Το σαιξπηρικό «Χειμωνιάτικο παραμύθι», ξανά
Το «Χάσμα του χρόνου» εντάσσεται στη σειρά Hogarth Shakespeare Project: τα πιο αγαπημένα έργα του μεγαλύτερου δραματουργού όλων των εποχών ξαναγράφονται από τους σπουδαιότερους σύγχρονους συγγραφείς. Η Jeanette Winterson ξαναγράφει το «Χειμωνιάτικο παραμύθι»: Σε μια ανεμοδαρμένη πόλη του αμερικάνικου Νότου, τη Νέα Βοημία, μια νύχτα ένας άγνωστος εγκαταλείπει ένα βρέφος στην είσοδο ενός νοσοκομείου. Είναι η μικρή Περντίτα, την οποία ο πατέρας της, τρελός από ζήλια, δεν αναγνωρίζει και εξορίζει για πάντα από τη ζωή του και από το Λονδίνο. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Περντίτα αγνοεί βασικά στοιχεία για την ταυτότητα και την καταγωγή της, αλλά σύντομα θα ανακαλύψει ποια είναι η οικογένειά της. Η εκδοχή του σαιξπηρικού «Χειμωνιάτικου παραμυθιού» διά χειρός Jeanette Winterson αφηγείται μια σπαρακτική ιστορία για καρδιές που ράγισαν και καρδιές που γιατρεύτηκαν από τις πληγές τους, μια ιστορία για τη μανία της εκδίκησης και τη δύναμη της συγχώρεσης, μια ιστορία που αποδεικνύει πως ό,τι χάνεται δεν μένει χαμένο για πάντα. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 5 Δεκεμβρίου, μαζί με άλλα δύο της ίδιας σειράς: Howard Jacobson, «Το όνομά μου είναι Σάιλοκ» (μετάφραση Νίκος Παναγιωτόπουλος, διασκευή του «Έμπορου της Βενετίας»), και Anne Tyler, «To Ξιδοκόριτσο» (μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, διασκευή της «Στρίγκλας που έγινε αρνάκι).
ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Είδα το πιο παράξενο πράγµα απόψε.
Επέστρεφα στο σπίτι, η βραδιά ζεστή και αποπνικτική, όπως συµβαίνει εδώ τούτη την εποχή του χρόνου, έτσι που το δέρµα σου γυαλίζει διαρκώς και η µπλούζα σου δεν είναι ποτέ στεγνή. Έπαιζα πιάνο στο µπαρ που έχω, και κανείς δεν έλεγε να φύγει, κι έτσι είχα καθυστερήσει περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Ο γιος µου είχε πει ότι θα ερχόταν να µε πάρει µε το αµάξι, αλλά δεν ήρθε ποτέ.
Επέστρεφα στο σπίτι, γύρω στις δύο το πρωί, µ’ ένα παγωµένο µπουκάλι µπίρα να ζεσταίνεται αργά αργά στο χέρι µου. Υποτίθεται ότι απαγορεύεται να πίνεις στον δρόµο, το ξέρω, αλλά τι στο καλό, επιτρέπεται όταν έχει δουλέψει κανείς εννέα ώρες συνεχόµενες, σερβίροντας σφηνάκια όσο επικρατεί ηρεµία στο µπαρ, παίζοντας πιάνο όταν γεµίζει. Ο κόσµος πίνει περισσότερο όταν υπάρχει ζωντανή µουσική, αυτό είναι γεγονός.
Επέστρεφα στο σπίτι, όταν οι ουρανοί άνοιξαν στα δύο και η βροχή άρχισε να πέφτει σαν πάγος —ήταν πάγος—, χαλάζι µεγάλο σαν µπάλες του γκολφ και σκληρό σαν λαστιχένιο τόπι. Ο δρόµος είχε µαζέψει όλη τη ζέστη της ηµέρας, της εβδοµάδας, του µήνα, της εποχής. Όταν το χαλάζι χτυπούσε στο έδαφος, ήταν σαν να έριχνες παγάκια σε φριτέζα. Έµοιαζε σαν η κακοκαιρία να ανέβαινε από τον δρόµο κι όχι να κατεβαίνει από τον ουρανό. Έτρεχα µέσα σε έναν λαβύρινθο από θραύσµατα πυρών χαµηλού ύψους, βρίσκοντας καταφύγιο από υπόστεγο σε υπόστεγο, ούτε που έβλεπα τα πόδια µου µες στους ατµούς και στα σφυρίγµατα. Στα σκαλιά της εκκλησίας βρέθηκα για λίγο πάνω από τις αφρίζουσες φυσαλίδες. Ήµουν µούσκεµα. Τα χρήµατα στην τσέπη µου είχαν κολλήσει µεταξύ τους και τα µαλλιά µου είχαν κολλήσει στο κεφάλι µου. Σκούπισα τη βροχή από τα µάτια µου. Δάκρυα βροχής. Η γυναίκα µου ήταν νεκρή εδώ και έναν χρόνο. Δεν είχε νόηµα να προσπαθήσω να βρω καταφύγιο. Ας δοκίµαζα να πάω σπίτι.
Κι έτσι έκοψα δρόµο. Δεν µ’ αρέσει να παίρνω τον σύντοµο δρόµο, εξαιτίας της βρεφοδόχου.
Το νοσοκοµείο την εγκατέστησε πριν από έναν χρόνο. Παρακολουθούσα τους εργάτες µέρα µε τη µέρα επισκεπτόµενος τη γυναίκα µου. Είδα πώς έφτιαξαν το τσιµεντένιο πλαίσιο, τοποθέτησαν το µεταλλικό κουτί µέσα στο πλαίσιο, προσάρµοσαν το πορτάκι που κλείνει ερµητικά, συνέδεσαν τη θέρµανση και το φως και τον συναγερµό. Ένας από τους εργάτες δεν ήθελε να το κάνει, έβρισκε ότι δεν ήτανε σωστό· του φαινόταν ανήθικο, µάλλον. Σηµάδι των καιρών. Μα οι καιροί έχουν τόσο πολλά σηµάδια, που, αν τα διαβάζαµε όλα, θα πεθαίναµε από τη στενοχώρια.
Η βρεφοδόχος είναι ασφαλής και ζεστή. Μόλις ένα µωρό βρεθεί µέσα και η πόρτα κλείσει, ένα κουδούνι χτυπά στο εσωτερικό του νοσοκοµείου και δεν θα αργήσει να κατεβεί κάποια νοσοκόµα, όσο χρειάζεται η µητέρα για να αποµακρυνθεί — ο δρόµος στρίβει ακριβώς εκεί. Πάει, χάθηκε.
Μια φορά είδα αυτή τη σκηνή να συµβαίνει µπροστά µου. Έτρεξα πίσω της. Φώναξα: «Κυρία!». Γύρισε. Με κοίταξε. Περάσαµε έτσι ένα δευτερόλεπτο, από αυτά που περικλείουν έναν ολόκληρο κόσµο µέσα τους — κι έπειτα ο δείκτης του ρολογιού µετακινήθηκε κι εκείνη χάθηκε.
Επέστρεψα. Η βρεφοδόχος ήταν άδεια. Μερικές µέρες αργότερα πέθανε η γυναίκα µου. Οπότε δεν επιστρέφω στο σπίτι από αυτό τον δρόµο.
Οι βρεφοδόχοι έχουν ιστορία. Δεν υπάρχει πάντοτε µια ιστορία πίσω από τις ιστορίες; Πιστεύεις ότι ζεις στο παρόν, αλλά το παρελθόν βρίσκεται ακριβώς πίσω σου σαν σκιά.
Το ερεύνησα λίγο. Στην Ευρώπη, κατά τον Μεσαίωνα, όποτε κι αν ήταν αυτό, υπήρχαν και τότε βρεφοδόχοι. Τις ονόµαζαν Παράθυρα για Βρέφη· ένα στρογγυλό παράθυρο σε κάποια γυναικεία µονή ή άλλο µοναστήρι, όπου µπορούσες να τοποθετήσεις ένα βρέφος και να ελπίζεις ότι θα το φρόντιζε ο Θεός.
Ή µπορούσες να το αφήσεις τυλιγµένο µέσα στο δάσος για να το αναθρέψουν τα τσακάλια και οι λύκοι. Να το αφήσεις χωρίς όνοµα αλλά µε κάτι που να ξεκινά την ιστορία.
Ένα αυτοκίνητο γλιστράει στον δρόµο προσπερνώντας µε βιαστικά. Το νερό από τα ρείθρα µε περιλούζει λες και δεν είµαι ήδη αρκετά βρεγµένος. Μαλάκα. Το αυτοκίνητο σταµατάει — είναι ο γιος µου, ο Κλο. Μπαίνω µέσα. Μου δίνει µια πετσέτα και σκουπίζω το πρόσωπό µου, ευγνώµων και ξαφνικά κατάκοπος.
Προχωράµε µερικά τετράγωνα µε το ραδιόφωνο αναµµένο. Αναφορές στα ακραία καιρικά φαινόµενα. Υπερπανσέληνος. Τεράστια κύµατα στη θάλασσα, το ποτάµι ξεχειλίζει. Μη µετακινείστε. Μείνετε µέσα. Δεν πρόκειται για τον τυφώνα Κατρίνα, αλλά δεν είναι και για να βγεις βόλτα. Οι ρόδες των αυτοκινήτων που είναι παρκαρισµένα στις δυο πλευρές του δρόµου είναι βουλιαγµένες ως τη µέση στο νερό.
Τότε το βλέπουµε.
Πιο µπροστά βρίσκεται µια µαύρη BMW 6 Series που έχει στουκάρει µετωπικά στον τοίχο. Οι πόρτες είναι ανοιχτές κι από τις δυο πλευρές. Ένα µικρό σαράβαλο είναι κολληµένο από πίσω. Δυο τύποι µε κουκούλες χτυπούν έναν άλλον που είναι πεσµένος στο έδαφος. Ο γιος µου κρατάει την κόρνα πατηµένη, οδηγεί καταπάνω τους, µε το παράθυρο κατεβασµένο, φωνάζοντας «ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ, ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ!». Το αµάξι µας γλιστράει καθώς ένας από τους άντρες µάς πυροβολεί για να χτυπήσει το µπροστινό λάστιχο. Ο γιος µου στρίβει το τιµόνι, χτυπάει το αµάξι στο κράσπεδο, στο πεζοδρόµιο. Οι τύποι µε τις κουκούλες πηδούν µέσα στην BMW γδέρνοντάς την κατά µήκος του τοίχου, στέλνοντας το σαράβαλο στην άλλη µεριά του δρόµου. Ο χτυπηµένος άντρας βρίσκεται στο έδαφος. Φοράει ακριβό κοστούµι. Είναι γύρω στα εξήντα. Αιµορραγεί. Το αίµα ξεπλένεται από το πρόσωπό του µε τη βροχή. Κάτι λέει. Γονατίζω δίπλα του. Τα µάτια του είναι ανοιχτά. Είναι νεκρός.
Ο γιος µου µε κοιτάζει —είµαι ο πατέρας του—, τι κάνουµε; Τότε ακούµε τις σειρήνες από κάπου µακριά, σαν από άλλον πλανήτη.
«Μην τον ακουµπήσεις» λέω στον γιο µου. «Κάνε όπισθεν».
«Πρέπει να περιµένουµε τους µπάτσους».
Κουνώ αρνητικά το κεφάλι µου.
Κατεβαίνουµε από το πεζοδρόµιο µε το σκασµένο λάστιχο να αναπηδά και οδηγούµε αργά στον δρόµο που περνάει από το νοσοκοµείο. Ένα ασθενοφόρο φεύγει από το γκαράζ των επειγόντων.
«Πρέπει να αλλάξω το λάστιχο».
«Σταµάτα στο πάρκινγκ του νοσοκοµείου».
«Πρέπει να πούµε στους µπάτσους τι είδαµε».
«Είναι νεκρός».
Ο γιος µου σταµατάει το αυτοκίνητο και πάει να πιάσει τα εργαλεία για να αλλάξει το λάστιχο. Για λίγο κάθοµαι µουσκεµένος και ακίνητος στο βρεγµένο κάθισµα του αυτοκινήτου. Τα φώτα του νοσοκοµείου βγαίνουν σαν λάµες από τα παράθυρα. Το σιχαίνοµαι αυτό το νοσοκοµείο. Κάθισα έτσι στο αυτοκίνητο αφού πέθανε η γυναίκα µου. Κοιτώντας έξω από το παρµπρίζ, χωρίς να βλέπω τίποτα. Πέρασε ολόκληρη η µέρα κι έπειτα ήρθε η νύχτα και τίποτα δεν είχε αλλάξει, διότι όλα είχαν αλλάξει.
Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Ο γιος µου σηκώνει µε τον γρύλο το αµάξι και βγάζουµε µαζί το λάστιχο. Έχει ήδη φέρει τη ρεζέρβα από το πορτµπαγκάζ. Βάζω τα δάχτυλά µου στο σκισµένο καουτσούκ του νεκρού λάστιχου και βγάζω τη σφαίρα. Δεν ξέρω τι χρειαζόµαστε τούτη τη στιγµή, πάντως όχι αυτή τη σφαίρα. Την παίρνω για να τη ρίξω στον υπόνοµο στην άκρη του πεζοδροµίου.
Και τότε το βλέπω. Το φως.
Η βρεφοδόχος είναι φωτισµένη.
Για κάποιον λόγο, έχω την αίσθηση ότι όλα αυτά συνδέονται — η BMW, το σαράβαλο, ο νεκρός, το µωρό.
Διότι υπάρχει ένα µωρό.
Προχωρώ προς τη βρεφοδόχο και το σώµα µου βρίσκεται σε αργή κίνηση. Το µωρό κοιµάται, πιπιλώντας τον αντίχειρά του. Δεν έχει έρθει ακόµη κανείς. Γιατί δεν έχει έρθει ακόµη κανείς;
Συνειδητοποιώ χωρίς να το σκεφτώ ότι κρατώ τον γρύλο στο χέρι µου. Κινούµαι χωρίς να κινούµαι για να ανοίξω τη θυρίδα. Είναι εύκολο. Βγάζω το µωρό και είναι φωτεινό κι ανάλαφρο, σαν αστέρι.