Προτού κλείσουν για πάντα

C
Ευριπίδης Κωνσταντινίδης

Προτού κλείσουν για πάντα

Υπάρχουν για όλους κάποιες δεδομένες στιγμές, κάποιες στιγμές που χαρακτηρίζονται κομβικές, από αυτές που λες ότι τίποτα πια δεν είναι το ίδιο και ότι θα τις μνημονεύεις για πολλά-πολλά χρόνια. Για μένα, μια από αυτές ήταν στο περσινό, δύσκολο για μια σειρά από λόγους, καλοκαίρι που μέσα στη μαυρίλα και την καταχνιά εμφανίστηκε ένα βιβλίο που, πέρα από το ότι απογείωσε απρόσμενα τις διακοπές μου, με συγκλόνισε σε τέτοιο βαθμό που φέτος, όταν το ξαναδιάβασα στην ελληνική του μετάφραση, ένιωσα ακριβώς την ίδια ανατριχίλα και σχεδόν στις ίδιες ακριβώς σελίδες όπως και τον περυσινό Αύγουστο.

Υπήρχαν πολλοί λόγοι πάντως για να μη μου αρέσει το βιβλίο. Δεν μου αρέσουν πια τα μυθιστορήματα για τον χιλιοειπωμένο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν με συγκινούν τα βιβλία που ο ήρωας είναι τυφλός, κυρίως γιατί η περιγραφή τους είναι ως επί το πλείστον μονοδιάστατη: είναι είτε τραγικοί-μελοδραματικοί είτε σούπερ ηρωικοί. Και επίσης με κουράζουν αυτά τα συνεχή μπρος και πίσω σε μια ιστορία όπου καταλήγεις να μπερδεύεις το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον.

Και όμως. Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να έχει παρασυρθεί σε τέτοιο βαθμό από μία ιστορία, να έχει σαγηνευτεί τόσο πολύ από τους χαρακτήρες ενός βιβλίου τουλάχιστον για την τελευταία δεκαετία. Η Μαρί-Λορ με στοιχειώνει για δεύτερο συνεχόμενο καλοκαίρι και πολύ φοβάμαι ότι, αν κάνω το λάθος ―που λέει ο λόγος― να το ξαναδιαβάσω, θα με στοιχειώσει ξανά και πάλι.

Για όλα αυτά υπάρχει ένας και μοναδικός ένοχος. Και η εύλογη απορία που έχουμε όσοι διαβάσαμε αυτό το συγγραφικό διαμάντι είναι πού ήταν κρυμμένος τόσο καιρό. Γιατί, ναι, και το «About Grace» που έπεσε στα χέρια μου στα αγγλικά είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, αλλά πραγματικά δεν προμηνύει επ’ ουδενί αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.

Γιατί ο Άντονυ Ντορ, κυρίες και κύριοι, μετά από δέκα χρόνια γραψίματος, μας παρέδωσε ένα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Και το λέω αυτό συνειδητοποιώντας τη μεγαλοπρέπεια του χαρακτηρισμού.

 Ο Ντορ αφηγείται δύο απλές ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με ήρωες που θα μπορούσες να βρεις σε οποιοδήποτε βιβλίο και κάτω από οποιονδήποτε τίτλο και με χαρακτήρες και πλαίσιο συνηθισμένα: τυφλή κοπέλα, νεαρός ορφανός που αναγκάζεται να εκπαιδευτεί από το Τρίτο Ράιχ, πόλεμος…

Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα συμβατικά και αρχίζουν τα μικρά θαύματα του συγγραφέα.

Χωρίζει το μυθιστόρημα σε δεκατρία μέρη που εναλλάσσονται στο μυθιστορηματικό παρόν και στο παρελθόν. Χρησιμοποιεί τρίτο πρόσωπο σε σύντομα κεφάλαια που επηρεάζονται αφηγηματικά από τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Έτσι, υπάρχουν κεφάλαια ποιητικά, ονειρικά, αγχωτικά, σκληρά αλλά και λυτρωτικά, όπου το ύφος και η χροιά της γλώσσας υφαίνουν το νήμα της ιστορίας ανάλογα με την ψυχοσύνθεση είτε της Μαρί-Λορ είτε του Βέρνερ.

Και εδώ φτάνουμε στο σημείο όπου ο Ντορ έχει δώσει ρεσιτάλ. Για πολύ καιρό θα μνημονεύουμε τους δύο αξέχαστους χαρακτήρες που μας χάρισε ο Αμερικανός συγγραφέας, και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο μας τους χάρισε. Εγώ όμως ―όπως έχετε ήδη καταλάβει― θα εστιάσω σε έναν από τους δύο.

Η Μαρί-Λορ είναι ένα αξιοζήλευτο δημιούργημα, από αυτά που σε σημαδεύουν. Δεν θα μάθουμε ποτέ τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του πολυαγαπημένου πατέρα της , όπως και όλων των αγαπημένων προσώπων της, γιατί ο Ντορ αποφεύγει συστηματικά τις οπτικές περιγραφές στα κεφάλαια που την αφορούν. Και παρ’ όλα αυτά εμείς είναι σαν να τους βλέπουμε μπροστά μας μέσα από τους ήχους, τις κινήσεις τους, τους αναστεναγμούς τους, όπως ακριβώς τους ακούει η Μαρί-Λορ. Έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να δημιουργεί εικόνες χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις εκτός από την όραση, όπως ακριβώς θα έκανε η ηρωίδα. Μέτρησα πολλές φορές μαζί της τα βήματα που έπρεπε να κάνει ώς την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της και κατέβηκα αθόρυβα μαζί της και τα εφτά ατέλειωτα σκαλοπάτια. Και με αυτόν ακριβώς τον μαγικό τρόπο εισέβαλα μέσα στον σκοτεινό αλλά και τόσο θαυμαστό κόσμο της.

Ο Ντορ έχει όμως και άλλα χαρίσματα. Όπως την απαράμιλλη ικανότητα να μιλά με περίσσια ευκολία για τεχνικά θέματα αλλά και την περίτεχνη χρήση της γλώσσας: σε όλο το βιβλίο δημιουργεί εικόνες που μένουν ανεξίτηλες, μέσα από λίγες μόνο λέξεις, από μία μόνο μικρή παράγραφο. Η σκηνή με την ανακάλυψη της μαγείας του ραδιοφώνου από τον μικρό ήρωα ανήκει ήδη στο πάνθεον των πολυαγαπημένων μου σκηνών από βιβλία ― σου προκαλεί ρίγος.

Θα μπορούσα να γράφω ώρες για αυτό το βιβλίο, αναλύοντας όλες αυτές τις στιγμές που με έκαναν να το λατρέψω. Δεν θα το κάνω όμως, γιατί σκοπός είναι να το ανακαλύψει κάποιος από μόνος του. Γιατί αυτό το βιβλίο πρέπει να «ανακαλυφθεί». Και ευτυχώς μέχρι τώρα έχει πράγματι ανακαλυφθεί από πολλούς βιβλιόφιλους αλλά και μη. Σε αυτό έχει βοηθήσει και η πολύ καλή μετάφραση της Νίνας Μπούρη, αλλά και το φανταστικό εξώφυλλο που διατήρησαν και οι Εκδόσεις Πατάκη στην ελληνική του έκδοση.

«Ανοίξτε τα μάτια και δείτε ό,τι μπορείτε με αυτά προτού κλείσουν για πάντα».

ΥΓ1. Εννοείται ότι ένα από τα επόμενα ταξίδια μου θα είναι στο Σαιν Μαλό. Θα καταλάβετε γιατί.

ΥΓ2. Το να ξαναταξιδεύεις σε ένα από τα αγαπημένα σου παιδικά βιβλία μέσα από το μυαλό της Μαρί-Λορ είναι ανεκτίμητο.