Μαραθώνιοι και «μαραθώνιοι»

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Μαραθώνιοι και «μαραθώνιοι»

Η ημέρα έχει γίνει νύχτα μέσα σε λίγα λεπτά και χοντρές ψιχάλες προσγειώνονται με δύναμη. Πολύ γρήγορα, μετατρέπονται σε χαλάζι μεγέθους ναφθαλίνης και βροντούν πάνω στο αυτοκίνητο. Χέρια απλωμένα σε κεντρική λεωφόρο της πόλης, και νεαρή κυρία κάθεται στο πίσω κάθισμα.

«Το πιστεύετε αυτό που έγινε μέσα σε λίγα λεπτά; Ρίχνει ολόκληρα παγάκια! Δεν φοβάστε;»

«Όχι. Δεν είναι ευχάριστο να νομίζεις ότι λιθοβολεί κάποιος το αυτοκίνητο, αλλά όχι, δεν φοβάμαι».

Κινούμαστε πολύ αργά, η ορατότητα είναι περιορισμένη, η κυρία είναι ανήσυχη, την ακούω να μιλά στο τηλέφωνο και να περιγράφει την κατάσταση στους δρόμους. Το κλείνει και με ρωτά αναστενάζοντας:

«Θα αργήσουμε πολύ; Πρέπει να πάρω τα παιδιά από το σχολείο».

«Παρόλο που ως ταξιτζής θα έπρεπε να τα ξέρω όλα, αυτό δεν το γνωρίζω. Ελπίζω πως όχι, θα καθυστερήσουμε μεν, αλλά θα προλάβετε. Μη στενοχωριέστε».

Το αυτοκίνητο έχει γίνει on the rocks, έχει μια δαιμονισμένη κίνηση, η κυρία χαζεύει από το παράθυρο και το μάτι της πέφτει σε κάποιο από τα διαφημιστικά του Μαραθωνίου στις κολόνες φωτισμού:

«Χμ, Μαραθώνιος την Κυριακή. Λες και δεν τρέχουμε Μαραθώνιο κάθε μέρα…»

Χαμογελώ με κατανόηση, η κυρία κατεβαίνει και τρέχει στην αυλή του σχολείου.

 

Η επόμενη ημέρα είναι πολύ φωτεινή, η πόλη ξεπλυμένη και λαμπερή κι εγώ παραλαμβάνω τακτικούς επιβάτες μου που δεν έρχονται για ευχάριστο λόγο στην πόλη μας. Η κυρία δίνει μεγάλη μάχη και ο τρυφερός σύντροφός της τη συνοδεύει πάντα. Ρωτώ δειλά πώς πάνε τα πράγματα, φοβάμαι τι απάντηση θα πάρω, τα νέα δεν είναι άσχημα, κάτι είναι κι αυτό.

«Λες και τρέχουμε Μαραθώνιο, Χρυσούλα. Και η διαδρομή δεν μικραίνει, δεν σώνονται τα χιλιόμετρα. Αυτοί που θα τρέξουν μεθαύριο, ξέρουν τουλάχιστον πόσο θα τρέξουν και τι τους περιμένει στο τέλος της διαδρομής…»

 

Ξημερώνει Παρασκευή και οι επιβάτες μου μόλις έχουν φτάσει από το Λονδίνο. Έχουν έρθει για τον Μαραθώνιο της Κυριακής. Η πρώτη κυρία που βλέπω είναι σίγουρα δρομέας, η δεύτερη δεν θα το έλεγα, και ο άντρας της παρέας λαμπαδιάζει δύο απανωτά τσιγάρα μόλις βγαίνουμε από τον χώρο των αφίξεων.

«Να υποθέσω ότι εσείς δεν θα τρέξετε».

«Όχι, εγώ ήρθα για τις μπίρες. Μόνο η γυναίκα μου θα τρέξει, οι υπόλοιποι είμαστε η ομάδα υποστήριξης».

Ξεκινάμε για την πόλη, η βραδιά είναι πολύ γλυκιά και η δρομέας πραγματικά ενθουσιασμένη.

«Δεν έχω ξαναβγάλει ολόκληρο Μαραθώνιο, την προηγούμενη φορά άντεξα για τριάντα χιλιόμετρα, τώρα όμως έχω προετοιμαστεί πολύ καλά, ελπίζω να τα καταφέρω. Αν όχι, θα σας τηλεφωνήσω να έρθετε να με μαζέψετε με το ταξί!»

Ακολουθούν γέλια και πειράγματα και διάφορες ερωτήσεις γύρω από το πώς είναι η περιοχή του Μαραθώνα, αν είναι μεγάλη πόλη ή αγροτική περιοχή, αν έχει κάποιο σημείο ενδιαφέροντος που θα άξιζε να επισκεφτούν. Αναφέρω το μέρος όπου βρίσκεται ο τύμβος και τους προτείνω να δοκιμάσουν τις ντομάτες για τις οποίες φημίζεται η περιοχή.

«Marathon tomatoes», σχολιάζει ο κύριος, «they must last really long!»

Ξεσπάμε όλοι σε γέλια, τους αφήνω στο ξενοδοχείο τους, εύχομαι καλή τύχη στην κυρία κι απομακρύνομαι.

 

Είναι περασμένη η ώρα, η κίνηση στους δρόμους είναι ελάχιστη κι εγώ σκέφτομαι Μαραθωνίους. Όχι τους πραγματικούς αλλά εκείνους που καταπονείται η ψυχή και που δεν βρίσκει τρόπους να ξαποστάσει, εκείνους που δεν ξέρεις ούτε πόσο θα κρατήσουν, ούτε αν θα κόψεις το νήμα νικητής. Τον δικό μας καθημερινό Μαραθώνιο, που τον τρέχουμε σε ρυθμούς σπριντ και πολλές φορές νιώθουμε ότι δεν έχουμε άλλη ανάσα, αλλά τότε, όπως συμβαίνει στα σημεία όπου οι δρομείς δροσίζονται με λίγο νερό και σε πείσμα της κούρασής τους συνεχίζουν, εμφανίζονται οι φίλοι, οι δικοί μας άνθρωποι και μας βοηθούν να συνεχίσουμε.

Και συνεχίζουμε.