Η πολιτικοποίηση της ντροπής
Την ώρα που η ανθρωπότητα μπαίνει σε άλλη μία (από τις εκατοντάδες, ιστορικά) περίοδο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας, λόγω της κατάστασης στη διπλανή Μέση Ανατολή, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας —ο εκφραστής και αντιπρόσωπος, δηλαδή, της ελληνικής κοινωνίας— βρέθηκε ανάμεσα στα πιο υψηλόβαθμα στελέχη του πλανήτη να μιλάει για «Ίβιλ μεμοράντουμς δατ τέαρ δε Γκρικ πιπλς απάρτ» και φυσικά για το «Σίριουσνες οφ δε γκρικ ντεπτ πρόμπλεμ» και πώς αυτό «μαστ μπι ερέισντ ον α νιου γιουροπίαν μπέισις φρομ δε πιπλ του δε πιπλ».
Την ντροπή που δεν αισθάνθηκε για πολλοστή φορά ο κ. Τσίπρας, όταν, ευρισκόμενος ανάμεσα σε σοβαρούς ανθρώπους και εν δυνάμει βοηθούς-φίλους της Ελλάδας, χασκογελούσε και θεωρούσε πως μιλούσε στον κολλητό του στο καφενείο, την αισθάνθηκα εγώ. Την ντροπή αυτή, που τα κομματόσκυλά του έσπευσαν να μετουσιώσουν σε ένδειξη υπεροχής και υπεράνω πολιτικής μαγκιάς και ανετίλας. Αυτή που πολλά εκατομμύρια συμπολιτών μας αδυνατούν να χαρακτηρίσουν σαν «ντροπή».
Όταν σπούδαζα στην Αγγλία, είχα γνωρίσει Έλληνες φοιτητές που, στα πέντε χρόνια των σπουδών τους, έμεναν στο ίδιο σπίτι, μίλαγαν μόνο ελληνικά, συναναστρέφονταν και γκομένιζαν μόνο με άλλους Έλληνες και Ελληνίδες, έτρωγαν «τα φασολάκια της μαμάς» και έβγαιναν να πάνε μόνο σε «Greek nights», όπου χόρευαν ζεϊμπεκιές υπό τη συναισθηματική μέθη της νοσταλγίας για την πατρίδα. Τα εικοσάχρονα. Οι φοιτητές. Οι ίδιοι φυσικά που, αν και έμεναν πέντε χρόνια στην Αγγλία, συνέχιζαν να αποκαλούν τους Άγγλους γκέι και να βρίσκουν μόνο ρατσιστικές συμπεριφορές στους καθηγητές τους όταν κόβονταν ή όταν έπαιρναν χαμηλό βαθμό. Χωρίς καμία συναναστροφή ή εμπλοκή με την αγγλική ή άλλη κουλτούρα.
Αυτή η ντροπή, που χωρίς λόγο και αιτία την κουβαλούσα επί πέντε χρόνια στην Αγγλία, λες και έπρεπε να απολογούμαι εγώ στους Άγγλους φίλους μου για τα χαΐρια των Ελληναράδων φοιτητών, είναι η ίδια ντροπή που αισθάνθηκα και την προηγούμενη εβδομάδα. Όχι επειδή «αμαυρώθηκε» ή έγινε ρεζίλι το ένδοξο έθνος. Μου είναι αδιάφορο το έθνος. Αλλά επειδή γνωρίζω πως την προηγούμενη εβδομάδα μπήκε άλλο ένα λιθαράκι στη δόμηση της διεθνούς απομόνωσης που τόσο περίτεχνα εκτελεί η παρούσα συγκυβέρνηση. Επειδή αν, αύριο-μεθαύριο, εγώ ή η κόρη μου (που έχει πολύ περισσότερη ζωή μπροστά της), αποφασίσουμε να βρούμε την τύχη μας σε άλλη χώρα, θα κουβαλάμε και σε ατομικό επίπεδο αυτή την απομόνωση. Θα είμαστε οι παρίες του δυτικού πολιτισμού. Οι κουτοπόνηροι, εξυπνάκηδες Έλληνες. Που εκλέγουν σαραντάρηδες πρόεδρους δεκαπενταμελούς, αντί για σοβαρούς πολιτικούς. Και πες, ας αδιαφορήσουμε για τη γνώμη των κουτόφραγκων — σωστά: αλλά υπάρχει και αυτή η συνείδηση που δεν σ’ αφήνει σε ησυχία. Ακόμα και όταν είσαι μόνος σου σε ένα δωμάτιο.
Η αίσθηση της ντροπής δεν περιορίζεται μόνο στη χριστιανική —ηθική ας πούμε— έννοια. Η ντροπή είναι μία δυναμική διαδικασία. Ξεκινά από την παραδοχή του λάθους και ολοκληρώνεται στις απαραίτητες συνειδητοποιήσεις, ώστε να μην επαναληφθεί, τουλάχιστον εσκεμμένα, το ίδιο λάθος. Φαίνεται ότι, για ακόμη μία φορά, το βάρος αυτής της διαδικασίας θα το επιφορτιστεί ένα ασήμαντο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας, μπας και καταφέρει να επικαλύψει τους εξυπνακισμούς της συντριπτικής πλειοψηφίας.