Ροζέτα χαμένη στη μετάφραση
Στα τέλη Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε ο νέος δίσκος του Βαγγέλη Παπαθανασίου, με τίτλο «Rosetta», εμπνευσμένος από την ομώνυμη αποστολή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος, κατά την οποία ένα διαστημικό όχημα προσεδαφίστηκε, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, σε κομήτη. Ο Β.Π. έχει παρελθόν στην ενασχόλησή του με διαστημικά θέματα: το 1980 ο περίφημος Καρλ Σέιγκαν είχε χρησιμοποιήσει μουσική του στην τηλεοπτική σειρά-ντοκιμαντέρ «Κόσμος», το 2001 έγραψε τη «Μυθωδία» για τη διαστημική αποστολή της NASA στον Άρη, και το 2013 η μουσική του συνόδεψε την αποστολή «Ήρα», ξανά της NASA. Ο ίδιος λέει ότι από τα παιδικά του χρόνια είχε πάθος με την ιδέα της εξερεύνησης του διαστήματος, και φαίνεται να τρέφει θαυμασμό για κάθε επιστημονική προσπάθεια, πράγματα δηλαδή που συναρπάζουν κι εμένα.
Η «Rosetta» (ο δίσκος, εννοώ) κινείται στο γνώριμο ύφος του Β.Π., που σημαίνει ότι πρόκειται για κατά βάση καλογραμμένη και ατμοσφαιρική μουσική που δεν θα απογοητεύσει τους θιασώτες του είδους. Με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου, ο συνθέτης έδωσε συνέντευξη στο BHMAgazino (και συγκεκριμένα στον Παύλο Παπαδόπουλο), και σε αυτήν ακριβώς τη συνέντευξη ήθελα να αναφερθώ, γιατί εκεί λέγονται και κάποια πράγματα που έρχονται σε αντίθεση, πιστεύω, με το ενδιαφέρον του Β.Π. για το διάστημα και την επιστήμη γενικότερα.
Καταρχάς, να τονίσω ότι τον Β.Π. τον θαυμάζω πολύ από τότε (πολύ παλιά…) που άκουσα τον δίσκο του «Albedo 0.39». Εκείνη την κασέτα (ξέρετε, εκείνο το πλαστικό πράγμα με τις ροδελίτσες και την ταινία μέσα) την είχα λιώσει. Αργότερα, άκουσα και τη δουλειά του με τους Aphrodite’s Child, και τον αγάπησα ακόμα περισσότερο. Η συνέχεια της καριέρας του υπήρξε (και παραμένει) εντυπωσιακή, και είναι γνωστή σε όλους, απλώς εγώ ασχολήθηκα από τότε με άλλου τύπου μουσικές. Θέλω να πω, τα λίγα σχόλια που έχω να κάνω για αυτήν τη συνέντευξή του δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως επίθεση. Κάθε άλλο.
Η συνέντευξη ξεκινά πολύ ομαλά, αλλά γρήγορα το πράγμα αρχίζει να στραβώνει (κατά τη γνώμη μου, πάντα), όταν ο Β.Π. λέει ότι «μουσική και Σύμπαν είναι ταυτόσημα, και αν θέλετε η μουσική είναι ο συμπαντικός κώδικας που διέπει τα πάντα. Με τον όρο μουσική δεν εννοώ ένα μουσικό ρεπερτόριο διαφόρων μουσικών κομματιών αλλά τις προπατορικές παλμώσεις του Σύμπαντος».
Αυτή η παρεξήγηση είναι μάλλον η βάση πάνω στην οποία έχει χτίσει ο Β.Π. όλη τη σκέψη του πάνω στη μουσική, όπως φαίνεται από όσα λέει αργότερα. Λέω πως πρόκειται για παρεξήγηση, γιατί η μουσική είναι μορφή τέχνης, επομένως ανθρώπινη πολιτιστική δραστηριότητα. Η αναφορά του σε παλμώσεις του σύμπαντος φανερώνει πως έχει κατά νου τις μαθηματικές σχέσεις μεταξύ των μουσικών φθόγγων (ίσως όπως τις περιέγραψε ο Πυθαγόρας), καθώς και το γεγονός ότι και τα ηχητικά κύματα και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα είναι … κύματα, άρα έχουν συχνότητες και διέπονται από παραπλήσιες αρχές της φυσικής. Μόνο που η ακτινοβολία των άστρων και ο ρυθμός περιστροφής των πλανητών δεν έχουν τίποτε το κοινό με τους παλμούς μιας χορδής στο πιάνο — η οποία, άλλωστε, είναι πολύ πιθανό να παραβιάζει τους μαθηματικούς κανόνες του Πυθαγόρα, από ανάγκη προσαρμογής στο κραταιό συγκερασμένο μουσικό σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί και ο Β.Π.
Κάπου εδώ σκέφτηκα ότι ίσως να υπερβάλλω. Ίσως ο Β.Π. να μιλά μεταφορικά. Η συνέχεια, όμως, δείχνει πως μιλά κυριολεκτικά, και με φρασεολογία αρχαίου φιλοσόφου, δηλαδή σχεδόν μεταφυσικά: «Ο ήχος ακολουθεί πάντοτε τη συχνότητα των μεταβολών αυτού του κύκλου [της Δημιουργίας] ως λειτουργικός κώδικας των συμπαντικών διαστάσεων και ταυτόχρονα ως γεννήτωρ. […] Μέτρον, ρυθμός, αρμονία ίσον μουσική, η οποία μετατρέπει την ακοσμία σε κόσμο, την αταξία σε τάξη και τη δυσαρμονία σε συμφωνία». Μα, το μέτρο, ο ρυθμός και η αρμονία δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν σε ένα μουσικό έργο, εκτός κι αν εννοούμε πάλι τις συχνότητες που διέπουν τα ηχητικά κύματα και τους συνδυασμούς τους. Αυτά, όμως, είναι μόνο η πρώτη ύλη, και μάλιστα η πρώτη ύλη σε συγκεκριμένα μουσικά συστήματα. Ο δημιουργός πρέπει να παρέμβει πάνω σε αυτά, να τα τιθασεύσει, να τα αναδιατάξει και να τα οδηγήσει εκεί όπου στοχεύει το όραμά του, το οποίο είναι δικό του και του πολιτισμού που τον διαμόρφωσε, δεν προϋπάρχει σε κάποια υπερκόσμια σφαίρα όπως οι πλατωνικές ιδέες.
Πιο κάτω, ο Β.Π. αναφέρει: «Η ζωγραφική χρειάζεται τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος φτιάχνει έναν πίνακα. Η μουσική δεν έχει ανάγκη κανέναν. Η μουσική είναι ένα θείο πράγμα» Και αργότερα: «Χρησιμοποιεί, δηλαδή, η μουσική κάποιον ή κάποια προκειμένου να γραφτεί». Και πιο μετά: «Ο άνθρωπος [δηλαδή ο συνθέτης] επιστρατεύεται ως εκτελεστικό όργανο για κάτι που δεν υπήρχε πριν από πέντε λεπτά, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε από πάντα». Όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μια ακόμα παραλλαγή του μύθου περί Μότσαρτ, σύμφωνα με τον οποίο ο Μότσαρτ απλώς άφηνε τη μουσική να ρέει από μέσα του, χωρίς να παρεμβαίνει ο ίδιος, μόνο που ο Β.Π. τον επανατοποθετεί σε ευρύτερη βάση, λέγοντας πως υπάρχουν πολλοί συνθέτες που λειτουργούν έτσι, ανάμεσά τους και ο ίδιος — και αυτό δεν το λέει με αλαζονική διάθεση, αλλά το περιγράφει απλώς σαν έναν τρόπο να γράψεις μουσική, χωρίς παράλληλα να απορρίπτει τον εγνωσμένο δρόμο, δηλαδή της δοκιμής, της απόρριψης και της μετατροπής μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Και αυτή ακριβώς η έλλειψη αλαζονείας εκ μέρους του είναι ο βασικός λόγος που δεν μπορώ να στραφώ εναντίον του (πέρα από το ότι μου αρέσει, ως επί το πλείστον, η μουσική του). Δεν μπορώ όμως να μην (ξανα)τονίσω ότι αυτού του τύπου οι αντιλήψεις αδικούν σε εγκληματικό βαθμό την ανθρώπινη δημιουργία, η οποία πάντοτε υπήρξε προϊόν παράδοσης, σκέψης και μόχθου.
Φτάνει πια με τη μεταφυσική!