Μία ημέρα μόνο
Η ερώτηση: «Τι μας προτείνετε να δούμε στην πόλη», είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ακουστεί σε κάθε διαδρομή. Μόλις την ακούω, αρχίζω να αραδιάζω με ενθουσιασμό σημεία ενδιαφέροντος, μουσεία, εστιατόρια, πεζόδρομους. «Ξέρετε, έχουμε μόνο μία ημέρα στη διάθεσή μας, μετά θα συνεχίσουμε για τα νησιά…» Σωστά. Είναι κι αυτό στο πρόγραμμα. Οπότε, με δισταγμό, προτείνω τα προφανή: «Να ανεβείτε στην Ακρόπολη, να πάτε στο μουσείο της, περπατήστε μέχρι το Καλλιμάρμαρο, αν έχετε χρόνο επισκεφτείτε και το Αρχαιολογικό Μουσείο, αυτά».
Η κυρία, όμως, που κάθεται αυτή τη φορά πίσω μαζί με τον σύντροφό της ακουμπά τον ώμο μου με το χέρι της και μου λέει γλυκά: «Εσύ, τι θα έκανες εσύ αν ήσουν για μία ημέρα επισκέπτης στην πόλη; Σκέψου και μου λες μόλις φτάσουμε».
Οδηγώντας στην περιφερειακή του Υμηττού, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην Αθήνα που λαμποκοπά ξεπλυμένη από τη δυνατή βροχή της προηγούμενης ημέρας, στα βουνά τριγύρω της, στους λόφους της και στη θάλασσα που φαίνεται τόσο καθαρά στο βάθος, ανοίγω τον χάρτη —τον δικό μου: του μυαλού μου— και σχεδιάζω την περιήγηση. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η κυρία ανοίγει τον δικό της χάρτη:
«Ξεκίνα, σε ακούω».
«Αν είχα εγώ μία ημέρα στην πόλη, δεν θα κλεινόμουν σε κανένα μουσείο ή κτίριο. Θα περπατούσα στο κέντρο. Ίσως να ανέβαινα μόνο στην Ακρόπολη, ίσως και να τη θαύμαζα απλώς περπατώντας στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου ή στην Αποστόλου Παύλου νωρίς το πρωί, πριν ακόμη γεμίσουν κόσμο. Ναι, αυτό θα έκανα. Θα ξεκινούσα περπατώντας από την Πύλη του Αδριανού, νωρίς, μόλις θα έβλεπα τον ήλιο να βγαίνει πίσω από τον Υμηττό και να αλλάζει μορφή όλη η πόλη, να παίρνει ζωή. Θα έφτανα, κάνοντας στάσεις τακτικά για να χαρώ τη θέα του βράχου από διάφορα σημεία, μέχρι το Μοναστηράκι. Θα σταματούσα στου Ψυρρή για έναν ελληνικό καφέ με γλυκό του κουταλιού και θα συνέχιζα μέχρι να συναντήσω την Ευριπίδου, να αρχίσω να την ανεβαίνω χαζεύοντας βότανα και μπαχάρια. Ύστερα θα έπιανα την Αθηνάς, να βγω στην αγορά, να μπλεχτώ με τον κόσμο που τρέχει να ψωνίσει, με άλλους που απλώς παρατηρούν, να ακούσω τις φωνές των εμπόρων που διαλαλούν το εμπόρευμά τους. Το μεσημέρι, όταν πια η ζέστη θα ήταν αρκετή και η κούραση και η πείνα θα με νικούσαν, θα έβρισκα μια σκιά στα στενά των Πετραλώνων για απλό και νόστιμο φαγητό κι από εκεί θα συνέχιζα στον περιφερειακό του Φιλοπάππου για να βγω στο Θησείο και να ανέβω στον λόφο των Μουσών. Το απόγευμα θα το αφιέρωνα στον πιο διάσημο λόφο της πόλης, τον Λυκαβηττό. Θα περπατούσα στις γειτονιές που βρίσκονται στους πρόποδές του, για να καταλήξω, όταν πια θα ήταν η ώρα να πέσει ο ήλιος, με μια κούπα ζεστό καφέ, πάνω στον λόφο, στη νότια πλευρά του. Είναι η στιγμή που μοιάζει σαν κάποιος να ανάβει ξαφνικά ένα πορτοκαλί φως πάνω από την πόλη. Ο Υμηττός φωτίζεται υπέροχα και η θέα του Παρθενώνα με φόντο τη θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα είναι μοναδική. Το βράδυ, πια, μάλλον εξαντλημένη αλλά σίγουρα ευτυχής, θα περνούσα από την πλατεία της Αγίας Ειρήνης για ένα αποχαιρετιστήριο σουβλάκι και θα επέστρεφα στο ξενοδοχείο μου περνώντας μέσα από τα στενά της Πλάκας, ρίχνοντας πάλι ματιές στη φωτισμένη Ακρόπολη».
Η κυρία έχει μείνει να με κοιτά, εγώ προσπαθώ να σημειώσω πάνω στον χάρτη της κάποια από τα σημεία που της ανέφερα, της εύχομαι καλή ξεκούραση γιατί αύριο το πρόγραμμα έχει πολύ περπάτημα και κάνω να φύγω. Με ένα πολύ γλυκό χαμόγελο και μια ακόμη πιο γλυκιά αγκαλιά, με αποχαιρετά λέγοντας:
«Την αγαπάς πολύ, ε;»
«Πολύ».