Κλάουντιο Μάγκρις, «Δούναβης»
Ένα αριστουργηματικό, δοκιμιακό στη σύλληψη και στον σχεδιασμό του βιβλίο, όμως με έντονη και υψηλής αισθητικής λογοτεχνικότητα να το διαποτίζει σε κάθε του σελίδα και να το κάνει πολύ ξεχωριστό, γεννιέται το 1986, στα μέσα της πλέον μεταιχμιακής δεκαετίας του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, δεκαετία την οποία, εν έτει 2016, εθισμένοι ακόμη, ανάμεσα στα άλλα, στην ημιμάθεια που συμπυκνώνεται στην αρχαία φράση «το είπαν στην τηλεόραση», δεν έχουμε αποτιμήσει ακόμη επαρκώς, γιατί άκριτα αναμασάμε ανώδυνες κοινοτοπίες για τη μουσική της πλαδαρότητα —έτσι μας είπαν, έτσι νομίζουμε— και το στυλιστικό της κιτς, λες και δεν συνέβη, δεν υπήρξε τίποτε άλλο. Η δεκαετία του ’80 σέρνει με κόπο, για κάποιους λόγους που δεν είναι της παρούσης, την αχλή της λαμπρότητας των προηγούμενων, και μοιάζει —παρά τα συνταρακτικά γεγονότα που τη σημαδεύουν, την επανένωση της Γερμανίας και την απαρχή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης— με την ατραπό, της οποίας ουδείς μπόρεσε να κρατήσει προσπελάσιμο το φωτεινό σημείο εξόδου που επιτέλους σχηματιζόταν στα δικά της χρονικά πλαίσια μετά από δυο παγκόσμιους πολέμους, εμφυλίους, λογής συρράξεις, μετακινήσεις πληθυσμών και δεκάδες συμφορές, και το οποίο θα έπρεπε ακριβώς τώρα να μας οδηγεί όλους, πολίτες και κυβερνήσεις, σε πολιτικώς εντιμότερες λύσεις των προβλημάτων που ήρθαν να προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα — και όλα αυτά ενώ, μα κυρίως επειδή, η Δημοκρατία και ο Ουμανισμός ως αξίες αδιαπραγμάτευτες δοκιμάζονται και πάλι σκληρά και εκτεταμένα και όχι μόνο λόγω του προσφυγικού ζητήματος.
Σ’ αυτή τη δεκαετία λοιπόν, τη «δεύτερη», ή που μας μοιάζει ακόμα δεύτερη, ένας διαπρεπής Ιταλός γερμανιστής, συνετός και αντικειμενικός ως διανοούμενος και άριστος ως συγγραφέας, καθηγητής με περγαμηνές στην έδρα της γερμανικής φιλολογίας του πανεπιστημίου της Τριέστης —ιστορικής πόλης που σ’ αυτή βεβαίως και δεν «σταματούσε» ποτέ η Ευρώπη, αλλά που κάπου εκεί «άρχιζαν» πάντα τα Βαλκάνια, πριν τα τωρινά τους και προς το παρόν σταθερά σύνορα, αυτή η τόσο ιδιαίτερη περιοχή/σταυροδρόμι/χωνευτήρι πολιτισμών, που εμείς ειδικά ξέρουμε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να ζεις σ’ αυτά, αγαπώντας τα, όντας όμως Ευρωπαίος, όντας Δυτικός ή, αν το προτιμάτε, χριστιανός, αλλά πάντα σε απόσταση μισής ανάσας από τη μη ευρωπαϊκή/μη χριστιανική Ανατολή—, ο σπουδαίος Κλάουντιο Μάγκρις λοιπόν εκδίδει το βιβλίο «Δούναβης», ένα αριστούργημα[ 1 ] όπως κι αν το προσεγγίσει ο αναγνώστης, περισσότερο ή λιγότερο πολιτικά δηλαδή κρίνοντάς το, έχοντας την Τέχνη σταθερό αποταμιευτήρα υλικού για να μας μιλήσει με τρόπο εύληπτο μα διόλου δασκαλίστικο, ίσα-ίσα θαυμαστά λογοτεχνικό, για την Ιστορία της Μεσευρώπης και για να αφήσει σαν πολύτιμη κληρονομιά εξαιρετικές σκέψεις και ευθύτατες κριτικές διαπιστώσεις για την ήπειρό μας συνολικότερα (παρ)ακολουθώντας άραγε εκείνος τι; Τα 2.888 χιλιόμετρα που όμως κι εμείς μαζί του μετράμε βήμα-βήμα, από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη και που τα περπατάμε νοερά, ξεκινώντας από τη Γερμανία και την αναζήτηση των πηγών του Δούναβη μέχρι τις αλλού ειδυλλιακές και αλλού βουτηγμένες στη βιομηχανική ρύπανση εκβολές του στον Σουλινά της Ρουμανίας, στο εκτεταμένο του Δέλτα στη Μαύρη Θάλασσα, 2.888 εδαφικά και λογοτεχνικά χιλιόμετρα χαραγμένα ανεξίτηλα με τραχιά Ιστορία και απαράμιλλη Τέχνη.
Ο Κλάουντιο Μάγκρις, με κύριους αρωγούς το θαυμάσιο λεξιλόγιό του και τη σαφήνεια και επιστημονικότητα του σμιλεμένου με πλατιές γνώσεις λόγου του, ακολουθεί την πορεία τού μεγάλου ποταμού που ενώνει γεωγραφικά την κεντρική (τη Mitteleuropa) και πνευματικά (με όλες εκείνες τις λογικές ή παράλογες ενώσεις, αποσχίσεις, προσαρτήσεις, κατακτήσεις, απελευθερώσεις, μα με τη Λογοτεχνία πάντοτε ειρηνικά) ολόκληρη την Ευρώπη, ξεναγώντας μας στα πλαίσια εκδρομής με φίλους του που επί τούτου πραγματοποιεί, αφηγούμενος πότε με λεπτεπίλεπτο χιούμορ και πότε με γλυκόπικρη μελαγχολία διάφορες στιγμές του ταξιδιού, δείχνοντάς μας παράλληλα τους πολλούς και ποικίλους ανά τους αιώνες πνευματικούς αρμούς της ένωσης αυτής και φιλτράροντάς τα από την αρχή ώς το τέλος, όλα όσα διηγείται, με την ομορφιά και τη σοφία που, χάρη στην ευρυμάθειά του, αναγνωρίζει αμέσως στην κάθε εθνική κουλτούρα, εκ των ουκ ολίγων της παραδουνάβιας λογοτεχνίας, και μιλώντας για όλες με τον ίδιο σεβασμό· μιας λογοτεχνίας πολύ παλιάς, πλούσιας και σημαντικής, που εκείνος εκ της ιδιότητάς του την ξέρει όσο λίγοι και μέσα από το βιβλίο του τη μοιράζεται γενναιόδωρα και μαζί μας.[ 2 ]
Η αφήγησή του η ίδια είναι ένας πότε ορμητικός και πότε καταλαγιασμένος ποταμός, σαν αυτόν που υμνεί, τον μοναδικό στον κόσμο, όπως μας πληροφορούν οι εγκυκλοπαίδειες, που διαρρέει τέσσερις πρωτεύουσες (Βιέννη, Μπρατισλάβα, Βελιγράδι, Βουκουρέστι) και που και γι’ αυτόν τον λόγο δεν χωρά, και δεν χρειάζεται άλλωστε, να στριμωχτεί στις περιορισμένες παραγράφους ενός επαινετικού και καλοπρόθετου κειμένου. Στον Δούναβη και στα νερά του συναντιούνται μα και αναμετρούνται, συμφιλιώνονται συγκινητικά αλλά και μάχονται μέχρις εσχάτων στο πότε ευεργετικό και πότε ολέθριο πέρασμα της Ιστορίας τρεις κυρίαρχες και κυριαρχικές συνάμα, πολύ ανταγωνιστικές μεταξύ τους θρησκείες και τουλάχιστον έξι-εφτά μεγάλες εθνότητες, είκοσι πάνω-κάτω ομιλούμενες γλώσσες (ραχοκοκαλιά και ντοπιολαλιές με άπειρες παραλλαγές) και πολύ περισσότερες κουλτούρες που παίρνουν και δίνουν η μια στην άλλη ακατάπαυστα και επί αιώνες ισχυρά επιδραστικά στοιχεία, παρά τους ανταγωνισμούς των θρησκειών και τις πολιτικές, εμπορικές και άλλες συγκρούσεις τους.
Ο Μάγκρις —και δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο— με τη συστηματικότητα και την υπομονή που (οφείλει να) διαθέτει ως επιστήμονας ή, αν προτιμάτε, ως άριστος γνώστης της τέχνης του[3] —κατ’ εμέ είναι και τα δυο—, φτάνει μέχρι τον πυρήνα τής κάθε κουλτούρας με τη βοήθεια της Λογοτεχνίας, δίχως να ομφαλοσκοπεί, με φανερή προσωπική σύνεση και σεμνότητα, αντικειμενικός και αρκετά δίκαιος απέναντι στις ενδιαφέρουσες ιδεολογίες που όμως ο ίδιος δεν ασπάζεται, επικριτικός και ορθώς και με τεκμηριωμένη την αντίθεσή του απέναντι σε όσες έθρεψαν το αυγό του φιδιού και αιματοκύλησαν την ήπειρό μας, αναδεικνύοντας έτσι σε κάθε περίπτωση τα σημαντικά και γράφοντας κυρίως γι’ αυτά, εμφορούμενος από γνήσιο δημοκρατικό και ουμανιστικό πνεύμα, καλώντας μας να διαβάσουμε και να σκεφτούμε κι εμείς έτσι, και εντέλει παράγοντας, χωρίς λεκτικές φανφάρες και πολύπλοκες συγγραφικές τεχνικές, μια δοκιμιακή λογοτεχνία απαιτήσεων για όλο, όλο όμως —και τούτη είναι από τις αρετές του η πιο αξιομνημόνευτη, γιατί αυτή ειδικά σπανίζει—, το αναγνωστικό κοινό: για την αναγνώστρια που διαβάζει μετριότητες για να ξεφύγει —δεν είναι χαζή, όπως θέλουν να πιστεύουν μερικοί— από την καθημερινότητα του σπιτιού και της δουλειάς της, αν έχει πια, μα και για τον επηρμένο συλλέκτη τίτλων που το ένα βιβλίο τού φαίνεται λίγο και το άλλο ακόμα πιο λίγο και (δηλώνει πως) διαβάζει Μπέρνχαρτ ή Γέλινεκ, ας πούμε, και σαν να μην συνέβη τίποτα εντός του, αντί να θέλει να τα κάνει όλα γυαλιά-καρφιά (αλληγορικά βεβαίως, σε ένα άλλο επίπεδο), για να επικρατήσει το Καλό, το Πανανθρώπινο και το Δίκαιο στο μεγάλο μα τόσο μικρόψυχό μας κόσμο, προχωρά —κουφός στον ρόγχο ενός πολιτισμού που αργοπεθαίνει μες στη σαπίλα, στην οποία, πολύ επιπόλαια ομολογουμένως, παρέδωσε τα μεγάλα του επιτεύγματα— στην αγορά του επόμενου τίτλου-φετίχ για τη βλακώδη συλλογή του.
Ιδού μερικοί μόνον από τους θαυμάσιους ανθρώπους — δεν θα αναφέρω εδώ άλλους διανοητές που ο Κλάουντιο Μάγκρις προσεγγίζει, παρά μόνον τους άμεσα σχετιζόμενους με τη Λογοτεχνία και τους οποίους με αιτία και αφορμή τον Δούναβη μας παρακινεί να γνωρίσουμε σε βάθος, αν δεν το έχουμε κάνει ώς τώρα ή, αν έχουμε διαβάσει (κάτι από) το έργο τους, να τους ανακαλύψουμε και πάλι μέσα από μιαν άλλη ανάγνωση όμως, εκείνη την πολυπρισματική και περισσότερο υποψιασμένη και εξόχως διεισδυτική στην οποία ο ίδιος με περίσσια σύνεση μας μυεί:
Φρίντριχ Χέλντερλιν, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Λουί-Φερντινάν Σελίν (8 σελίδες τού αφιερώνει), Φραντς Γκριλπάρτζερ, Φραντς Κάφκα, Ελίας Κανέτι, Παναΐτ Ιστράτι, Ίβο Άντριτς, Γκέοργκ Λούκατς (στον οποίο επίσης αφιερώνει πολλές σελίδες), Ρόμπερτ Μούζιλ, Τόμας Μαν, Μαριλουίζε Φλάισερ και Μπέρτολντ Μπρεχτ, Γιόχαν-Βόλφγκανγκ Γκαίτε (και φυσικά μνεία της Μαριάννα Βίλμερ και των στίχων της στο «Διβάνι»), Πρίμο Λέβι, Καρλ Χέμπελ, ανώνυμος δημιουργός του «Άσματος των Νιμπελούνγκεν», Άνταλμπερτ Στίφτερ, Γκέρχαρντ Ρουμ, Κόνραντ Μπάγιερ, Χέρμαν Μπροχ, Γιόζεφ Ροτ, Μανές Σπέρμπερ, Γιαν Κολάρ, Λάντισλαβ Νοβομέσκι, Φράντιζεκ Σβάντνερ, Πέταϊφι, Μιροσλάβ Κιρλέζα, Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Άρνολντ Χάουζερ, Ιζίκ Μάνγκερ, Πάουλ Τσέλαν, Ρόζα Αουσλάντερ, Ντανίλο Κις, Μαρία-Ευγενία ντέλε Γκράτσιε, Αντρέας Λίλιν, Αντρέι Κουσνιέβιτζ, Μόμο Κάπορ, Πέτκο Σλαβέικοφ, Γιόρνταν Ράντιτσκοφ.
[ 1 ] Έχω την εντύπωση —το άκουσα κι από άλλους— ότι έγιναν μερικά λάθη στην απόδοση των ονομάτων κάποιων υπαρκτών προσώπων (δεν ξέρω αν φταίει η επιμέλεια ή η μετάφραση) κι επίσης κάποιες μεταφραστικές επιλογές, σε μένα τουλάχιστον, φάνηκαν ατυχείς. Εντούτοις αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι στους συντελεστές της ελληνικής έκδοσης και ειδικά στον μεταφραστή Μπάμπη Λυκούδη. Χωρίς τον μόχθο των μεταφραστών, το λέω για πολλοστή φορά, θα είχαμε στερηθεί τη σοφία χιλιάδων —και δεν υπερβάλλω καθόλου— σπουδαίων βιβλίων.
[ 2 ] Έπαινοι αξίζουν και στις Εκδόσεις Πόλις για τη γενναία απόφασή τους, μέσα στην κρίση, μιας ακόμα επανέκδοσης του «Δούναβη», της έβδομης! (Η πρώτη έκδοση είχε γίνει το 2001).
[ 3 ] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, «Πολιτισμός και Ελληνισμός. Προσεγγίσεις», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σελ. 17-30.
[ Εικονογράφηση Yao Xiao (2015, Wall Street Journal ) ].