Μια γίδα βραστή και ένα τετραώροφο

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Μια γίδα βραστή και ένα τετραώροφο

Η μέρα είναι ευχάριστη, ζεστή, χωρίς πολλή κίνηση στους δρόμους. Λίγο πριν το Caravel, ένας κύριος μου γνέφει να σταματήσω. Τον βλέπω να πλησιάζει και παθαίνω το πρώτο από τα σοκ που θα ακολουθούσαν: μαύρο γυαλιστερό παντελόνι πιέτα, μαύρο γυαλιστερό πουκάμισο με λευκές ρίγες, καδένα χρυσή στο μέγεθος των κάβων που δένει το Έλυρος και κομπολόι. Ανοίγει την πόρτα, κάθεται, με κοιτάζει.

«Όπα!»

«Θα χορέψουμε;»

«Κι από αυτό θα κάνουμε άμα γουστάρεις».

«Πού πάμε, κύριε;»

«Εδώ κοντά, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα».

«Έχω, να κατεβείτε και να πάρετε τον επόμενο συνάδελφο».

«Έχεις πλάκα».

Μαζί με τη διαδρομή, ξεκινά και η ανάκριση: είναι δικό σου το ταξί (όχι, του Νόντι, το δανείστηκα για σήμερα), είσαι παντρεμένη (το έκανα το λάθος, αλλά το διόρθωσα γρήγορα), πώς και κάνεις αυτή τη δουλειά (από χόμπι, μου το συνέστησε ο θεραπευτής μου για να μην πλήττω). Με τα πολλά, έδωσε η τύχη και φτάσαμε στον, πραγματικά, κοντινό προορισμό του καταπληκτικού αυτού τύπου. Πληρώνοντας, μου λέει:

«Ένας θείος μου έχει μαγαζάκι ωραίο, να περάσεις ένα βραδάκι να σε κεράσω γίδα βραστή».

Με φανερή αηδία στο πρόσωπο, αναλογιζόμενη τη μυρωδιά της γίδας, του λέω:

«Την ξέρετε τη γυναίκα όμως, ξέρετε να τη ρίχνετε».

«Και πού να μ’ έβλεπες στα νιάτα μου!» φωνάζει κλείνοντας την πόρτα με δύναμη.

Εντάξει, λέω από μέσα μου, το ζήσαμε το παρατράγουδο της ημέρας, ας συνεχίσουμε τη δουλειά.

Φευ!

Η οδός Αθηνάς είναι κλειστή από την Ευριπίδου ώς την Ερμού. Αγανακτισμένοι πεζοί αναζητούν τρόπο να φύγουν. Ακούω φωνές, κυρία αρκετών Μαΐων τα βάζει με τον τροχονόμο, φωνάζει, βρίζει και καταλήγει, εξακολουθώντας να βρίζει, δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού. Η κυρία, κανονικά, θα έπρεπε να έχει συλληφθεί για εν ψυχρώ δολοφονία της αισθητικής, άγνωστο πώς τη γλίτωσε: λεοπάρ γυαλιστερό κολάν (μα τι πάθατε όλοι σήμερα με τα γυαλιστερά, τη Μπαρμπαρέλα μου μέσα), μαύρο πουκάμισο που δεν αφήνει τίποτα στη φαντασία και φούξια εσώρουχο.

«Κοπελιά, να πάμε Περιστέρι»;

«Και δεν πάμε».

«Δικό σου το ταξί»;

(Άντε πάλι) «Ναι, δικό μου…»

«Παντρεμένη;»

(Λίγη πρωτοτυπία, που να πάρει) «Όχι, χωρισμένη»

«Μια χαρά, τους γράφεις όλους στην αρχοντομουνάρα σου».

Πώς κράτησα το αυτοκίνητο στον δρόμο μετά από αυτό το φεστιβάλ φινέτσας, ακόμη το ερευνώ.

«Τώρα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, ε;»

«Όχι, αλλά πολύ θα με ενδιέφερε να μάθω».

«Πρέπει να βρεις έναν εξηντάρη να του φας ένα τετραώροφο».

«Αν είναι διώροφο να μην ενδώσω;»

«Όχι, άκου που σου λέω, 4 ορόφους να έχει».

«Για να το λέτε, κάτι θα ξέρετε».

«Έχω κάνει εγώ που με βλέπεις…»

«Δεν αμφέβαλα στιγμή, φαίνεστε γυναίκα με εμπειρίες».

«Μόνο άντρα αλληνής μην πάρεις, δεν είναι σωστό».

«Ενώ το τετραώροφο είναι πολύ ηθική πράξη, έχετε δίκιο — θα εστιάσω στο τετραώροφο».

«Άκου με και δεν θα χάσεις. Γεια σου, αρχόντισσα!»

Πήρε να σκοτεινιάζει, και νιώθω ότι αρκετά έχω μάθει για μια μέρα. Είναι ώρα να αναζητήσω τον εξηντάρη με το τετραώροφο και να πάμε να φάμε γίδα βραστή.

Έτερος!