Η εξέγερση των κακομαθημένων παιδιών

P
Θανάσης Πολλάτος

Η εξέγερση των κακομαθημένων παιδιών

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μικτό πολίτευμα. Συνδυάζει το αμεσοδημοκρατικής προέλευσης στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας με το αριστοκρατικής έμπνευσης στοιχείο της αντιπροσώπευσης. Επιλογή των αντιπροσώπων σημαίνει όχι επικράτηση των εξ αίματος «αρίστων», των ευγενών δηλαδή στην καταγωγή, αλλά επιλογή των αξιοκρατικά αρίστων — πρακτική που ακόμα και το υπόδειγμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα καθόλου δεν αγνοούσε. Η συμμετοχή του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας εξισορροπείται από τη διαμεσολάβηση αυτής της συμμετοχής· και, πέραν των λειτουργικών σκοπών τους οποίους αυτή εξυπηρετεί, συνιστά και μια δικλίδα ασφαλείας απέναντι στους πιθανούς εκμαυλισμούς για τους οποίους ήδη ο Αριστοτέλης είχε πει πολλά. Άλλωστε, ο μικτός χαρακτήρας του πολιτεύματος είναι απολύτως σύστοιχος προς την αριστοτελική διάθεση της μεσότητας. Ας μην παραλείψουμε πάντως και την αντίστροφη λειτουργία αυτής της πρόσμιξης: η έμμεση, διά της εκλογής αντιπροσώπων, συμμετοχή του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας συνιστά δικλίδα ασφαλείας απέναντι στην πιθανή αποχαλιναγώγηση των ελίτ που αναλαμβάνουν να ασκήσουν άμεσα την πολιτική εξουσία.

Η χρυσή ισορροπία λοιπόν διατηρείται όσο ισχύουν οι ιδανικές συνθήκες της ισοβαρούς ανάπτυξης και άσκησης τόσο της λαϊκής κυριαρχίας όσο και της αντιπροσώπευσης. Καθόσον όμως ιδανικές συνθήκες υπάρχουν μόνο στη θεωρία, η δημοκρατία αποτελεί μια διαρκή ταλάντευση η οποία λειτουργεί όσο ο σχοινοβάτης παραμένει έστω με νύχια και με δόντια πάνω στο σχοινί — τουτέστιν, όσο οι εκτροπές κατά το δυνατόν προλαμβάνονται, αντιμετωπίζονται και αποκαθίστανται, όσο τα πραγματα δηλαδή δεν ξεφεύγουν από ορισμένα όρια. Όταν όμως ο ένας πόλος αναπτυχθεί υπερτροφικά έναντι του άλλου, η ίδια η επιβίωση του συστήματος γίνεται αμφίβολη και η προσφυγή σε αυτοσυντηρητικές πρακτικές καθίσταται επιβεβλημένη.

Μετά από δεκαετίες αυξανόμενης ευμάρειας, το «δυτικό όνειρο» της ολοένα μανιωδέστερης κατανάλωσης σκαλώνει στη χρεοκοπία της Λίμαν Μπράδερς το 2008. Μετά από ένα ντόμινο εξελίξεων, γίνεται πλέον σαφές ότι ο δυτικός κόσμος πρέπει να κατεβάσει ταχύτητα και να μειώσει της καταναλωτικές του προσδοκίες. Τα πολιτισμικώς μικροαστικά στρώματα των δυτικών κοινωνιών —και όχι μόνο— ξυπνούν ξαφνικά από τον λήθαργο της κατανάλωσης, της αποπολιτικοποίησης και της πολιτικής απάθειας και συμπεριφέρονται σαν ταύροι σε υαλοπωλείο. Με τις αντιδράσεις τους φέρνουν στην επιφάνεια το μεγαλύτερο πρόβλημα της ύστερης νεωτερικότητας: την υστέρηση στη διάχυση της γενικής εκπολιτιστικής δραστηριότητας. Με τα λούμπεν αντανακλαστικά τους, τα κακομαθημένα παιδιά ξεκινούν να χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο για να τιμωρήσουν τους μη στοργικούς γονείς τους: αναζητούν μαγικές, εξωπραγματικές λύσεις, καταφεύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας, ταυτίζονται και υπερψηφίζουν τσαρλατάνους για να τους εκπροσωπήσουν.

Οι αμήχανες ελίτ είναι θύματα της ίδιας κατάστασης. Ο μεταψυχροπολεμικός λήθαργος έχει απομειώσει την αποφασιστικότητα και τις τελεστικές τους ικανότητες, τις έχει αποσυνδέσει από τις ιστορικές τους παρακαταθήκες, τις έχει εθίσει στην πρακτική της απολογητικής υποχωρητικότητας και της λαϊκιστικής θωπείας των μικροαστικών ενστίκτων. Η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει επιβάλει, όπως έχει παρατηρήσει ο Παναγιώτης Κονδύλης, το αναλυτικό-συνδυαστικό σχήμα σκέψης που αποκαθηλώνει κάθε αυθεντία και κάθε ιεραρχία στο όνομα μιας στρεβλωτικής γενίκευσης της έννοιας της ισότητας. Στον επίμονο απόηχο του πνεύματος επιτρεπτικότητας που εξαπλώνεται μετά τον Μάη του ’68, όλες οι απόψεις είναι ισοβαρείς, «anything goes», και η επίκληση των κριτηρίων του ορθού λόγου απαγορεύεται επί ποινή εξοβελισμού λόγω αυταρχικής παρέκκλισης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η βάσανος της λογικής τίθεται στο περιθώριο και οι απλοϊκές ανορθολογικές λύσεις πολύπλοκων προβλημάτων βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Οι τσαρλατάνοι, όποτε έχουν την ατυχία να επικρατήσουν, βρίσκονται μπροστά στα αδιέξοδα της πληθωρικής τους ρητορικής: μουγκαμάρα, απόσυρση, κωλοτούμπα (Τραμπ, Φάρατζ, Τσίπρας). Το καθεστώς της μεταμοντέρνας μετριοκρατίας αρθρώνεται λοιπόν ως γενικευμένος πλαδαρός εξισωτισμός. Η ημιμαθής θρασύτητα συγχέεται με το πρώτο κινούν της νεωτερικής επανάστασης, την αμφισβήτηση, η επιστημονική αλήθεια εξισώνεται με την αντιεμβολιαστική μπούρδα για παράδειγμα, «opinions are like assholes, everyone has one» κατά τη διατύπωση του Χάρι Κάλαχαν.

Η λειτουργία των σόσιαλ μίντια είναι ενδεικτική. Δεν εκμηδενίζουν μόνο τις φυσικές αποστάσεις, αλλά ισοπεδώνουν τις ιεραρχίες των προσώπων και των πραγμάτων. Οι «απόψεις» αποκτούν υπόσταση σε μια σφαίρα πέραν της ιδιωτικής και πλασάρονται εκεί ως ισοδύναμες. Η «δημοκρατικοποίηση» της νέας δημόσιας σφαίρας είναι οχλοκρατική, αναδεικνύει τους πιο χυδαίους, τους πιο επιθετικούς, τους πιο τραμπούκους. Η εκ του μηδενός άλλωστε δημιουργία μιας περσόνας στα κοινωνικά δίκτυα είναι παράδοξα αποπροσωποιητική. Είναι ψευδής, εικονική και η κυριαρχούσα ανωνυμία της επιτρέπει την εξαφάνιση της αιδούς ως βασικού παράγοντα αυτοσυγκράτησης και εκπολιτισμού της συμπεριφοράς. Αυτή η απώλεια των ορίων δεν αποχαλινώνει μόνο τις συμπεριφορές, αλλά διαβρώνει τον συγκροτητικό ιστό της προσωπικότητας προκαλώντας ψυχικές παλινδρομήσεις, αστάθεια και χάος.

Ξυπνώντας από τον πολυετή καταναλωτικό λήθαργο λοιπόν, τα κακομαθημένα παιδιά βρέθηκαν μπροστά στο νέο σκηνικό: σε έναν κόσμο όπου έχουν χάσει την προνομιακή θέση τους. Είπαν έτσι να μεταμφιεστούν σε οπισθοφύλακες του απερχόμενου εθνοκεντρικού κόσμου. Όχι από καμιά ειλικρινή πίστη στις εθνικές αξίες, αλλά παρασυρμένοι από τα αντανακλαστικά αισθήματα φόβου που τους γεννά το νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Λησμόνησαν όμως τόσο πως τα χρόνια των παχιών αγελάδων οφείλονται στην υπέρβαση των εθνικών ορίων όσο και πως «there’s no such thing as a free lunch». Με αφορμή τη συρρίκνωση των καταναλωτικών προσδοκιών, έρχεται στο φως μια νέα πολιτισμικού —και όχι οικονομικού— τύπου ταξικότητα. Αυτή που έχει να κάνει με τα χάσματα και τις υστερήσεις στη διάχυση της διαφωτιστικής κληρονομιάς της νεωτερικότητας σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών. Τα στρώματα αυτά με την είσοδό τους στο ιστορικό προσκήνιο αποκαλύπτουν την ταύτισή τους με τις πιο ζοφερές όψεις του παρελθόντος κόσμου, όπως ο ρατσισμός και ο εθνικισμός. Οι καθηλώσεις αυτές αναδεικνύουν, από τη μία, την αδυναμία των στρωμάτων αυτών να παρακολουθήσουν τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που αυτές προβάλλουν, και, από την άλλη, φανερώνουν πως η πλέον ενστικτώδης αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση είναι η προσφυγή στα φοβικά συναισθήματα και η αναζήτηση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος όπως η εξωραϊσμένη και δημαγωγικά στρεβλωμένη εικόνα ενός τάχα «ένδοξου» παρελθόντος. Προς τα κει στρέφονται μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση όσα κομμάτια του πληθυσμού είναι λιγότερο δυναμικά, όσα αισθάνονται ότι χάνουν τη θέση τους στον κόσμο, όσα ασυνείδητα γνωρίζουν πως διαθέτουν σαθρό υπόβαθρο για να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες. Σε αυτούς, τα αισθήματα της ανεπάρκειας τροφοδοτούν το μίσος προς όσους εποφθαλμιούν τη δική τους θέση στον κόσμο, το ασυνείδητο δηλαδή «μίσος για τον εαυτό» που μετατρέπεται σε «μίσος για τον άλλο», με τη ρατσιστική ρητορική να θριαμβεύει.

Ο δυτικός πολιτισμός βάλλεται. Βάλλεται από τα μέσα και από τα έξω. Από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, από τον νέο/παλαιό μάτσο σοβινισμό, από τη μεταμοντέρνα αμετροεπή μεμψιμοιρία, από τον καταστροφικό επελαύνοντα λαϊκισμό. Στις πλάτες λοιπόν όσων αναγνωρίζουν την αξία του μέσα στην ανθρώπινη ιστορία πέφτει το βάρος της υπεράσπισής του, της υπεράσπισης των αξιών «της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του σεβασμού των νόμων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ανεξάρτητα από την καταγωγή, το χρώμα του δέρματος, τη θρησκεία, το φύλο, τη σεξουαλική ταυτότητα ή τις πολιτικές απόψεις» όπως τις συνόψισε η καγκελάριος Μέρκελ.