Θηλυκό φύλο, όχι δεύτερο
Η απρόσμενη επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα του Ιουνίου έφερε μια γυναίκα στη θέση της πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου σχεδόν 26 χρόνια μετά τη Μ. Θάτσερ, τη Συντηρητική Τερέζα Μέι, η οποία θα κληθεί να φέρει εις πέρας την εξαιρετικά δύσκολη διαπραγμάτευση για την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ. Την ίδια στιγμή, ο ηγέτης των Βρετανών Εργατικών μοιάζει αρκετά αποδυναμωμένος, πιθανότερη διάδοχός του προβάλλει η Α. Ιγκλ, ενώ σοβαρό ρόλο στις επικείμενες πολιτικές εξελίξεις που απειλούν την ενότητα της Μεγάλης Βρετανίας φαίνεται να διαδραματίζουν πολιτικοί επίσης φύλου θηλυκού: στην περιοχή της Σκωτίας, η πρώτη υπουργός και πρόεδρος του μεγαλύτερου κόμματος κυρίως, αλλά και οι επικεφαλής των δύο κομμάτων που ακολουθούν σε εκλογική δύναμη εκεί, καθώς και στη Β. Ιρλανδία, η (συν)επικεφαλής της Συνέλευσης της περιοχής. Απέναντι στη Βρετανή πρωθυπουργό μεταξύ των άλλων προέδρων και πρωθυπουργών τής ΕΕ θα βρίσκεται για να διαπραγματευτεί η επιδραστική Ευρωπαία ηγέτις Άνγκελα Μέρκελ, η πρώτη Γερμανίδα καγκελάριος και η μόνη γυναίκα που έχει λάβει ποτέ τον χαρακτηρισμό «Πρόσωπο της Χρονιάς» του περιοδικού Time — μόλις πέρυσι. Ταυτόχρονα, στην κορυφή της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη με την οποία το ΗΒ διατηρεί στενή συμμαχική σχέση θα εκλεγεί πιθανότατα η Χίλαρι Κλίντον σε περίπου δύο μήνες, όσο στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα υπηρετεί ως πρόεδρος η Τζ. Γιέλεν — αμφότερες οι πρώτες γυναίκες που κατακτούν τα αξιώματα αυτά στις ΗΠΑ. Ακόμα, στην Ουάσιγκτον, όπου το ΔΝΤ έχει την έδρα του, βρίσκουμε τη Γαλλίδα Κ. Λαγκάρντ, η οποία ασκεί μεγάλη επιρροή από τη θέση της γενικής διευθυντριας του Ταμείου, ενώ σε κάποιες από τις γνωστότερες εταιρείες στον κόσμο, όπως η General Motors, η Pepsico, η EasyJet ή η Yahoo, ηγούνται πάλι μερικές δυναμικές κυρίες.
Άρα, μήπως τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες οι γυναίκες δεν υποεκπροσωπούνται σημαντικά πλέον σε θέσεις ευθύνης, γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί πως ενδεχομένως δεν υπάρχουν πια προκαταλήψεις εις βάρος τους; Όχι. Χωρίς αμφιβολία, όχι.
Στην πολιτική η συμμετοχή των αντρών είναι εξωφρενικά μεγαλύτερη του ποσοστού που διατηρούν στο σύνολο του πληθυσμού, σχεδόν παντού στον κόσμο. Ενδεικτικά, σήμερα λιγότερο από το 7% των χωρών έχουν ποσοστό γυναικών στο κοινοβούλιο (Lower or Single House) μεγαλύτερο του 40%, και εξ αυτών μόνο δύο από τις 193 χώρες άνω του 50%. Από την άλλη, 39 διατηρούν μονοψήφιο ποσοστό κοινοβουλευτικών φύλου θηλυκού. Δέκα χρόνια πριν, μόλις 1 στις 100 χώρες κατέγραφαν ποσοστό μεγαλύτερο του 40%, ενώ 62 είχαν μονοψήφιο ποσοστό (σε σύνολο 189 χωρών). Στην Ευρώπη, που έχει αρκετά καλύτερη επίδοση, η μεγαλύτερη γυναικεία εκπροσώπηση φέτος ήταν στη βουλή της Σουηδίας με 43,6%, και ακολουθούν η Φινλανδία με 41,5% και η Νορβηγία με 39,6%, τη στιγμή που το ΗΒ (με τη φαινομενικά σημαντική γυναικεία πολιτική συμμετοχή) έρχεται 48ο στην κατάταξη: μόλις το 1/3 της Βουλής των Κοινοτήτων αποτελείται από γυναίκες. Οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ χαμηλότερα, στην 97η θέση, με τα 4/5 τόσο των μελών της Bουλής των Αντιπροσώπων (όσο και της Γερουσίας) να είναι φύλου αρσενικού. Όλα αυτά σύμφωνα με το Inter-Parliamentary Union.
Αλλά και σε θέσεις διοίκησης στις επιχειρήσεις οι άντρες είναι συντριπτικά περισσότεροι, σύμφωνα με μελέτη του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Catalyst η οποία δημοσιεύτηκε πέρσι. Ενδεικτικά, το ποσοστό των γυναικών σε διοικητικά συμβούλια εισηγμένων εταιρειών που περιλαμβάνονταν στους μεγάλους ευρωπαϊκούς μετοχικούς δείκτες ήταν 35,5% στη Νορβηγία, η οποία βρέθηκε στην πρώτη θέση στη γηραιά ήπειρο, 29,9% στη Φινλανδία και 29,7% στη Γαλλία, ενώ στην τελευταία θέση η Πορτογαλία είχε 7,9%. Στις ΗΠΑ παρατηρείται ξανά μια υστέρηση, αφού μόλις το 19,2% των μελών συμβουλίων διοίκησης των επιχειρήσεων του δείκτη S&P500 είναι γυναίκες, με το αντίστοιχο νούμερο να καταρρέει στην περιφέρεια της Ασίας-Ειρηνικού — για παράδειγμα, 10,2% στο Χονγκ Κονγκ, και 3,1% στην Ιαπωνία. Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος είναι σημαντική στην Ευρώπη, αλλά στις ΗΠΑ παρατηρείται μικρή επιδείνωση μετά το 2005 ύστερα από μια δεκαετία συνεχούς βελτίωσης. Οπουδήποτε αλλού στον κόσμο απουσιάζουν οι θεσμικές ή οι ακτιβιστικές πιέσεις, δεν φαίνεται να υπάρχουν αξιοσημείωτες μεταβολές.
Προφανώς, η τόσο δυσανάλογη συμμετοχή των δύο φύλων σε συγκεκριμένες δουλειές —αν και δυστυχώς πιθανότατα όχι μόνο αυτό— αντανακλά στις διαφορές στις μέσες αμοιβές τους: οι γυναίκες πληρώνονται απαράδεκτα χειρότερα σε όλες τις χώρες της έρευνας του ΟΟΣΑ σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του οργανισμού. Η ποσοστιαία απόσταση της διαμέσου των μισθών για θέσεις πλήρους απασχόλησης μπορεί να έπεσε στο 15% υπέρ των αντρών το 2010 από το 20% που βρισκόταν το 2000, ωστόσο το χάσμα παραμένει πολύ υψηλό. Ενδεικτικά, τα μεγαλύτερα ποσοστά ήταν το 39% που καταγράφηκε στην Κορέα, κατόπιν το 29% στην Ιαπωνία και το 21% στη Γερμανία, ενώ ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση —αυτή της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας— οι μισθοί για τους εργαζομένους θηλυκού φύλου ήταν αρκετά μικρότεροι — συγκεκριμένα, κατά 6%.
Τι πειράζουν όμως τα στερεότυπα και η δυσμενής προδιάθεση εναντίον των γυναικών, τα οποία φέρνουν παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους ή βάζουν εμπόδια στη συμμετοχή σε συγκεκριμένες διαδικασίες όπως η διοίκηση, όσους έχουν την καλή τύχη να μην τα αντιμετωπίζουν οι ίδιοι;
Το 2012 η Ελβετική Credit Suisse εξέτασε 2.360 εταιρείες παγκοσμίως σε διάστημα 6 ετών και δημοσίευσε μία έκδοση η οποία κατέληγε πως ένας επενδυτής θα ήταν καλύτερα να τοποθετηθεί σε επιχειρήσεις που είχαν τουλάχιστον μια γυναίκα στη διοίκηση απ’ ό,τι σε όσες δεν είχαν καμία, αφού οι πρώτες είχαν υψηλότερο μέσο return on equity (ROE) μεταξύ άλλων. Επανέλαβαν μάλιστα την έρευνα τρία χρόνια αργότερα, και το συμπέρασμα ήταν ξανά το ίδιο. Συγκεκριμένα, το 2015 οι εταιρείες στις οποίες το συμβούλιο διοίκησης περιλάμβανε και τα δύο φύλα είχαν μέσο ROE από το 2005 14,1%, σε σχέση με 11,2% για εκείνες τις επιχειρήσεις με αμιγώς ανδρικά διοικητικά σχήματα. Άλλες έρευνες, από την άλλη, δεν έχουν βρει ότι η εταιρική απόδοση σχετίζεται στενά με την ποικιλία στο φύλο εκείνων που κατέχουν διοικητικές θέσεις. Πέρα από την όποια προσπάθεια ποσοτικοποίησης πάντως, προεκτείνοντας τον συλλογισμό θα λέγαμε ότι η αυθαίρετη αποποίηση ταλέντων κάθε υποσυνόλου ενός πληθυσμού (πολύ περισσότερο των γυναικών, που είναι σχεδόν όσες και οι άντρες) μόνο μείωση στην ωφέλεια του συνόλου μπορεί να επιφέρει. Βέβαια, στοιχεία όπως αυτά της παραπάνω έκδοσης της ελβετικής τράπεζας δεν θα είχαν κανένα νόημα ως επιχείρημα υπέρ της ποικιλίας και εναντίον των έμφυλων διακρίσεων αν δεν ήταν αρκετοί όσοι περιφρονούν τη σπουδαία πνευματική διαδρομή που έχει διανύσει η ανθρωπότητα απο τις προνεωτερικές της πεποιθήσεις. Σ’ αυτή την περίπτωση, η απάντηση θα περιοριζόταν στο προφανές: ανεξάρτητα από την έμφυλη ταυτότητά μας, η απόρριψη της ανισότητας των φύλων απορρέει από τα απαράγραπτα δικαιώματα των οποίων κάθε άνθρωπος είναι φορέας και είναι στενά συνυφασμένη με τον πολιτισμό του Διαφωτισμού.
Μιλάμε για μια κοινωνία δηλαδή στην οποία θα ήταν εμπεδωμένη «η ριζοσπαστική αντίληψη ότι οι γυναίκες είναι άνθρωποι», όπως πολύ όμορφα έλεγε περιγράφοντας τον φεμινισμό γνωστή Αμερικανίδα κοινωνιολόγος.
[ Εικονογράφηση: Alex Katz, «[Ada, in] The Black Dress» (1960) ].