδήγησης». Με αυτές τις έντεκα όλες κι όλες λέξεις, και εντελώς παρενθετικά, αναφέρεται ο Κέρουακ σε μια από εκείνες τις θαυμαστές χειρονομίες του φίλου του Νηλ Κάσσαντι, που τον έκαναν να γίνει θρύλος (και πρότυπο) για μια ολόκληρη γενιά νέων Αμερικανών και για πολλές γενιές ακόμη σε όλο τον κόσμο. Ολόκληρη η αλήθεια είναι ότι ο Νηλ ξεκινώντας από δεκατεσσάρων χρονών, το 1940, είχε κλέψει σε διάστημα τεσσάρων χρόνων τουλάχιστον 500 αυτοκίνητα και είχε συλληφθεί από την αστυνομία του Ντένβερ μόνο τρεις φορές (για να οδηγηθεί κάθε φορά στο αναμορφωτήριο). Η μέθοδός του και η πρόθεσή του ήταν να βουτάει όποιο αυτοκίνητο κατάφερνε να βάλει μπρος, να κάνει με αυτό μακρινές βόλτες στα γύρω βουνά, μόνο και μόνο για τη χαρά της οδήγησης και για την απελευθερωτική αίσθηση της φυγής, και, στη συνέχεια, να το εγκαταλείπει για να το βρει ο ιδιοκτήτης του. «Ο Νηλ πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση», έγραψε γι’ αυτόν ο Μπάροουζ. Έτσι ακριβώς.