Το ταξί πάει εκδρομή

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Το ταξί πάει εκδρομή

Είναι Πέμπτη πρωί και αφήνω πίσω μου την πόλη. Δεν αντέχω άλλο. Φεύγω. Θα λείψω για μία ημέρα. Θα αφήσω πίσω κάθε υποχρέωση και για λίγες ώρες θα απολαύσω την οδήγηση, τη φύση, το βιβλίο μου.

Ο δρόμος προς τους Δελφούς είναι άνετος, η φύση είναι στα καλύτερά της, λουλούδια, ανθισμένα δέντρα, μυρωδιές. Πού και πού σταματώ και φωτογραφίζω, μαζεύω εικόνες διαφορετικές από εκείνες της πόλης.

Φτάνω στην Αράχοβα, μπαίνω στο δωμάτιό μου και αρχίζω τα τηλέφωνα: Γύρισες από το σχολείο, έφαγες, να φας, να διαβάσεις, να πας προπόνηση. Το τηλέφωνο χτυπά για δουλειά: Όχι, δυστυχώς, είμαι εκτός πόλης. Κάθομαι σε μια καρέκλα στον ήλιο, χαμογελώ ευχαριστημένη με την απόφασή μου και μπαίνω στην εφαρμογή του αεροδρομίου. Άραγε να ήρθε στην ώρα της εκείνη η πτήση που συνήθως αργεί; Δεν είσαι καθόλου στα καλά σου, σκέφτομαι και αφήνω το τηλέφωνο από τα χέρια μου. Πιάνω το βιβλίο μου, διαβάζω λίγες σειρές, ανάμεσα στις λέξεις πετάγονται σκηνές από την καθημερινότητα: Τέτοια ώρα θα ήμουν εκεί, ίσως να έκανα αυτό ή το άλλο, τόση ώρα που κάθομαι εδώ και λιάζομαι θα είχα κάνει τόσες δουλειές.

Αφήνω το βιβλίο και βγαίνω στη φύση. Πόση ησυχία. Μόνο τιτιβίσματα πουλιών, γαβγίσματα, λίγες φωνές, μακρινοί ήχοι αυτοκινήτων. Περπατώ χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, απλώς τριγυρίζω στο χωριό μέχρι που τα πόδια μου αρχίζουν να διαμαρτύρονται.

Πίσω στο δωμάτιο, έχω την ευκαιρία για μεσημεριανή ανάπαυλα, δεν πρέπει να την αφήσω να πάει χαμένη.

Ξυπνώ πεινασμένη όταν πια έξω είναι νύχτα. Ξεκινώ με τα πόδια για την ταβέρνα που μου έχουν προτείνει, κάθομαι κοντά στο αναμμένο τζάκι και παραγγέλνω φαγητό και κρασί. Η κυρία του μαγαζιού με κοιτά με συμπόνια:

«Είσαι καλά, κορίτσι μου;»

Χαμογελώ και σκέφτομαι ότι θα έχει παραξενευτεί με τη μυστήρια που γυρνά σαν την Αστέρω στους δρόμους του χωριού.

«Είμαι μια χαρά!»

Φέρνει το φαγητό μου, παίρνει κι εκείνη ένα ποτήρι και κάθεται μαζί μου. Συζητούμε για τον τόπο της και πώς τον άλλαξε η κρίση, για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί στα πεντανόστιμα φαγητά της και από πού τις προμηθεύεται, για τα παιδιά και τα εγγόνια της, για μένα και τη δουλειά («Καλέ έλα να ακούσεις, είναι σοφερίνα!»). Φεύγω χορτασμένη και ευχαριστημένη, της υπόσχομαι πως θα την ξαναδώ σύντομα.

Πίσω στο δωμάτιο, διάβασμα, λίγη τηλεόραση και μετά εκείνος ο ξένοιαστος ύπνος της εξοχής.

Ξένοιαστος; Όχι για ένα παιδί της πόλης! Λίγο πριν το ξημέρωμα αρχίζει να φυσά πολύ: χτυπήματα, κρότοι, κι εγώ με ένα από τα εργαλεία του τζακιού στο χέρι να περιπολώ προσπαθώντας να εντοπίσω τον υποτιθέμενο εισβολέα. Ανοίγω την πόρτα και ρίχνω μια ματιά στο αυτοκίνητο να βεβαιωθώ πως είναι εντάξει (Το είπαμε ότι δεν είσαι καθόλου καλά, ε;) και μέχρι να ξημερώσει εξακολουθώ να φυλάω σκοπιά πίσω από την κλειστή πόρτα. Με το πρώτο φως της ημέρας καταφέρνω να κοιμηθώ, καθώς σκέφτομαι πως, τελικά καλή η εξοχή, αλλά ο φυσικός μου χώρος είναι η πόλη ― εκεί δεν με φοβίζουν οι ήχοι.

Ένα καλό πρωινό με δυνατό καφέ και παίρνω τον δρόμο της επιστροφής με την ίδια χαρά που πριν από είκοσι τέσσερις ώρες εγκατέλειπα την πόλη. Ένιωθα πως έλειψα καιρό έτσι που έστω και για λίγο ήμουν χωρίς πρόγραμμα. Οδηγώ αργά και απολαμβάνω το καταπράσινο τοπίο, σταματώ συχνά.

Λίγο αργότερα, η πόλη είναι και πάλι μπροστά μου. Κόρνες, φωνές, βιασύνη και νεύρα, αλλά εγώ χαμογελώ ευχαριστημένη σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου μετά από ένα μεγάλο ταξίδι. Μπαίνω στο σπίτι και αγκαλιάζω σφιχτά παιδί και γατί που με κοιτούν απορημένα γιατί κάνω έτσι λες κι έλειπα στα ξένα. Τρέχω να ετοιμαστώ, να ελέγξω τα δρομολόγια που με περιμένουν σε λίγες ώρες, να βάλω ξυπνητήρια, να φτιάξω το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας.

Η πόλη, η πόλη μου, με περιμένει.