Μεγάλα αστυνομικά μυθιστορήματα
Κάθομαι περίφροντις στα γραφείο μου, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας ένα στριφτό τσιγάρο. Μπροστά μου, δυο αστυνομικά μυθιστορήματα. Αμφότερα ανήκουν στη λαμπερή Σκανδιναβική Σχολή. Τα χωρίζουν καμιά σαρανταριά χρόνια. Το πρώτο είναι γραμμένο από σύγχρονο άκρως επιτυχημένο Νορβηγό συγγραφέα. (Δεν αναφέρω το όνομά του γιά να αποφύγω κάμποσες εκατοντάδες κατάρες… Τον εκτιμώ πάντως βαθύτατα, αν όχι γιά την ποιότητά του, «γι’αυτό ακριβώς που κάνει», για τη μεγιστοποίηση ας πούμε της «ποιοτικής εμπορικότητας» του…)
Οι συγγραφείς του δεύτερου μπορούν να αποκαλυφθούν. Πρόκειται γιά το ζεύγος των Σουηδών Σγιεβάλ Βαλέε (Sjöwall/Wahlöö), που έγραψαν κάμποσα αστυνομικά στη δεκαετία του 1970. Μάλιστα, κατά δήλωση επώνυμων σύγχρονων Σκανδιναβών (των Νέσμπο και Μανκέλ συμπεριλαμβανομένων), το συμπαθές ζεύγος των Σουηδών αποτέλεσε και για τους ίδιους μοναδική πηγή έμπνευσης. Κι ο ήρωας των μυθιστορημάτων τους, ο επιθεωρητής Μπεκ, μπορεί να θεωρηθεί αρχετυπική μορφή γιά τους σημερινούς συναδέλφους του. Περισσότερο ο Βαλάντερ και λιγότερο ο Χάρι Χόλε έχουν πάρει κάποια κουσούρια του μακαρίτη του Μπεκ.
Η σύγκριση των δύο βιβλίων ξεκινά αναπόφευκτα από τον όγκο. Το σύγχρονο αριστούργημα υπερβαίνει τις 600 τόσες σελίδες. Το έρημο έργο των Σγιεβάλ Βαλέε ούτε τις 250! Τι να μας πουν οι άνθρωποι σε 250 σελίδες; Η απάντηση θα έρθει μόνο αν το διαβάσετε. Κατά την ταπεινή μου άποψη, θα μας πουν όλα όσα χρειάζεται. Ναι, δεν θα μας παρεμβάλλουν τρεις-τέσσερις διαφορετικές, «παράλληλες» ή «σε δεύτερο ή τρίτο επίπεδο» ιστορίες με στόχο να μας προσφέρουν μια πιο σύνθετη, πολύπλοκη πλοκή. Δεν θα μας ταξιδέψουν σε εξωτικούς προορισμούς για να ανακαλύψουμε κάποιον μάρτυρα (βάλε 20 σελίδες). Δεν θα μας περιγράψουν life style σκηνές της ζωής πρωτευόντων ή και δευτερευόντων χαρακτήρων (βάλε 20 ακόμη σελίδες). Δεν θα μας υπεραναλύσουν τα τραύματα του πρωταγωνιστή από τη βρεφική του ηλικία και δώθε (άλλες 30 σελίδες). Δεν θα υποκύψουν στις ανάγκες που επιβάλλει το marketing των εκδοτών και οι ατέλειωτες σκανδιναβικές νύχτες. Για να είμαι πιο δίκαιος, πρέπει να αναγνωρίσω ότι εκείνη την εποχή ήταν σε εμβρυακή μορφή.
Κι όμως… Η ανάλυση του κοινωνικού περίγυρου υπάρχει. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε λόγω τού βαθιά πολιτικού προσανατολισμού των Σγιεβάλ Βαλέε (δεδηλωμένοι τροτσκιστές αμφότεροι). Η διαλυμένη προσωπική ζωή και τα υπαρξιακά θέματα του επιθεωρητή Μπεκ κυλούν μαεστρικά υποδόρια στην πλοκή. Η αστυνομική πλοκή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Τι περισσότερο να ζητήσει ο αναγνώστης; Τα πράγματα τελικά είναι απλά. Αν για κάποιον, σίγουρα εμπορικό, λόγο θέλει ο συγγραφέας να τα κάνει όλα όσο πιο περίπλοκα μπορεί, αυτό είναι άλλο θέμα. Και, πέραν της εμπορικότητας, το όλο θέμα πρέπει να ανάγεται στη σφαίρα της ψυχανάλυσης. Και για τους συγγραφείς, αλλά περισσότερο γιά τους αναγνώστες.
Σε δεύτερο επίπεδο, η σύγκριση των δύο μυθιστορημάτων με οδήγησε σε άλλες σκέψεις. Και μιλώ πάντα σαν ένας μέσου όρου αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων. Για να είναι επιτυχημένο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν απαιτούνται δεκαπέντε φόνοι κι άλλες τόσες ανατροπές. Τις περισσότερες φορές κάτι τέτοια τερτίπια έχουν σαν αποτέλεσμα να χάνει ο αναγνώστης την επαφή με τα τεκταινόμενα και να γυρίζει πίσω τις σελίδες για να καλύψει τα κενά του. Ή, πάλι, να εγκαταλείψει την προσπάθεια, να μείνει με κάποιες δυσεπίλυτες απορίες και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στο τι θα ακολουθήσει στην συνέχεια. Είπαμε: καταιγιστική, αν και όχι απαραίτητα αληθοφανής, πλοκή και υπερβολική αναφορά σε δευτερεύουσες, εν πολλοίς και όχι σημαντικές, λεπτομέρειες. Οι σελίδες πολλαπλασιάζονται σαν τους ιχθείς της γνωστής παραβολής του Ευαγγελίου, οι αναγνώστες διαβάζουν όμως πυρετωδώς (ενίοτε και μηχανικά), προσδοκώντας την αποκάλυψη στη συνέχεια.
Κι όμως… Αρκεί ένας φόνος (κάποιες φορές ούτε καν αυτός), αρκεί μιά μεγαλειώδης ανατροπή για να γράψει ένας συγγραφέας ένα μεγάλο αστυνομικό μυθιστόρημα. Συνήθως, η απάντηση στα σύνθετα ερωτήματα είναι απλή. Οι Σγιεβάλ Βαλέε δίνουν μιά πειστική απάντηση επί του θέματος. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο ανεπανάληπτος πρωτοπόρος του neopolar Ζαν Πατρίκ Μανσέτ φώτισε τον δρόμο. Στρατευμένος πολιτικά, αναρχοτροτσκιστής κι αυτός. Σύμπτωση; Δεν έχω την απάντηση. Κι ο έτερος σύντροφος Φαζαρντί στο ίδιο μήκος κύματος. Διακόσιες σελίδες κείμενο, που ξεχειλίζει από πλοκή, ανελέητη κοινωνική κριτική και αδυσώπητο εικονοκλαστικό χιούμορ.
Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα αστυνομικών συγγραφέων, που γράφει με αποκλειστικό γνώμονα τα προσωπικά τους ιδανικά και βάζει στόχο τη συγγραφή ενός ποιοτικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Γιά παράδειγμα, ο Μανκέλ και ο Νταλ. Ο ιδιαίτερος Πέρσον. Ο Λάρσον. Και υπάρχει και μια άλλη κατηγορία. Αυτοί που γράφουν «ποιοτικά εμπορικά» μυθιστορήματα. Ο Νέσμπο, μια κατηγορία μόνος του, κι οι επίγονοι του. Και όντως το κάνουν με μοναδικό τρόπο. Άλλωστε, τα βιβλία που γνωρίζουν τέτοια εκδοτική επιτυχία δεν μπορεί παρά να είναι καλά. Πολύ καλά. Μην ξεχνάμε ότι στο τέλος της ημέρας ο βασιλιάς καταναλωτής, που αποφασίζει για την τύχη όλων των εκδόσεων, δεν είναι παρά ο αναγνώστης. Και μάλιστα, ο μέσος όρος αναγνώστη. Οι σχετικές τελευταίες έρευνες στις ΗΠΑ δείχνουν ότι οι αναγνώστες, κατά μεγάλη πλειοψηφία, θεωρούν τις 250 σελίδες ως το όριο για «το ιδανικό αστυνομικό μυθιστόρημα». Βέβαια, η ευρωπαϊκή πραγματικότητα το διαψεύδει πανηγυρικά.
Προσωπική, και ως συνήθως αιρετική, ας μου επιτραπεί, άποψή μου είναι ότι ο μέσος αναγνώστης επιθυμεί υποσυνείδητα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με απλή, «καθαρή» πλοκή. Τακτοποιημένο. Ο σωστός όρος είναι το αγγλικό «neat». Το κάθε πράγμα στη θέση του. Τα γεγονότα περιγράφονται απλά. Οι λεπτομέρειες είναι σαφείς. Οι χαρακτήρες ξεκάθαροι. Ο αναγνώστης διαβάζει, καταλαβαίνει. Δεν χάνεται σε κανένα σημείο της πλοκής. Για ποιο λόγο τελικά διαβάζουμε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα; Για ποιο λόγο βλέπουμε μια περιπετειώδη ταινία στον κινηματογράφο; Θεωρώ ότι ο πρωταρχικός μας στόχος είναι να περάσουμε δυο μέρες ή δυο ώρες ευχάριστα και να φύγουμε γιο λίγο από τη μίζερη πραγματικότητα, που μας περικλείει απειλητικά. Αν κληρονομήσουμε από το μυθιστόρημα και την ταινία κάποιον μικρό προβληματισμό, ακόμη καλύτερα. Αλλά, σε μεγάλο βαθμό, η ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου είναι κάτι απλό — δεν είναι πρόβλημα διαφορικού λογισμού!
Θα ήθελα να κλείσω με το ρητορικό ερώτημα γιατί ένας ξένος συγγραφέας θεωρείται σούπερ όταν γράφει 600 και βάλε σελίδες στο μυθιστόρημα του κι όταν ένας αξιόλογος (και όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν αρκετοί) Έλληνας ξεπεράσει τις 400 θεωρείται «φλύαρος». Τροφή γιά σκέψη γιά όλους μας. Αναγνώστες, συγγραφείς και εκδότες βεβαίως-βεβαίως.
[ Φωτογραφία: Ο Peter Haber σαν Martin Beck. Ανάμεσα στο 1997 και το 2016 γυρίστηκαν 34 ταινίες με τον Μπεκ τού ζεύγους Maj Sjöwall και Per Wahlöö, ενώ από το 1967 μέχρι το 1994 είχαν γυριστεί έξι, με πρωταγωνιστή τον Gösta Ekman ].