Ο κόσμος του Σάλβο

C
Βασίλης Καλανδαρίδης

Ο κόσμος του Σάλβο

Ο Σαλβατόρε Μονταλμπάνο ζει στη Βιγκάτα της Σικελίας. Έχει ξεπεράσει τα πενήντα, είναι αρραβωνιασμένος αλλά όχι παντρεμένος και είναι Αστυνόμος στο τμήμα της Βιγκάτα. Καθημερινά ο Σάλβο ξυπνά όχι αργότερα από τις έξι το πρωί. Το εγερτήριό του συνήθως γίνεται βίαια από το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου — κάτι πρέπει να του πει ο Καταρέλα από το γραφείο. Τα παλιότερα χρόνια ο αστυνόμος θα έβριζε τον υπέροχο αλλά λίγο χαζούλη υφιστάμενό του και στη συνέχεια θα πήγαινε για μια γρήγορη βουτιά στη θάλασσα, που απέχει μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι του. Τώρα όμως ο Σάλβο είναι κουρασμένος και περιορίζεται μόνο στα βρισίδια πριν αρχίσει το πρωινό του.

Το σπίτι του Μονταλμπάνο είναι στη Μαρινέλα, στην άκρη της πόλης, κι από το παράθυρό του μπορεί κι ακούει άνετα τον ήχο των κυμάτων. Μένει μόνος, η αρραβωνιαστικιά του είναι η Λίβυα που μένει μόνιμα στο Μποκαντάσε, λίγο έξω από τη Γένοβα. Η σχέση τους πέρασε από πολλά στάδια, πλέον όμως έχουν αποδεχτεί και οι δύο την κατάσταση. Θα είναι μαζί αλλά θα ζούνε χώρια, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ο αστυνόμος συμβουλεύεται πολλές φορές τη Λίβυα για διάφορες υποθέσεις του, μέσω τηλεφώνου κυρίως. Έστω κι αν δεν του αρέσει να το παραδέχεται, πολλές φορές πάνω σε έναν καβγά ή στη διάρκεια μιας συνομιλίας με τη Λίβυα ο Μονταλμπάνο βρίσκει την προφανή λύση που μέχρι τότε του διέφευγε.

Στο σπίτι του Μονταλμπάνο μπαίνει καθημερινά ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του, η κυρία Αντελίνα. Καθαρίζει, πλένει, αλλά κυρίως μαγειρεύει γι’ αυτόν. Ζυμαρικά, ψάρια, όλων των ειδών τα θαλασσινά, σαλάτες, παρμεζάνα, τυριά κι όλου του κόσμου τα καλά περνάνε από το πιάτο του αστυνόμου και του προκαλούν ηδονικά γουργουρητά. Όταν ο αστυνόμος τρώει, δεν θέλει να μιλάει, δεν του αρέσει να του μιλούν, θέλει μονάχα να νιώθει. Ποιος τον αδικεί; Η Αντελίνα είναι υποχρεωμένη στον αστυνόμο γιατί αυτός βοήθησε τον μικροκακοποιό γιο της να έρθει στον ίσιο δρόμο και αρκετές φορές δεν διστάζει να βάλει τις φωνές στον Σάλβο αν διαπιστώσει ότι δεν φροντίζει τον εαυτό του. Να σημειωθεί ότι η Αντελίνα αντιπαθεί σφόδρα τη Λίβυα — τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Όταν η Λίβυα είναι στη Μαρινέλα, η γριά νησιώτισσα μένει μακριά.

Ο αστυνόμος πάει στο γραφείο συνήθως με το αυτοκίνητό του. Δεν αγαπά την οδήγηση, είναι αργός και συχνά μαλώνει με τους άλλους οδηγούς ή με τους καραμπινιέρους γιατί καθυστερεί την κίνηση. Στον χώρο εργασίας του ο Σάλβο συναντά πρώτο τον περιβόητο Καταρέλα. Ο Καταρέλα είναι από αυτούς τους αγαπημένους χαζούς που έναν τους έχουμε όλοι λίγο ή πολύ στη ζωή μας. Δεν πετυχαίνει σωστά ούτε ένα όνομα, τρέμει όταν ο κύριος διοικητής παίρνει τηλέφωνο, κάνει τη μια γκάφα μετά την άλλη, ο Μονταλμπάνο όμως δεν θα τον άλλαζε με τίποτα. Σε όλες τις υποθέσεις του αστυνόμου ο αγαθός Καταρέλα δίνει μια ευχάριστη και δροσερή πνοή. Οι κύριοι συνεργάτες του Μονταλμπάνο είναι ο Φάτσιο και ο υπαστυνόμος Μιμί Αουτζέλο. Ο Φάτσιο κάνει πάντα τη βρόμικη δουλειά, αναλαμβάνει την έρευνα στην πόλη, είναι ακούραστος και έχει πάντα την απάντηση σε ό,τι κι αν ζητήσει ο αστυνόμος. Ο υπαστυνόμος Μιμί είναι μεγάλος γυναικοκατακτητής, κάνει συνήθως παράλληλη έρευνα με τον Μονταλμπάνο, και πάντα υποβόσκει μια κόντρα μεταξύ τους. Μια κόντρα όμως που τους βγαίνει σχεδόν πάντα σε καλό. Χωρίς να το επιδιώκει, σε κάθε υπόθεση ο Σάλβο αναγκάζεται να συνεργαστεί με τον διοικητή της αστυνομίας, τον ιατροδικαστή Πασκουάνο και τον εισαγγελέα Τομαζέο. Δεν συμπαθεί κανέναν από τους δύο, τους ανέχεται όμως, αν και πολλές φορές τούς παρακάμπτει για να περάσει το δικό του.

Τα μεσημέρια ο αστυνόμος κάνει ένα απαραίτητο διάλειμμα για φαγητό και ο αποκλειστικός προορισμός του είναι η ταβέρνα του Έντσο. Ο καλός ταβερνιάρης γνωρίζει καλά τα γούστα του φίλου μας, ανησυχεί όταν ο αστυνόμος δεν έχει —σπάνια— όρεξη και του κάνει πάντα όλα τα χατίρια. Ο Σάλβο φεύγει χορτασμένος —για να μην πούμε σκασμένος— από την ταβέρνα του Έντσο, γι’ αυτό ο καθιερωμένος περίπατος ώς το μόλο είναι αναγκαίος για τη χώνεψη.

Ο Μονταλμπάνο ζει στη Σικελία. Σε όλες τις ιστορίες πλανάται μέσα στις σελίδες των βιβλίων το φάντασμα του οργανωμένου εγκλήματος, η Μαφία. Ο Καμιλλέρι δίνει σε δύο αντίπαλες οικογένειες τα ονόματα Σινγκάρα και Κουφάρο, προφανώς προϊόν της φαντασίας του μεγάλου δασκάλου. Ο αστυνόμος σε πολλές περιπτώσεις μπαίνει στη μύτη των μαφιόζων, αλλά μέχρι τώρα δεν ήρθε σε ευθεία σύγκρουση μαζί τους. Τώρα που το σκέφτομαι, και η ίδια η Βιγκάτα είναι κατασκεύασμα της φαντασίας του Καμιλλέρι — δεν υπάρχει η πόλη στην πραγματικότητα. Αν θέλουμε ντε και καλά να την προσδιορίσουμε κάπου γεωγραφικά, θα λέγαμε ότι είναι στο νότιο τμήμα του νησιού, κοντά στο Πόρτο Εμπέδοκλε, όπου γεννήθηκε αυτός ο καταπληκτικός παραμυθάς.

Τους τελευταίους μήνες οι εκδόσεις Πατάκη μάς χάρισαν άλλα δύο βιβλία της σειράς με ήρωα τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, την «Πυραμίδα από λάσπη» και τον «Χορό των παρεξηγήσεων», και τα δύο σε μετάφραση της Φωτεινής Ζερβού. Στο πρώτο ο Σάλβο μπλέκει με τον χώρο των κατασκευαστικών εταιριών και τα παιχνίδια που παίζονται από αυτές, τους πολιτικούς και προφανώς και από τη Μαφία. Στο δεύτερο, η ομάδα του Μονταλμπάνο καλείται να διαλευκάνει την περίεργη εξαφάνιση ενός ζευγαριού. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο στην υπόθεση της κάθε ιστορίας, και δεν χρειάζεται κιόλας. Ήθελα μόνο, σε αυτό το σημείωμα, να περιγράψω το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει και κινείται ο αστυνόμος για να βοηθήσω όποιον σκεφτεί να ξεκινήσει τώρα να διαβάζει Καμιλλέρι.

Τα βιβλία με τον αστυνόμο Μονταλμπάνο δεν διεκδίκησαν ποτέ κάποιο βραβείο πολυπλοκότητας, δεν είναι αυτός ο σκοπός. Έχουν συγκεκριμένο μοτίβο, έναν υπέροχο μεθυστικό ρυθμό και στο τέλος σού φέρνουν πάντα ένα γλυκό χαμόγελο. Κάτι σαν το αγαπημένο σου φαγητό. Τα μακαρόνια με κιμά, ας πούμε, τα τρως για όλη σου τη ζωή και σπάνια σκέφτεσαι γιατί σου αρέσουν τόσο. Σίγουρα κάποιες φορές θα σου αρέσουν περισσότερο, κάποιες άλλες λιγότερο. Αλλά θα είναι πάντα το αγαπημένο σου φαγητό. Έτσι και με τον Μονταλμπάνο.

Καλή ανάγνωση και καλή όρεξη.