De mirabilis
Η θαυματολατρία και η φημολογία περί θαυμάτων και θαυματουργών ανθρώπων και αντικειμένων είναι ένα φαινόμενο που συνοδεύει την ανθρωπότητα από τις απαρχές τις ιστορίας της — στον βαθμό που αυτή μάς είναι γνωστή. Και η διαμάχη σχετικά με το κατά πόσον η θαυματολατρία είναι έκφραση δεισιδαιμονίας και ανορθολογισμού είναι τόσο παλιά όσο και η φιλοσοφικά δομημένη ανθρώπινη σκέψη.
Το ότι οι περισσότερες διηγήσεις θαυμάτων που γνωρίζουμε προέρχονται από την ιουδαιο-χριστιανική θρησκευτική παράδοση είναι μια ιστορική συγκυρία. Θαύματα αναφέρονται και περιγράφονται και στις θρησκευτικές παραδόσεις των πολυθεϊστικών θρησκειών της περιμεσογειακής αρχαιότητας, αλλά και στις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών της Αμερικής, της υποσαχάριας Αφρικής και της Άπω Ανατολής και των Ινδιών. Όμως μόνο στα πλαίσια των εξορθολογισμένων θρησκευτικών δοξασιών των λαών της ανατολικής Μεσογείου — των Εβραίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων— διατυπώθηκαν αμφιβολίες και κριτική στην ιδέα ότι είναι δυνατόν να συμβαίνουν γεγονότα που δεν μπορούν να ενταχθούν στη φυσική συνεχή ροή του κόσμου, αμφιβολίες και κριτική που οδήγησαν μέχρι και στην ταύτιση κάθε αναφοράς σε κάτι υπερφυσικό και ασυνήθιστο με τη δεισιδαιμονία.
Είναι δίχως αμφιβολία αληθές ότι η πλειοψηφία των αναφορών σε θαύματα δεν ευσταθεί, όχι μόνο γιατί αυτά τα γεγονότα δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν εμπειρικά, αλλά και γιατί τα περισσότερα εμπεριέχουν πολλές λογικές, εμπειρικές αλλά και ηθικές αντιφάσεις. Όμως για να μπορέσει η κριτική σε αυτές τις φήμες και τις δοξασίες να σταθεί επιχειρηματολογικά πρέπει να είναι εννοιολογικά προσδιορισμένο τι είναι ένα θαύμα.
Η έννοια του θαύματος πρέπει να είναι δομημένη με τρόπο που να μην αντιφάσκει προς το γενικό οντολογικό, ηθικό και θρησκευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζονται γεγονότα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως θαύματα. Με άλλα λόγια, ένα θαύμα δεν μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που αντιτίθεται στις βασικές χωροχρονικές αρχές της πραγματικότητας, δηλαδή δεν μπορεί να βρίσκεται εκτός χρόνου και χώρου. Ένα θαύμα δεν μπορεί να είναι επίσης ένα γεγονός στο οποίο κάποιος αποκομίζει προσωπικό όφελος, ενώ ταυτόχρονα όλοι οι άλλοι που θα είχαν θεωρητικά επίσης δικαίωμα να ωφεληθούν ζημιώνονται — το να είναι κάποιος, π.χ., ο μοναδικός επιζήσας μιας μαζικής καταστροφής δεν είναι θαύμα αλλά τύχη, όπως και το να του πέσει ο πρώτος λαχνός του λαχείου ενώ όλοι οι άλλοι έχουν ζημιωθεί με την αγορά των λαχνών που δεν κέρδισαν. Και προφανώς δεν είναι θαύμα ένα γεγονός που αντιτίθεται στις γενικές γραμμές της θρησκείας — και εδώ θα περιοριστούμε στον χριστιανισμό, μιας και αυτός είναι σήμερα η επικρατούσα θρησκεία που αποδέχεται τη δυνατότητα των θαυμάτων.
Επιπλέον, η ετυμολογία της λέξης «θαύμα» — από το ρήμα «θαυμάζω» που σημαίνει ότι κάτι μου προκαλεί απορία κεντρίζοντάς μου παράλληλα το ενδιαφέρον και συνοδευόμενο από θετικά συναισθήματα— συνδέει την έννοια του θαύματος με κάτι καλό και θετικό, αποκλείοντας καταστροφικά γεγονότα από τον κύκλο των θαυμάτων. Και, last but not least, η έννοια του θαύματος παραπέμπει πάντοτε σε αποτέλεσμα πράξης. Το θαύμα παραπέμπει στον θαυματουργό, δηλαδή σε ένα ενεργό και σκεπτόμενο ον. Ένα θαύμα δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής διαδικασίας ή της ενέργειας ενός ζώου ή ενός φυτού. Κάτι τέτοιο θα ήταν έκφραση «φυσικής μαγείας» και η μαγεία στον χριστιανισμό θεωρείται έργο του Κακού.
Με αυτό το σκεπτικό ο απλός ορισμός του θαύματος ως ενός πολύ σπάνιου γεγονότος απορρίπτεται διότι, πρώτον, το ότι ένα γεγονός είναι σπάνιο δεν σημαίνει αυτομάτως ότι δεν είναι μέρος της φυσικής ροής των γεγονότων· δεύτερον, διότι ένα σπάνιο γεγονός μπορεί να είναι και καταστροφικό· και, τρίτον, διότι ένα σπάνιο γεγονός μπορεί να ανήκει στις κατηγορίες των γεγονότων που αποκλείονται από τον κύκλο των θαυμάτων για εννοιολογικούς λόγους.
Επίσης απορρίπτεται ο ορισμός του θαύματος ως έκφρασης της στιγμιαίας βούλησης του Θεού, παρόλο που ο Θεός ως σκεπτόμενο ον είναι και ον που πράττει.
Οι λόγοι που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα είναι δύο:
Πρώτον, ο Θεός ως ευρισκόμενος εκτός χρόνου και χώρου (που είναι δημιουργήματά Του) δεν διακρίνει ανάμεσα σε στιγμιαία και «διαχρονική» βούληση. Η Θεία βούληση είναι μία και ενιαία και αφορά όλη τη δημιουργία, από την αρχή μέχρι το τέλος της. Εάν το θαύμα θεωρηθεί ως αποτέλεσμα Θείας ενέργειας, τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι η στιγμή της εκδήλωσης αυτής της ενέργειας ανήκει στη φυσική ροή του κόσμου ως δημιούργημα του Θεού. Οπότε το θαύμα δεν είναι παρά ένα γεγονός το οποίο φαίνεται μόνο σε εμάς που δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει εντελώς τη φύση του κόσμου ως μεμονωμένο και ανεξάρτητο: στην πραγματικότητα, πρόκειται για κάτι απολύτως φυσικό (ας μην ξεχνάμε ότι πολλά φαινόμενα που σήμερα θεωρούμε απολύτως φυσικά σε προηγούμενες εποχές θα προκαλούσαν σοκ και δέος και θα εθεωρούντο ως θαύματα).
Δεύτερον, η αντίληψη του θαύματος ως έκφρασης της στιγμιαίας βούλησης του Θεού αντιτίθεται σε βασικές αρχές της θρησκευτικής αλλά και της γενικής ηθικής γιατί είναι μία περίπτωση αυθαίρετης ωφέλειας λίγων, ή ενός, εις βάρος όλων των υπόλοιπων που θα μπορούσαν να εγείρουν την ίδια αξίωση στο όφελος του θαύματος. Το επιχείρημα ότι ο Θεός γνωρίζει περισσότερα από τους ανθρώπους, οπότε η κρίση του είναι εξ ορισμού δίκαιη, δεν ισχύει σε αυτή την περίπτωση, γιατί η δικαιοσύνη του Θεού δεν έγκειται στο να στερεί από κάποιον ένα όφελος, αλλά στο να ωφελεί όλους στον ίδιο και ύψιστο βαθμό. Επίσης, δεν μπορεί να ισχύσει το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Ιησούς στη γνωστή «παραβολή της αμπέλου» για να εξηγήσει γιατί ο κάθε μετανοών κερδίζει τον Παράδεισο ανεξάρτητα από τη «διάρκεια» της μετάνοιάς του. Το επιχείρημα ότι η ανταμοιβή είναι η ίδια για όλους τους εργάτες ανεξάρτητα από τη διάρκεια της εργασίας τους στον αμπελώνα του Κυρίου βασίζεται στο γεγονός ότι η αμοιβή που παρέχει Αυτός είναι η υψηλότερη δυνατή, δηλαδή η σωτηρία αυτή καθ’ εαυτή, ενώ η δικαιοσύνη της ίσης παροχής της έγκειται στο γεγονός ότι αυτός είναι και ο σκοπός της προσφοράς. Στην περίπτωση όμως του θαύματος δεν υφίσταται θέμα απόλυτης σωτηρίας, αλλά ενός σχετικού, στιγμιαίου και συγκυριακού οφέλους, π.χ. της επιβίωσης εκείνη τη στιγμή ή της θεραπείας από μία ασθένεια.
Ο τρίτος ορισμός που απορρίπτεται με βάση το παραπάνω σκεπτικό είναι ότι το θαύμα είναι ένα γεγονός που αντιτίθεται στους νόμους της φύσης. Με βάση την ιδέα ότι οι νόμοι της φύσης είναι και αυτοί δημιούργημα του Θεού, ο ορισμός αυτός θα σήμαινε ότι ο ίδιος ο Θεός αναγνωρίζει την αναγκαιότητα να αντισταθεί στο ίδιο του το δημιούργημα, κάτι που οδηγεί σε λογική αντίφαση.
Ένα θαύμα δεν μπορεί λοιπόν ούτε να είναι έκφραση της στιγμιαίας βούλησης του Θεού, ούτε να αντιτίθεται στους νόμους της φύσης αλλά ούτε και να είναι κάτι εκτός χώρου και χρόνου. Σημαίνει αυτό ότι όλες οι διηγήσεις περί θαυμάτων είναι αποκυήματα της φαντασίας και δείγματα δεισιδαιμονίας και ανορθολογισμού; Για έναν άθεο ίσως ναι. Για κάποιον όμως που παραδέχεται και για φιλοσοφικούς λόγους την ιδέα της ύπαρξης του Θεού, όπως, π.χ., η Γαλλίδα φιλόσοφος Simone Weil, υπάρχει μία δυνατότητα αναγνώρισης της πραγματικότητας των θαυμάτων ως ιδιαίτερων και μεμονωμένων πράξεων, όχι όμως του Θεού αλλά ως πράξεων χωροχρονικά καθορισμένων σκεπτόμενων όντων, δηλαδή ως ιδιαίτερων πράξεων προσώπων. Ως αποτέλεσμα πράξεων, τα θαύματα είναι εντεταγμένα στο χωροχρονικό συνεχές του κόσμου και δεν αντιτίθενται στους νόμους της φύσης.
Η κλάση των γεγονότων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως θαύματα ανήκει κατά τη Weil στην ευρύτερη κατηγορία των ψυχοσωματικών φαινομένων. Η Weil παραλληλίζει ένα θαύμα με μία σωματική αντίδραση σε μία ψυχική κατάσταση. Όπως ένα δυνατό συναίσθημα μπορεί να προκαλέσει μια σωματική αντίδραση, π.χ. η λύπη ή η χαρά μπορούν να προκαλέσουν τη ροή δακρύων, έτσι και μια άλλη ψυχική κατάσταση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή μιας άλλης φυσικής κατάστασης, π.χ. τη θεραπεία από μία ασθένεια, ένα φυσικό φαινόμενο ή μία μετουσίωση. Εφόσον τα θαύματα είναι αποτέλεσμα πράξεων, η ψυχική δύναμη που τα προκαλεί έχει τη μορφή θέλησης. Το γεγονός ότι δεν μας είναι γνωστός ο μηχανισμός διαμέσου του οποίου η θέληση έχει ως συνέπεια ένα θαύμα δεν είναι κατά τη Weil ισχυρό αντεπιχείρημα, για τον απλούστατο λόγο ότι, πρώτον, ακόμα δεν έχουμε απόλυτη γνώση όλων των φυσικών μηχανισμών και νόμων αλλά μόνο όσων έχουμε καταφέρει μέχρι στιγμής να κατανοήσουμε, και, δεύτερον, ότι και οι μηχανισμοί που συνδέουν τη θέληση με τη φυσική κίνηση είναι κατά μεγάλο μέρος άγνωστοι — κάτι που, παρ’ όλη την πρόοδο της επιστήμης από την εποχή της (η Simone Weil πέθανε το 1943), ισχύει και σήμερα. Και η σπανιότητα και μη προβλεψιμότητα των θαυμάτων στο επίπεδο της καθημερινής ζωής οφείλεται στο ότι για να προκληθεί ένα θαύμα απαιτείται ισχυρή θέληση, κάτι που δεν είναι εύκολο να επιτύχει ένας μέσος άνθρωπος.
Το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει από την ερμηνεία που δίνει η Simone Weil είναι ότι ένα θαύμα είναι το αποτέλεσμα της ισχυρής θέλησης ενός έλλογου όντος, το οποίο κατά την πραγματοποίηση του θαύματος αποτελεί μέρος του χωροχρονικού συνεχούς του κόσμου. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι το ον αυτό δεν είναι αναγκαία καλό, ούτε επιδιώκει αναγκαία καλούς σκοπούς. Η Weil τονίζει ότι σε πολλές θρησκευτικές διηγήσεις οι ενσαρκώσεις του Κακού χρησιμοποιούν θαύματα για να εξαπατήσουν και να παρασύρουν τους ανθρώπους — όπως η ιστορία που διηγείται ο Goethe στον «Φάουστ».
Με αυτή την ερμηνεία, που ούτε αντιτίθεται στους φυσικούς νόμους, ούτε όμως επικαλείται την άμεση επέμβαση του Θεού, μπορούμε να κατανοήσουμε πως τα περισσότερα γεγονότα που εμφανίζονται ως θαύματα είναι ή μύθοι ή κατασκευάσματα για ευτελείς σκοπούς ή τυχαία αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας ή πράξεις του κακού. Και σε αυτά προφανώς συμπεριλαμβάνεται και το «άφθαρτο κάστανο» που έχει αποκτήσει τελευταία μια άρρωστη δημοσιότητα, γιατί η αφθαρσία ενός τυχαίου αντικειμένου δεν αποσκοπεί σε τίποτα εκτός από τον εντυπωσιασμό και ο απλός εντυπωσιασμός ως σκοπός αντιτίθεται στις αρχές της χριστιανικής αλλά και της γενικής ηθικής.
Το πρόβλημα με τον παρατηρούμενο πληθωρισμό θαυμάτων τον τελευταίο καιρό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η «πολιτική οργάνωση» που εποπτεύει ένα μέρος των πιστών της χριστιανικής θρησκείας, η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία, δεν έχει αναπτύξει επαρκείς και ικανούς μηχανισμούς ελέγχου τέτοιων μαρτυριών και καταπολέμησης της δεισιδαιμονίας. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, η καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας και του ανορθολογισμού ήταν ανέκαθεν ένα από τα αδύνατα σημεία της Ανατολικής Εκκλησίας, για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ. Αντίθετα, η εξαρχής πιο ορθολογική Δυτική Εκκλησία, η αποκαλούμενη και Καθολική, ανέπτυξε εδώ και αιώνες αυστηρά διερευνητικά πρωτόκολλα για την αναγνώριση θαυμάτων — με αποτέλεσμα να έχουν χαρακτηριστεί ελάχιστα γεγονότα ως θαύματα.
Είναι λοιπόν δυνατόν να ασκηθεί διαφωτιστική κριτική στη δεισιδαιμονία της άκρατης θαυματολογίας χωρίς να είναι ανάγκη να αποκηρύξει κανείς την πίστη του και την αφοσίωσή του στη χριστιανική θρησκεία και στην πολιτική της έκφραση, την εκκλησία. Αντιθέτως, ένας συνειδητά πιστός χριστιανός γνωρίζει ότι δεν έχει ανάγκη από τέτοιου είδους εκδηλώσεις υλικής δύναμης και εντυπωσιασμού γιατί με την πίστη του δεν αποσκοπεί σε υλικά αγαθά αλλά σε ένα σκοπό που αφήνει πίσω του τις αναγκαιότητες αυτού του κόσμου. Και με αυτή τη γνώση μπορεί να απαιτήσει τον εξορθολογισμό και τον διαφωτισμό της εκκλησίας του…