Λογική και ευαισθησία
Κάθε πολιτική κοινωνία έχει το μερίδιο της στον ανορθολογισμό, και η ελληνική δεν αποτελεί εξαίρεση. Μάλιστα, στα μουντά χρόνια της Κρίσης, περίσσεψαν οι εξάρσεις της αγανάκτησης, ο διχαστικός λόγος του μίσους και η κυριαρχία της μοιραίας πλάνης.
Το αντίδοτο όμως στον εθνικολαϊκισμό που εγκλωβίζει τη χώρα στην αποκαρδιωτική στασιμότητα δεν βρίσκεται στην αποστειρωμένη φωνή της «κοινής λογικής» που προβάλλεται σήμερα υποβαθμίζοντας τον ρόλο των δημόσιων συναισθημάτων στην πολιτική ζωή. Οι αδυναμίες της επαγωγικής λογικής (που φαίνεται να αγνοούνται από την τεχνοκρατική σκέψη), ειδικά στο πεδίο της πολιτικής, είναι γνωστές από την εποχή του Ντέιβιντ Χιουμ, που επισήμαινε πως η λογική είναι, και οφείλει να είναι, σκλάβος των παθών.
Τα δημόσια συναισθήματα μπορούν να ενισχύσουν τις καταστατικές αρχές μιας κοινωνίας, να «αιματώσουν» τους θεσμούς της και να προσδώσουν μία αίσθηση κατεύθυνσης. Και, αντίθετα, η επικράτηση των διχαστικών-διαχωριστικών συναισθημάτων μπορεί να εκτρέψει τις κοινωνίες από το δρόμο της προόδου. Ιστορικά, τα δημόσια συναισθήματα πάντοτε συνόδευαν τις πιο σταθερές και φιλελεύθερες δημοκρατίες και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αποκλειστικό πεδίο ανελεύθερων καθεστώτων. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Martha Nussbaum στο έργο της «Political Emotions: Why love matters for justice» (2013), «Παραχωρώντας στις αντιφιλελεύθερες δυνάμεις το πεδίο της διαμόρφωσης των συναισθημάτων, δίνει τεράστιο πλεονέκτημα στις καρδιές των ανθρώπων και διακινδυνεύει να κάνει τους ανθρώπους να θεωρήσουν τις φιλελεύθερες αξίες ως χλιαρές και βαρετές». Στις μέρες μας, όπου ο νέος εθνικολαϊκισμός προελαύνει στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, η Αμερικανίδα ηθική φιλόσοφος μοιάζει να επιβεβαιώνεται.
Στα χρόνια της ελληνικής πτώχευσης και με το κοινωνικό ασανσέρ σε ελεύθερη πτώση, στο πεδίο των δημόσιων συναισθημάτων κυριάρχησε σχεδόν απόλυτα ένας επιθετικός λαϊκισμός που εκμεταλλεύτηκε με (εκλογική) επιτυχία τα κατανοητά αισθήματα φόβου, σύγχυσης και οργής, που συνόδευσαν τη «νέα ανασφάλεια» των μεσαίων στρωμάτων. Οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις, οχυρωμένες πίσω από τη στεγνή γλώσσα των αριθμών, προσπάθησαν να ξορκίσουν τον δαίμονα του λαϊκισμού θεραπεύοντας τον διάχυτο οικονομικό αναλφαβητισμό. Δυστυχώς, και μάλλον αναμενόμενα, δεν κατάφεραν να συνομιλήσουν με τους πολίτες, κυρίως με όσους βρέθηκαν ανάμεσα στους «χαμένους» της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής. Σύντομα διαπίστωσαν ότι τα επιχειρήματά τους έστεκαν ανίσχυρα απέναντι στις αβάσιμες εικασίες και στις πλέον ευφάνταστες συνωμοσιολογικές θεωρίες των πολιτικών αντιπάλων τους.
Σήμερα, η επώδυνη συντριβή των αυταπατών των πολιτών (και των «ιδιοτελών σφαλμάτων» όσον αφορά εκείνους που ηγήθηκαν του κύματος του λαϊκισμού) δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την ομαλή επάνοδο στη ζητούμενη κανονικότητα. Αντίθετα, με τα συναισθήματα της απογοήτευσης, της κόπωσης και της παραίτησης να κατακλύζουν τη δημόσια σφαίρα, διαφαίνεται περισσότερο παρά ποτέ ο κίνδυνος της ανόρθωσης ενός διαχωριστικού τείχους, καθώς ένα ολοένα διευρυνόμενο τμήμα του πληθυσμού αρνείται πεισματικά να ακούσει οτιδήποτε πέραν των βεβαιοτήτων του. Η απάθεια και η περιθωριοποίηση, σε μια στιγμή που η πρόκληση της ανασυγκρότησης του τόπου επιτάσσει την κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, προδιαγράφει μία νέα εθνική αποτυχία.
Στον δύσβατο δρόμο για την αναγκαία ανάταξη της χώρας, αναζητείται ένας πολιτικός λόγος ικανός να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο κοινωνικό σώμα και τις πολιτικές ελίτ, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τις απαραίτητες κοινωνικές δυνάμεις για τη στήριξη και την εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης. Αναζητείται επειγόντως μία προγραμματική πρόταση που θα απευθυνθεί στο μυαλό των ανθρώπων και ταυτόχρονα (για να παραφράσουμε τον σολωμικό στίχο) θα «φωνάξει όσα αισθάνεται η καρδιά».