Αναγνώστης βιογραφιών [4]
Πίστη στο έθνος. Διαπλέοντας ο Λουίς Μπουνιουέλ τον Ατλαντικό Ωκεανό με προορισμό την Ευρώπη του Μεσοπολέμου, βρίσκεται προσκεκλημένος στη γιορτή που δίνεται για τα γενέθλια του κυβερνήτη του υπερωκεανίου. Όταν η ορχήστρα αρχίζει, μετά το καθιερωμένο «Να ζήσεις, καπετάνιο…», να παιανίζει τον αμερικανικό εθνικό ύμνο, οι παριστάμενοι σηκώνονται όρθιοι αποδίδοντας τον οφειλόμενο προς το μεγάλο έθνος σεβασμό. Όχι όλοι ωστόσο: ο Ισπανός υπερρεαλιστής σκηνοθέτης παρέμεινε καθισμένος στη θέση του. Την ώρα μάλιστα που, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο, ακούστηκε και η Μασσαλιώτιδα, ανέβασε τα δυο του πόδια επάνω στο τραπέζι. Ένας αγγλόφωνος νεαρός που του επισήμανε πως η συμπεριφορά του αυτή ήταν αισχρή και ανάρμοστη, έλαβε από τον Μπουνιουέλ την απάντηση πως αισχρότεροι όλων ήταν οι εθνικοί ύμνοι. Ακολούθησε η αναμενόμενη ανταλλαγή ύβρεων και επιχειρημάτων μεταξύ των δύο, προτού ο νεαρός εγκαταλείψει την αίθουσα — για να επιστρέψει όμως λίγη ώρα αργότερα και να ζητήσει συγγνώμη και συμφιλίωση από τον Μπουνιουέλ, ο οποίος αδιάλλακτος του χτύπησε με δύναμη το χέρι.
Τριάντα αντίτυπα εκτός εμπορίου. Στα ογδόντα ένα χρόνια της ζωής του θα εμφανιστεί άλλοτε (ή και ταυτόχρονα) ως Νικήτας Ράντος και Μ. (ή Μανόλης) Σπιέρος και άλλοτε με το πατρικό του Νίκος (ή Νίκης) Καλαμάρης (το οποίο όμως παραδίδεται και ως Καλαμάρας), για να κατασταλάξει τελικά ως Νικόλας (ή Νικόλαος) Κάλας στα ελληνικά του δημοσιεύματα και ως Nicolas Calas στα ξενόγλωσσά του. «Υπερμοντέρνος λόγιος, άκριτος θιασώτης και κακός εφαρμοστής κάθε μοντερνισμού, πλάστης φιλολογικών παραλογισμών, ανεύθυνος και κάποτε διασκεδαστικός, άμορφος σωρός από κακογραμμένες φράσεις, πλούσιος, κεφαλαιοκράτης, τα βάρβαρα, τα κακογραμμένα, τα παρδαλά, τ’ ασυνάρτητα ποιήματα που ξεφουρνίζει είναι τα συμβολικά λουλούδια της γενικής του κακομοιριάς, σερβίρει ρωσική σαλάτα, αμάθεια, έλλειψη γούστου, ανικανότητα, ουροπότιστη αισθητική, ο πιο αχαλίνωτος εκπρόσωπος της νεοελληνικής ποίησης». Χαρακτηρισμοί που ακολούθησαν την έκδοση των πρώτων ποιημάτων του Νικόλαου Κάλας, σε 200 αντίτυπα, τον Οκτώβριο του 1932. Οι επόμενες τέσσερις ποιητικές πλακέτες που τύπωσε ο Κάλας από τον Μάιο του 1933 ώς τον Νοέμβριο του 1936 βγήκαν σε εξήντα (το «Τετράδιο Α΄»), σε πενήντα (το «Τετράδιο Β΄» και το «Τετράδιο Γ΄») και η τελευταία (το «Τετράδιο Δ΄») σε τριάντα μόλις αντίτυπα, όλα εκτός εμπορίου. Οι κριτικοί της εποχής, γνωρίζοντας την αστική καταγωγή του συγγραφέα με τα πολλά ψευδώνυμα και αναγνωρίζοντας την απέχθεια που ως αριστερός αισθανόταν για την κοινωνική του τάξη, δεν άφησαν να πάει χαμένη και αυτή η ευκαιρία ταπείνωσης του νεαρού ποιητή και φρόντιζαν, όταν ασχολούνταν μαζί του, να αναφέρουν πάντα την καταγωγή και το οικογενειακό του όνομα. Έτσι ο Θεόδωρος Ξύδης, για παράδειγμα, έγραψε, στο εθνικιστικό περιοδικό Ιδέα, για πατέρα, ο οποίος επίσης έγραφε ποιήματα, και γιο: «Τιμή στη γενιά των Καλαμαραίων που χάρισε στη νεοελληνική ποίηση τον πιο αχαλίνωτο και τον πιο συντηρητικό εκπρόσωπο».
Αβροφροσύνες. Το 1935, έτος κατά το οποίο γίνονται προσπάθειες να συμβιβαστούν επιτέλους οι κομουνιστές με τους υπερρεαλιστές, ο Ανδρέας Μπρετόν συναντά σε ένα παρισινό βουλεβάρτο τον Σοβιετικό συγγραφέα Ηλία Έρενμπουργκ, ο οποίος σε πρόσφατο άρθρο του είχε στολίσει τους υπερρεαλιστές με όλα τα υβριστικά επίθετα που μπόρεσε να σκεφτεί στη γαλλική γλώσσα. Ο Μπρετόν τον αναγνώρισε, τον πλησίασε και του συστήθηκε επαναλαμβάνοντας όλα τα επίθετα που είχε χρησιμοποιήσει ο Έρενμπουργκ στο άρθρο του και συνοδεύοντας καθένα από αυτά με ένα δυνατό χαστούκι που έκανε το κεφάλι του (του Ηλία, όχι του Ανδρέα) να γυρίζει ασταμάτητα δεξιά-αριστερά.
Ροσίνι. Υπήρξε ο διασημότερος συνθέτης όπερας όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη — και παραμένει σχεδόν το ίδιο διάσημος και σήμερα. Μέχρι τα τριάντα έξι του χρόνια είχε γράψει τον Γουλιέλμο Τέλλο, τη Σταχτοπούτα, το Μια Ιταλίδα στο Αλγέρι, τον Κουρέα της Σεβίλλης (μέσα σε δεκατρείς μόνο μέρες), τον Οθέλλο, την Κλέφτρα κίσσα, δεκάδες ακόμη όπερες και εκατοντάδες μουσικά έργα. Και τότε, ξαφνικά, στο αποκορύφωμα της δόξας του, ο Τζοακίνο Ροσίνι σταμάτησε να συνθέτει! Δεν είχε παιδιά για να τους κληροδοτήσει την περιουσία του, καθώς έλεγε, δεν χρειαζόταν να δουλέψει άλλο· και ο σκεπτικισμός του καθώς και η ραθυμία του δεν του επέτρεπαν να υπερβάλλει τη σημασία που είχε το έργο του για την ανθρωπότητα. Έζησε σαράντα ακόμη ευτυχισμένα χρόνια απολαμβάνοντας τον θαυμασμό και την αγάπη, τη μαγειρική και τα γεροντικά του αμαρτήματα, το φαγητό και το ποτό, τη διασκέδαση και τη φιλία. Είναι διάσημος τόσο για τα αδιαμφισβήτητα μουσικά του επιτεύγματα όσο και για τις γαστρονομικές του επινοήσεις (το «τουρνεντό Ροσίνι» είναι η γνωστότερη δημιουργία του). Τον αγαπάμε όμως, επίσης, και για τον γενναιόδωρο τρόπο που διαχειρίστηκε το ταλέντο του και έζησε τη ζωή του.
Επιμελής φοιτητής. Η πεποίθηση του Σοπενχάουερ πως με τη φιλοσοφική του σκέψη, όπως αυτή διατυπώθηκε αναλυτικά κυρίως στο βιβλίο του «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση», είχε ανακαλύψει τη λύση του γρίφου του κόσμου και η εκφραστική ωμότητα και επιθετικότητα, που πάντα τον χαρακτήριζαν, τον οδηγούσαν σε διαρκείς σφοδρές επιθέσεις και ευφάνταστες προσβλητικές αναφορές εναντίον όποιου στοχαστή δεν αντιλαμβανόταν τη φιλοσοφία και τον κόσμο όπως εκείνος. Κύριος στόχος του υπήρξε, ως γνωστόν, ο Χέγκελ. Όχι ο μοναδικός όμως. Όταν, νωρίτερα, παρακολούθησε ως φοιτητής στο πανεπιστήμιο μια σειρά διαλέξεων του Φίχτε, κρατούσε με μεγάλη επιμέλεια εκτενείς και προσεκτικές σημειώσεις. Ιδού ένα δείγμα: «Σε αυτή τη διάλεξη ανέφερε πράγματα που μου γέννησαν την επιθυμία να του βάλω ένα πιστόλι στο στήθος και να του πω: “Τώρα πρέπει να πεθάνεις χωρίς έλεος, αλλά για να σώσεις την καημένη την ψυχή σου πες μου αν μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα των θεωριών σου υπάρχει μια ξεκάθαρη ιδέα για οτιδήποτε ή αν απλώς μας εξαπάτησες”».
[ Φωτογραφία: H Σύλβια Πινάλ και ο Κλαούντιο Μπρουκ στο φιλμ του Λουίς Μπουνιουέλ, «Συμεών ο Στυλίτης» ].