Η Καρδιά της Ευρώπης [1]
Στα περίχωρα του Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία βρίσκεται το Schloss Leopoldskron — ένα παλάτι σε στιλ ροκοκό που χτίστηκε στις όχθες μιας μικρής λίμνης το 1736 από τον Πρίγκιπα-Αρχιεπίσκοπο του Σάλτσμπουργκ, Λεοπόλδο Άντον φον Φίρμιαν. Το παλάτι χτίστηκε με τα χρήματα 22 χιλιάδων προτεσταντών τους οποίους ο Λεοπόλδος εκδίωξε από την πόλη. Το παλάτι, η λίμνη, ο δρόμος και η περιοχή πήραν το όνομα του. Μετά από επιθυμία του ιδίου, όταν ο Αρχιεπίσκοπος πέθανε το 1744 η καρδιά του τοποθετήθηκε μέσα σε ένα μεταλλικό σκεύος το οποίο και θάφτηκε στα θεμέλια ενός μικρού παρεκκλησίου στο ισόγειο του κτιρίου. Σύμφωνα με τη μυθολογία του παλατιού, υπάρχουν φορές που μπορείς να ακούσεις την καρδιά του Λεοπόλδου να χτυπάει. (Το παλάτι στηρίζεται σε ξύλινους στύλους που βρίσκονται μέσα στο βαλτώδες νερό της λίμνης. Όταν η κακοκαιρία δημιουργεί κυματισμούς στο νερό, το σκεύος χτυπά ρυθμικά στο πάτωμα του παρεκκλησιού).
Από τα μέσα του 18ου αιώνα και για έναν περίπου αιώνα, το Leopoldskron ήταν η πολιτική και καλλιτεχνική καρδιά του Σαλτσμπουργκ. Στους τοίχους του κρέμονταν πίνακες του Ρέμπραντ, του Ρούμπενς, του Τιτσιάνο, του Ντίρερ. Ο ανιψιός και κληρονόμος του Λεοπόλδου, Κόμης Λάκταντς, ήταν από τους πρώτους υποστηρικτές και χρηματοδότες του Μότσαρτ, ο οποίος επισκεπτόταν τακτικά το παλάτι. Στα μέσα του 19ου αιώνα, και αφότου έφυγε από τον έλεγχο της οικογένειας του Αρχιεπισκόπου, το παλάτι έχασε την αίγλη του, αλλάζοντας συνεχώς χέρια. Ο ένας μετά τον άλλο, οι νέοι ιδιοκτήτες του πούλησαν την κινητή περιουσία και τη διακόσμηση του κτιρίου χωρίς να το συντηρήσουν. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το Leopoldskron ήταν ένα ερειπωμένο, απαξιωμένο κέλυφος.
Κάπου εκεί εμφανίζεται ο Μαξ Ράινχαρντ — ο σημαντικότερος και διασημότερος σκηνοθέτης, παραγωγός και ιμπρεσάριος του θεάτρου της εποχής εκείνης. Ο Ράινχαρντ ερωτεύτηκε το Leopoldskron, και το 1918 το αγόρασε αποφασίζοντας να το συντηρήσει, να το αναπαλαιώσει και να το ανανεώσει, δημιουργώντας έναν ονειρικό μικρόκοσμο τέχνης και κάλλους. Ξεκινώντας το 1918 και για τα επόμενα 18 χρόνια, ο Ράινχαρντ επένδυσε απεριόριστα κεφάλαια στο να πραγματοποιήσει το όραμά του. Ανακαίνισε τη Μεγάλη Αίθουσα (Great Hall), τη Μαρμάρινη Αίθουσα (Marble Hall) και την κεντρική σκάλα του παλατιού. Έφτιαξε μία εκπληκτική βιβλιοθήκη — πιστό αντίγραφο βιβλιοθήκης ελβετικού μοναστηριού. Ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης κρύβει από πίσω του ένα μυστικό πέρασμα και μία μικρή σκάλα που οδηγεί στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του. Δημιούργησε το Βενετσιάνικο Δωμάτιο (Venetian Room), μεταφέροντας μεγάλους καθρέφτες από επαύλεις της κεντρικής Ευρώπης. Έφερε αγάλματα και πίνακες και σιντριβάνια και έπιπλα — κάθε ένα διαλεγμένο προσεκτικά. Σχεδίασε και έχτισε ένα θερινό θέατρο στους κήπους του παλατιού.
Το 1920 ο Ράινχαρντ, σε συνεργασία με τον συνθέτη Ρίχαρντ Στράους και τον σημαντικό ποιητή και συγγραφέα Ούγκο φον Χόφμανσταλ, ίδρυσαν στο Leopoldskron το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, το σημαντικότερο — ακόμη και σήμερα— γεγονός στον κόσμο της κλασικής μουσικής και της όπερας, που πέρυσι γιόρτασε τα 95 χρόνια λειτουργίας του. Το θεατρικό έργο «Ο Καθένας» («Jedermann»), που βασίζεται σε ηθικοπλαστική αλληγορία του Μεσαίωνα, άνοιξε το φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ το 1920 και έκτοτε ανεβαίνει σε διαφορετική παραγωγή σχεδόν κάθε χρονιά.
Στα χρόνια του Μαξ Ράινχαρντ, το Leopoldskron βρήκε τη χαμένη του αίγλη και ξανάγινε η καλλιτεχνική καρδιά της Ευρώπης. Ο Ράινχαρντ συνέλαβε και σκηνοθέτησε μοναδικές θεατρικές παραστάσεις και καλλιτεχνικά δρώμενα με τους σημαντικότερους ηθοποιούς και συντελεστές της εποχής, όπως η επική παραγωγή του «Ονείρου Θερινής Νυκτός» του Σαίξπηρ. (Ο Δημήτρης Ροντήρης ήταν ένας από τους πιο επιφανείς μαθητές του, ενώ ο ίδιος ο Ράινχαρντ προτάθηκε από τη Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κυβέλη ως πρώτος διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου το 1930). Χρησιμοποίησε το ίδιο το παλάτι ως ένα τεράστιο προσκήνιο: η παράσταση εξελισσόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, καταργώντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε κοινό και ηθοποιούς —και ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη— δεκαετίες πριν την εμφάνιση του βιωματικού θεάτρου που τώρα αναδεικνύεται ως κυρίαρχη μορφή της αβανγκάρντ τέχνης. Αυτή ήταν η ζωή του Μαξ Ράινχαρντ — ένα συνεχές όραμα, μία ακαταμάχητη οφθαλμαπάτη.
Αυτή η πορεία δημιουργικού οργασμού διακόπηκε απότομα με την άνοδο των Ναζί και ειδικά με την προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ. Ο (Εβραίος) Ράινχαρντ απέρριψε τις προσκλήσεις, τις τιμές, τις απειλές και τις δωροδοκίες των Ναζί. Άφησε το Leopoldskron και διέφυγε στην Αμερική. Το 1938, το παλάτι επιτάχθηκε από τους Ναζί. Λίγο πριν πεθάνει στη Νέα Υόρκη το 1943, ο Ράινχαρντ έγραφε στη σύζυγο του, την Αυστριακή ηθοποιό Χέλεν Θίμιγκ:
Έζησα στο Leopoldskron για 18 χρόνια — έζησα πραγματικά, και το έφερα στη ζωή. Βίωσα κάθε δωμάτιο, κάθε τραπέζι, κάθε καρέκλα, κάθε λάμπα, κάθε πίνακα. Έχτισα, σχεδίασα, διακόσμησα, φύτεψα και το ονειρεύτηκα όταν δεν ήμουν εκεί. Πάντοτε το αγάπησα με έναν τρόπο εορταστικό, όχι σαν κάτι συνηθισμένο. Αυτά ήταν πιο όμορφα, παραγωγικά και όμορφα χρόνια μου. Το έχασα χωρίς να πενθήσω. Έχασα ό,τι έδωσα και έφερα σε αυτό. Ήταν η σοδειά εργασίας μιας ολόκληρης ζωής.
Βιβλιογραφία: Ο σημαντικός Βρετανός δραματουργός Μάικλ Φρέϊν έγραψε το Afterlife — ένα θεατρικό έργο που συνδυάζει την ιστορία του Μαξ Ράινχαρντ στο Schloss Leopoldskron με την υπόθεση του «Jedermann» του Ούγκο φον Χόφμανσταλ. Η παράσταση ανέβηκε το 2008 από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας και το κείμενο είναι διαθέσιμο ως βιβλίο. Ο έτερος σημαντικός δραματουργός Ρόναλντ Χάργουντ έχει επίσης γράψει δύο θεατρικά έργα («Collaboration» και «Taking Sides») που διαδραματίζονται στην περιοχή κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα έργα περιγράφουν τα ηθικά διλήμματα και τη στάση της πνευματικής ελίτ που συνδέθηκε με τον Ράινχαρντ και το φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ (Ρίχαρντ Στράους, Στέφαν Τσβάιχ και Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ) απέναντι στο καθεστώς των Ναζί, και έχουν δημοσιευτεί από τους Faber & Faber.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]