Για τον δρόμο
Τελειώνεις; Θα φύγουν και δεν θα τους προλάβουμε. Δε φτάνει που μ’ έβαλες να καθαρίσω και να κόψω τα κεράσια και ’χω γίνει κόκκινη, κάθεσαι εσύ με το πάσο σου και κοιτάς. Άκου να σου πω, πιάσε να βοηθήσεις γιατί έχουμε δουλειά. Μέτρα το αλεύρι, 300 γραμμάρια. Κοσκίνισέ το στο μπολ και ανάμιξε ένα φακελάκι μαγιά και λίγη σόδα, σκάρτο μισό κουταλάκι. Ρίξε μετά τη ζάχαρη, 170 γραμμάρια, και μια πρέζα αλάτι. Πιάσε μια λεκάνη από το ντουλάπι. Ναι, το πάνω, πάρε αυτή τη μεγάλη της γιαγιάς. Σπάσε ένα αυγό και χτύπα το με το σύρμα. Ρίξε μετά 220 ml γάλα, χλιαρό να ’ναι, μη μου το βάλεις κρύο από το ψυγείο, και 65 γραμμάρια βούτυρο. Ανακάτεψέ τα καλά. Α, δε σου είπα, το βούτυρο λιωμένο να είναι, μην πας και μου βάλεις όλο το κομμάτι μέσα, μα πρόσεξε μη το κάψεις. Πάρε τώρα το μπολ με το αλεύρι και ρίχνε σιγά-σιγά στη λεκάνη, ανακατεύοντας να γίνει μια ζύμη όμορφη. Έλα, νά και τα κεράσια, έτοιμα. 150 γραμμάρια, με βγαλμένο το κουκούτσι και χοντροκομμένα. Ρίξ’ τα κι αυτά στη ζύμη και φέρ’ τα βόλτα πέντ’-έξι φορές. Άναψες τον φούρνο; Βάλ’ τον να ζεσταθεί στους 200 βαθμούς. Οι φόρμες για τα κεκάκια είναι στο κάτω ράφι ― θα γεμίσουμε τις θήκες με τη ζύμη, όχι μέχρι πάνω, στα τρία τέταρτα. Τώρα βούτα σε κάθε θήκη κι από ένα κεράσι ολόκληρο κι άσε το κοτσάνι του να εξέχει. 25 λεπτά θέλουν στο φούρνο και θα ’ναι έτοιμα. Θα τα αφήσουμε μετά να κρυώσουν και θα τα πασπαλίσουμε με άχνη ζάχαρη. Τι; Θα γίνονται χάλια στο ταξίδι όταν θα τα τρώνε; Δεν πειράζει. Το ταξίδι είναι μεγάλο, πολλά χιλιόμετρα, και θέλει κάτι γλυκό να σε ξυπνάει. Αλλά να μη σε βαραίνει. Γιατί θα σε βαραίνει ήδη ό,τι αφήνεις πίσω σου. Κι εδώ κάθε μπουκιά θέλει να σε σπρώχνει μπροστά, να σου δίνει δύναμη.
Και πού είσαι! Πριν τους τα πας, κλείσ’ τα καλά σε ένα τάπερ γιατί, άμα τα μυρίσει ο χοντρούληθ ο Αρθενάκος, δεν θα αφήσει τίποτα για τον δρόμο ― την άλλη, τη Φαντομά, δεν την φοβάμαι, θα τα σνομπάρει έτσι κι αλλιώς.