Στο παρελθόν ολοταχώς
Όταν ήμουν έφηβος, στα τέλη της δεκαετίας τού 1970, τον καιρό δηλαδή που το μεσημέρι της Κυριακής ο κόσμος έτρωγε κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο και ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος με αυτό —ειδικά όταν πετύχαινε—, αγαπούσα πολύ ένα συγκεκριμένο παγκάκι στην παραλία της Θεσσαλονίκης, κάπου κοντά στον Ναυτικό Όμιλο. Από εκεί είχες μία καλή θέα της θάλασσας, του στενού λιμενοβραχίονα και του φάρου, και φυσικά και των λιγοστών καραβιών που στέκονταν αρόδο και κοιτούσαν με βαριεστημένη υπεροψία την πόλη· τα βράδια, τα πλοία είχαν φωτάκια. Αλλά δεν το αγαπούσα (μόνο) για αυτά. Το αγαπούσα επειδή ήταν ό,τι πιο δικό μου μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσα ποτέ να είχα τότε. Εκείνο το παγκάκι.
Ήταν στο μέσον της διαδρομής από το σπίτι μου στο κέντρο της πόλης, μία απόσταση που τη διένυα σε μισή ώρα ακριβώς, μετρημένα. Καθόμουν πάντα για λίγο, όχι πάνω από δέκα λεπτά, έβλεπα τα χαραγμένα αρχικά επάνω του με τις καρδούλες, τα ανορθόγραφα συνθήματα, την ξεφλουδισμένη μπογιά, τους σκουριασμένους μεταλλικούς συνδέσμους, τους πίρους, που κάποιοι είχαν λασκάρει και μισοκρέμονταν, τα τσόφλια από τα σπόρια κάτω στα πλακάκια που είχαν σπάσει, και κάπνιζα ένα τσιγάρο χαζεύοντας τους περαστικούς. Κάποτε-κάποτε άνοιγα μια εφημερίδα και έκανα ότι διαβάζω, ή συχνότερα ξεφύλλιζα το βιβλίο που κουβαλούσα, ίσως έναν Ασίμοφ εκείνο τον καιρό ή κάτι τέτοιο, ας πούμε τη «Δίκη». Αλλά τις περισσότερες φορές απλώς χάιδευα με το ένα χέρι το παγκάκι, όπως χαϊδεύεις τον λαιμό ενός αλόγου. Ήταν ό,τι πιο δικό μου μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσα ποτέ να είχα. Ήταν το δικό μου δεντρόσπιτο: ένα μέσον διαφυγής, όπως είναι όλα τα μαγικά δεντρόσπιτα των παιδιών.
Αργότερα έφυγα από την πόλη, έτυχε να μπω από πολύ νωρίς στη δουλειά, μετά από κάμποσα χρόνια Εξαρχειώτης κατάφερα να βγάζω και πολλά χρήματα, συνεχίζοντας να δουλεύω μανιωδώς, πολλές ώρες την ημέρα, όλες τις ημέρες, όλους τους μήνες. Και φυσικά ξέχασα εκείνο το παγκάκι. Όταν επέστρεψα μετά από περίπου ένα τέταρτο του αιώνα στην πόλη, δεν το αναζήτησα. Δεν αναζήτησα καν το μέρος όπου ήταν πακτωμένο εκείνο τον καιρό. (Η Νέα Παραλία έχει αλλάξει, ευτυχώς. Κι ας είναι άδεια και πνιγμένη σε μια βαθιά μοναξιά στο μεγαλύτερο μέρος της, χωρίς ένα μέρος να κάτσεις και να πιεις μια μπίρα). Δεν πήγα να ψάξω τον τόπο γιατί μέχρι τότε είχα βρει άλλα δεντρόσπιτα, πολλά άλλα οχήματα απόδρασης από τη γύρω μιζέρια. Κάποια, τα έχω ακόμη. Και γιατί εκείνο το παγκάκι, εκείνη η εφηβική γραφικότητα, ήταν καλή για τον καιρό της. Μόνο για τον καιρό της. Για όταν φορούσαμε παντελόνια καμπάνες. Για ένα παιδί που έτρωγε κοτόπουλο τις Κυριακές και κατέβαινε «στην πόλη» περπατώντας με μεγάλα βήματα από τη γειτονιά του. Δεν ήταν κάτι που μπορούσε ή που έπρεπε να κρατήσει. Ο χρόνος σπρώχνει τη Γη και μαζί τρέχουν στο διάστημα. Αυτά τα παγκάκια, όλα τους, είναι καλά για τα παιδιά.
Αλλά επιστρέφουν. Τα παγκάκια της παραλίας με τα τσόφλια από τα σπόρια μπροστά τους έρχονται για να πακτωθούν πάλι επάνω μας, επάνω στην πόλη και στην κοινωνία. Η Ελλάδα ξαναγυρνά αλματωδώς σε εκείνες τις παλιές δεκαετίες, που τις «νοσταλγούν» κάποιοι —χαριτολογώντας άτεχνα συνήθως— σε αφελή κείμενα για τη μόδα και τον σινεμά της εποχής, άντε και για την πολιτική. Έρχονται ξανά, και με τα δόντια τους πλησίστια, τα χρόνια που δεν αξίζουν παρά μόνο την περιφρόνησή μας. Δεν πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε να τα αποφύγουμε: απλώς θα πασχίσουμε (κάποιοι) να αναβάλουμε το κακό. Έχει πια εμπεδωθεί για τα καλά στην κοινωνία η αριστεία της μετριότητας, του λίγου, του μετρίου-πλην-σίγουρου: πακτώθηκε. Η Ελλάδα είναι ένα Δημόσιο βαλκανικού τύπου — όλη. Χαμηλές υπηρεσίες, χαμηλές προσδοκίες, μεγάλες ουρές ανυπόμονων πειθηνίων η μηνιαία καταβολή του μισθουλάκου που θα φέρει (ξανά) το κοτόπουλο της Κυριακής. Τα σπόρια στο παγκάκι. Τα θολά φωτάκια στα ελλιμενισμένα πλοία. Τα παντελόνια καμπάνες, ίσως.
Είναι ωραία η κανονικότητα, σωστά; Το μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει. Η κανονικότητα του χλιαρού. Μια κανονικότητα σαν αδιατάρακτη φορμάικα παλιάς κουζίνας, και σαν τοίχος βαμμένος με λαχανί λαδομπογιά. Η κανονικότητα του τούρκικου καφέ (συγγνώμη: του ελληνικού), της βραδινής τηλεόρασης, του πρωθυπουργικού χαμόγελου στις ειδήσεις. «Όλα πάνε καλά», λέει. Ναι, όλα πάνε καλά. Ωραία λοιπόν. Όλα πάνε καλά.
Ας υποδεχτούμε με τραγούδια και χαρές τα παγκάκια του παλιού καιρού, ας τα αγκαλιάσουμε και ας τα χαϊδέψουμε, σαν αιώνιοι έφηβοι που χαιρόμαστε να θεωρούμαστε. Είναι ένας τρόπος κι αυτός να ξορκίσεις το πένθος για το χαμένο επίδομα πλυσίματος χεριών και για το πάλαι ποτέ χαμένο επίδομα της αγάμου θυγατρός, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι. Οποιαδήποτε άλλα «δεντρόσπιτα» μάθαμε μεγαλώνοντας και αναπτυσσόμενοι —σαν άτομα, σαν κράτος, σαν χώρα— ήταν, και το μάθαμε καλά στην πορεία, απλές φενάκες: μια κουρελού, ένας μπερντές, ένα ποστίς πάνω σε μια φαλάκρα που είναι καιρός να περηφανευτεί για τις πανάδες της.
Είναι αστείο, αλλά μέχρι πριν δύο χρόνια όλοι (το εννοώ το όλοι: εδώ μιλάμε για το σύνολο του πληθυσμού, όχι για κάτι στατιστικά αστείες εξαιρέσεις) ήθελαν επιστροφή στις ημέρες της σπατάλης, του γελοίου, άφρονος ξοδέματος, της αδιαφορίας για το αύριο. Σήμερα, στη μετά την Καταστροφή υπό τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ εποχή χάρη στην ψήφο του Σοφού Λαού, όλοι (ξανά: όλοι) έμαθαν την αλήθεια και θέλουν πια μονάχα την κανονικότητα των 70s: κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο τις Κυριακές, διορισμό και ένσημα σε μια υπηρεσία, τηλεόραση το βράδυ — και τα παιδιά ένα παγκάκι.
[ Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου, στις 10.9.17 ].