Σε καθετί που βλέπω, βλέπω εκείνον
Θέλω να σας πω για τη «Λίγη Ζωή» της Hanya Yanagihara. Θέλω να σας πω για τον Τζουντ, για τον Γουίλεμ, τον Μάλκομ και τον Τζέι Μπι. Για την πορεία της ζωής τους, τις αδυναμίες και τα λάθη τους, για την ευφυΐα τους, τα χαρίσματά τους και για τις μέρες τους στο υπέροχο χωνευτήρι που λέγεται Νέα Υόρκη. Για τον Χάρολντ και για τον Άντι.
Αλλά πιο πολύ θέλω να σας πω ότι η «Λίγη Ζωή» με παρέσυρε σε μια δίνη βαθιά, μια ανάγνωση χωρίς σταματημό, γιατί, ακόμη και όταν σταματούσα να διαβάζω, η σκέψη μου ήταν εκεί, στην ιστορία, και είναι ακόμη εκεί, επειδή η «Λίγη Ζωή» δεν χαρίζει μόνο μια πλοκή, ένα σενάριο. Κυρίως αφήνει έναν βαθύ προβληματισμό, όχι σαν εξίσωση που πρέπει να λυθεί, αλλά σαν την αιώνια αναζήτηση του τι είναι σημαντικό στη ζωή —όχι στη ζωή γενικά, σαν εν πολλοίς αφηρημένη έννοια, αλλά στην τροχιά μιας συγκεκριμένης ζωής, της δικής μου, του καθενός—, τι είναι σημαντικό και τι καθορίζει τη ζωή αυτή.
Τέσσερις συμφοιτητές και καλοί φίλοι μετακομίζουν μετά την αποφοίτησή τους από τη Βοστώνη στη Νέα Υόρκη, κι εκεί προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους. Ο όμορφος Γουίλεμ, που είναι ηθοποιός, ο Μάλκομ, αρχιτέκτονας, ο Τζέι Μπι, ζωγράφος, και ο Τζουντ, ο δικηγόρος. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την πορεία της ζωής τους, την προσπάθειά τους να πετύχουν και να διακριθούν, αλλά ταυτόχρονα και τους προσωπικούς δαίμονες του καθενός: την ορφάνια του Γουίλεμ που ήρθε από την επαρχία χωρίς τίποτα, την προστατευτικότητα της οικογένειας του Τζέι Μπι, την προσπάθεια του Μάλκομ να ξεφύγει από τη σκιά των εύπορων γονιών του… και τον Τζουντ: τον μυστηριώδη, ιδιοφυή Τζουντ, πραγματική διάνοια στη νομική επιστήμη, που ολοκληρώνει παράλληλα ένα μεταπτυχιακό στα μαθηματικά — τον Τζουντ, για το παρελθόν του οποίου δεν γνωρίζει κανείς τίποτα, τον αινιγματικό και συνεσταλμένο Τζουντ που φορά πάντα μπλούζες με μακριά μανίκια…
Στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται η μακριά ιστορία της φιλίας τους και της προσωπικής πορείας του καθενός, μα αναπόφευκτα η αφήγηση εστιάζει στον Τζουντ που παλεύει με το παρελθόν του και με τα τρομερά τραύματα της παιδικής του ηλικίας — τραύματα που δεν θα ξεπεράσει ποτέ. Ο Τζουντ δυσκολεύεται να δεχτεί την αγάπη που δέχεται από τους φίλους του —και κυρίως από τον Γουίλεμ, τον κυρίαρχο άνθρωπο στη ζωή του, έναν φίλο που δεν φεύγει ποτέ, παρά την απροθυμία του Τζουντ να μιλήσει για το παρελθόν του—, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι μπορεί ένας καθηγητής του να θέλει να τον υιοθετήσει (!) στην ηλικία των 30 ετών, μολονότι πράγματι ο Χάρολντ τον βλέπει σαν πραγματικό του γιο:
Δεν το ξέρει τώρα, μα στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ξανά και ξανά θα δοκιμάσει τους ισχυρισμούς αφοσίωσης του Χάρολντ, θα χιμήξει στις υποσχέσεις του για να δει πόσο σταθερές είναι. Δεν συνειδητοποιεί καν ότι το κάνει. Μα θα το κάνει παρ όλα αυτά, επειδή ένα κομμάτι του δεν θα πιστέψει τον Χάρολντ και την Τζούλια· όσο κι αν το θέλει, όσο κι αν νομίζει ότι τους πιστεύει, δεν θα τους πιστεύει, και πάντα θα είναι βέβαιος ότι στο τέλος θα τον βαρεθούν, ότι μια μέρα θα μετανιώσουν για την εμπλοκή τους με αυτόν.
Είναι αδύνατον να πιστέψει ότι τόσο πολλή αγάπη έρχεται άδολα, ότι είναι πραγματική, μολονότι η αγάπη αυτή και η αφοσίωση, τόσο του Γουίλεμ όσο και του Χάρολντ, κρίνονται στον χρόνο και δικαιώνονται πανηγυρικά.
Και η ζωή περνά, και οι τέσσερις, παρά τις αδυναμίες τους ο καθένας, και στον χρόνο του ο καθένας, πετυχαίνουν σπουδαία πράγματα και διακρίνονται στους τομείς τους. Οι μεταξύ τους σχέσεις δεν είναι πάντα ανέφελες και ατάραχες, περνούν κρίσεις και τις ξεπερνούν, αμέσως ή με το πέρασμα του χρόνου — εκτός από μία: η σχέση του Τζουντ με τον Γουίλεμ δεν περνά κρίση. Ο Γουίλεμ προστατεύει τον Τζουντ και τον στηρίζει, και ο Τζουντ εμπιστεύεται τον Γουίλεμ όσο κανέναν.
Και καθώς η ζωή ολοένα περνά, και καθώς τα χρόνια κυλούν και η δυναμική των σχέσεων σταθεροποιείται και, πια, κατακάθεται, η ιστορία παίρνει μια αδιανόητα τραγική τροπή, και όλα αλλάζουν — και τώρα αυτή η αναπάντεχα δυνατή και ώριμη συγγραφέας περιγράφει μια ζωή μισή, μια ζωή άδεια, μια ζωή χωρίς τον άνθρωπο που τη γέμιζε στα χρόνια, μια ζωή που η θέρμη της προερχόταν κυρίως από μία πηγή, από έναν άνθρωπο — μα αυτός φεύγει, αναπάντεχα και σκληρά, και το κενό είναι τεράστιο, το κενό σε καταπίνει (καταπίνει κι εσένα: τον αναγνώστη — δεν μπορείς να ξεφύγεις, και ούτε το θέλεις), και η ζωή δεν αντέχεται με την απουσία του, χάνει τη μόνη της χαρά.
Μα ας μην πούμε άλλα εδώ…
Έχουμε τη χαρά να κρατάμε στα χέρια μας ένα βιβλίο που περιγράφει το απόλυτο κακό και το απόλυτο καλό με έναν τρόπο ολωσδιόλου ασυνήθιστο και μεστό, τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων και την πιο φωτεινή τους πλευρά, που όμως δεν φτάνει τελικά να φωτίσει τα πιο δυσπρόσιτα, κρυφά, μυστικά σημεία. Είναι ένα δράμα, ένα σπαρακτικό αφήγημα, που ταυτόχρονα περιγράφει τόσο πολλή και τόσο απόλυτη καλοσύνη, που σου ραγίζει την καρδιά. Θα το δείτε: η «Λίγη ζωή» θα μείνει μαζί σας για πάντα.
Το βραβευμένο μυθιστόρημα της Hanya Yanagihara, που είναι περισσότερο από σίγουρο ότι θα αντέξει στον χρόνο και θα γίνει κλασικό, κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε καταπληκτική μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη.