Επίγευση

L
Σταύρος Ασθενίδης

Επίγευση

Ω διάολε, τι θες τώρα; Ναι, αφού το ξέρεις, έχει έρθει ο καιρός τους. Μαζί με τις πρώτες βροχές, τότε, που θες να μαζευτείς, να τραβηχτείς πίσω από βαριές κουρτίνες. Σε μεγάλες αίθουσες, φωτισμένες. Με φίλους, με γνωστούς, με κόσμο πολύ. Ναι, θέλω να μιλήσω, να γνωρίσω. Να δω, να μυρίσω, να γευτώ. Να πάω από τραπέζι σε τραπέζι, να κρυφακούσω εντυπώσεις και σχόλια. Και το λαχταράω, γιατί πέρυσι δεν πρόλαβα, δεν πήγα, δύσκολα ήταν, λάθος οι μέρες, πάντα οι υποχρεώσεις προηγούνται, σκοτούρες, τις έχασα αυτές τις εκδηλώσεις που βγαίνουν τα κρασιά να επιδειχθούν, τα μπουκάλια ανοίγουν, τα ποτήρια σε παράταξη, οι επαγγελματίες, οι φίλοι, οι περίεργοι, οι άσχετοι.

Θα πάω, σου λέω. Το έχω κανονίσει, μέρες τώρα. Θέλω να δω. Φελλούς, stelvin, screw caps να ανοίγουν. Μπουκάλια bordeaux, burgundy, rhone, mosel, να αδειάζουν. Να πάρω το ποτήρι στα χέρια μου, να σταθώ μπροστά στο τραπέζι με τις γνωστές και άγνωστες ετικέτες, να το γεμίσουν, να δοκιμάσω, να το αδειάσω, να το ξαναγεμίσουν, να ξαναδοκιμάσω, να το ξανααδειάσω σε έναν γευστικό κύκλο όπου εναλλάσσονται μυρωδιές, μνήμες, γεύσεις, επιθυμίες, απόλαυση, απόρριψη. Απόρριψη; Ω, έλα τώρα. Κλείσε τα μάτια. Κράτα όλες αυτές τις γεύσεις δικές σου. Τις οξύτητες, τις τανίνες, τα σάκχαρα. Άνθη, εσπεριδοειδή, αρώματα βοτανικά και γήινα. Κόκκινα φρούτα, μπαχάρια, δέρμα, καπνός. Καπνός. Κλείσε τα μάτια. Μη σε βασανίζει η επίγευση. Επικεντρώσου στα αρώματα, στις γεύσεις. Τώρα, αυτό που νιώθεις τώρα. Μη σε βασανίζει η επίγευση.

Εκατόν πενήντα μέτρα περπάτησες για να έρθεις μέχρι εδώ, σε αυτή την αίθουσα με τα μεγάλα φώτα και τις βαριές κουρτίνες, εκατόν πενήντα μέτρα, πέντε άνθρωποι σε σταμάτησαν να σου μιλήσουν, ψιθυριστά, χωρίς να σε κοιτάνε. Πέντε. Γι’ αυτό σού λέω. Μη σε βασανίζει η επίγευση. Πικρή είναι.

(Αθήνα, φθινόπωρο 2015).