Ένα κριτικό είδωλο
Όσοι θεατές έχουν επιδερμική και ευκαιριακή σχέση με το έργο του Κλιντ Ίστγουντ τον έχουν συνδέσει στη μνήμη τους με τη σχεδόν γραφική φιγούρα του ανώνυμου πιστολέρο με το machο προφίλ, στα σπαγγέτι-γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε της δεκαετίας του ’60, καθώς και με εκείνη του συντηρητικού και άκαμπτου επιθεωρητή Κάλαχαν στα 70s και στα 80s. Όσοι όμως έχουν παρακολουθήσει ολοκληρωμένα την πορεία του μπροστά και πίσω από την κάμερα είναι απολύτως ευνοϊκοί και θετικά ξαφνιασμένοι με την καλλιτεχνική πορεία που ακολούθησε ο Ίστγουντ από το άνοιγμα της προσωπικής του αυλαίας το 1971 με την πρώτη του σκηνοθετική του απόπειρα, το «Play Misty for me», μέχρι το φετινό «Sully». Οι σινεφίλ και οι κριτικοί είδαν στο πρόσωπό του έναν σκηνοθέτη και ερμηνευτή με αυθεντικό στιλ και προσωπικότητα, οι ταινίες του οποίου έχουν κάτι από τη στόφα του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου, τον οποίο, όμως, εξελίσσουν και τον φέρνουν θριαμβευτικά στη σύγχρονη εποχή.
Ο Ίστγουντ, δημιουργός τριάντα πέντε ταινιών έως τώρα και κάτοχος τεσσάρων Όσκαρ, μπόρεσε σε ένα εξαιρετικά ανελαστικό κινηματογραφικό σύστημα, να εγγράψει στο σελιλόιντ τις εμμονές του σε σχέση τόσο με σινεφίλ στερεότυπα, όσο και με τις πιο αποκλειστικές του ηθικές, ιδεολογικές και ψυχοσυναισθηματικές εμμονές. Από την αμερικανική κινηματογραφική παράδοση δανείστηκε, με πολλές ελευθερίες, τον σκοτεινό και εσωτερικά σε απόγνωση, όμως, σε τελευταία ανάλυση, ακέραιο ήρωα, κάτι σαν τον «ιπποτικό» Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ταυτόχρονα, έβαλε και έναν καθρέφτη απέναντί του και αποδόμησε σταδιακά την εικόνα του ευειδούς και σκληροτράχηλου σταρ, μη χάνοντας πολλές φορές την ευκαιρία να αυτοσαρκαστεί μέσα από τις φιλμικές συνθέσεις του. Οι ήρωες του μεταφέρουν στοιχεία, μεταξύ άλλων, και από τους αντίστοιχους του Χάουαρντ Χοκς, αφού πάντα αναδεικνύονται μόνο όταν δοκιμάζεται η ηθική τους δύναμη. Οπωσδήποτε, όμως, διαφέρουν από τους προηγούμενους γιατί παραμένουν μοναχικοί μετά το τεστ που περνούν, ενώ οι ήρωες του Χοκς αντιλαμβάνονται στο τέλος την αξία της συλλογικότητας.
Λάτρης του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου, και ειδών όπως το γουέστερν και το νουάρ, είναι λογικό οι χαρακτήρες του (που τους υποδυόταν συνήθως ο ίδιος μέχρι το «Gran Torino» του 2008) να είναι οι ονειροπόλοι («The Bridges of Madison County», 1995), οι απογοητευμένοι («Million Dollar Baby», 2004), οι απόμαχοι που ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία («The Unforgiven», 1992) ή γενικά άνθρωποι που συνοδεύονται από καθημερινές αποτυχίες και έχουν υποστεί σκληρά χτυπήματα της μοίρας. Τη μοίρα τους αυτή, όμως, τη συνοδεύουν με μεγάλες δόσεις ειρωνείας, αδιαφορίας και αυτοσαρκαστικού χιούμορ. Με την πολιτική έχουν πάρει διαζύγιο, όχι όμως με τις βασικές, παραδοσιακές αμερικανικές αξίες. Βγαίνουν για λίγο στο προσκήνιο και αναδεικνύονται, όταν το επιβάλλει η συνείδησή τους, για να εξαφανιστούν πάλι αμέσως μετά, παραμένοντας εσαεί μοναχικοί, παρίες της κοινωνίας, μακριά από τους προβολείς της ζωής.
Η σκηνοθετική γραμμή του Ίστγουντ πατά στη στιβαρή παράδοση των μεγάλων δημιουργών του αμερικανικού κινηματογράφου, όπως αυτή του εξαιρετικού δασκάλου του, του Ντον Σίγκελ. Ο Ίστγουντ προτιμά τους ανοιχτούς χώρους, εκεί όπου οι ανθρώπινες μορφές μπορούν να αξιοποιηθούν είτε ως φαντάσματα είτε ως φιγούρες που αναδύονται από το πουθενά. Τα πλάνα του διακρίνονται από λιτότητα και δύναμη, ενώ ο φακός παρακολουθεί σταθερά και με φυσικότητα το κέντρο της δράσης. Δραματουργικά, τον ενδιαφέρει η ανάδειξη του συμβάντος σε σχέση με τον χώρο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα. Στόχος και φιλοδοξία του Ίστγουντ είναι να μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας άξιος συνεχιστής του έργου των κλασικών του αμερικανικού σινεμά, όπως ο Τζον Χιούστον, άλλο ένα από τα ινδάλματά του.
Ο γνωστός για τις ρεπουμπλικανικές του θέσεις Ίστγουντ έχει χαρακτηριστεί από μερίδα των κριτικών ως ένα ιδεολογικά αμφιλεγόμενο αλλά και πολύ παράδοξο πρόσωπο. Η ιδεολογική του διαδρομή έχει, και αυτή, την ιδιότυπη ιστορία της. Από τις πρόσφατες δηλώσεις του ότι μεταξύ των δύο υποψηφίων για την προεδρία των ΗΠΑ προτιμά τον ανεκδιήγητο Ντόναλντ Τραμπ και τη δημόσια απειλή που είχε εκτοξεύσει προ δεκαετίας περίπου στον σκηνοθέτη Μάικλ Μουρ, ότι θα τον πυροβολούσε εάν ο τελευταίος τολμούσε να του ζητήσει συνέντευξη, ώς την αυτοδικία των ταινιών του «Dirty Harry» ή σε φιλμ όπως το «Heartbreak Ridge» (1986) και το «The Rookie» (1990), όπου, ως σύγχρονος Τζον Γουέιν, επαναλάμβανε το ψυχαναλυτικό στάνταρ της πατρικής φιγούρας του εκπαιδευτή/βασανιστή πλην στο βάθος αγαθού Πατέρα απέναντι στους στρατιώτες ή στους αστυνομικούς/παιδιά του (αν και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι είναι εναντίον της ελεύθερης πώλησης όπλων, καθώς και εναντίον της θανατικής ποινής), ο βίος και το έργο του χαρακτηρίζονται από προκλήσεις και αντιφάσεις. Το σωτήριο για τον Ίστγουντ είναι ότι τα περισσότερα πρόσωπα/προσωπεία των ταινιών του είναι τύποι εντέλει αποτυχημένοι, παρά την όποια μυθοποίησή τους, κάτι που προσφέρει στη δραματουργία τού ογδονταεξάχρονου πλέον σκηνοθέτη εξαιρετικό βάθος, όπως και το γεγονός ότι ο ίδιος καταδικάζει στα περισσότερα έργα του το φαινόμενο της βίας, καθώς το εγγράφει στην οθόνη μέσα από μια βαθιά αίσθηση του μοιραίου.
Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ανέκαθεν ήταν ένας οξυδερκής και ανήσυχος δημιουργός, που συνεχίζει να εξετάζει μέχρι σήμερα, με δυναμισμό και πρωτοτυπία, νέες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού, ενώ φωτίζει με απρόβλεπτο τρόπο όψεις του αμερικανικού βίου. Όπως πολύ σωστά επισήμανε κάποτε ένας κριτικός: «Ο Ίστγουντ είναι ένα είδωλο του αμερικανικού κινηματογράφου και ταυτόχρονα μια διακριτική και ευαίσθητη κριτική συνείδηση του συστήματος που υπηρετεί».