Εικόνες από το Λιμάνι των Καλών Ανέμων [ ΙΙ ]

L
Νικόλαος Ζήσιμος

Εικόνες από το Λιμάνι των Καλών Ανέμων [ ΙΙ ]

Δεξιά καθώς βγαίνεις από το νεκροταφείο της Ρεκολέτα, υπάρχει ένα ταφικό κτίσμα γοτθικού ύφους. Στην κορυφή του δεσπόζει μια φτερωτή ανδρική φιγούρα που κραδαίνει μια κλεψύδρα: ο θεός Χρόνος. Στο κέντρο του μαυσωλείου (που είναι γεμάτο από ελευθεροτεκτονικά σύμβολα) ορθώνεται ένα βάθρο. Πάνω στο βάθρο, μια ανδρική μορφή καθισμένη σε μια πολυθρόνα, και, απέναντί του, το μπούστο μιας γυναίκας με την πλάτη γυρισμένη στον άντρα.

Κανένα από τα μνημεία του νεκροταφείου δεν φιλοδωρεί τον επισκέπτη με πιο επίμονες απορίες:

Ποιοι είναι αυτοί; Και γιατί στον διάβολο έχουν την πλάτη γυρισμένη ο ένας στον άλλο;

Οι απαντήσεις κρύβονται στην ιστορία ενός γάμου που απ’ ό,τι φαίνεται πήγε πολύ στραβά.

Η Τιμπουρσία Ντομίνγκες Ντελ Καρίλ λάτρευε τα λούσα: φίνα γαλλικά αρώματα, πανάκριβα χρυσά κοσμήματα δεμένα με πολύτιμους λίθους, κομψά φορέματα ραμμένα στο χέρι από τα πιο λεπτά υφάσματα στο χέρι δεξιοτεχνών ραφτάδων του Παλιού Κόσμου (που, στα μάτια των κατοίκων του Νέου, ασκούσε πάντα μια ακαταμάχητη γοητεία). Κι όταν κάτι τής έκανε κέφι, δεν φειδόταν καθόλου τα χρήματα που θα έπρεπε να δώσει για να το αποκτήσει.

Το πρόβλημα ήταν πως αυτά τα χρήματα δεν ήταν δικά της.

Αυτό πίστευε τουλάχιστον ο Σαλβαδόρ Μαρία Ντελ Καρίλ―ο επιφανής νομικός και σπουδαίος πολιτικός, ιδρυτής του πρώτου τυπογραφείου και της πρώτης εφημερίδας της Αργεντινής, πρώτος Αντιπρόεδρος του νεαρού τότε κράτους, καθώς επίσης και σύζυγος της Τιμπουρσία Ντομίνγκες, αλλά και ―χωρίς να το ξέρει― εγγυητής των χρεών της.

Βλέπετε, η Ντόνα Τιμπουρσία ψώνιζε πάντα βερεσέ, χρησιμοποιώντας την καλή φήμη του συζύγου της όπως κάποιος θα χρησιμοποιούσε σήμερα μια πιστωτική κάρτα. Έτσι, τα χρέη της προς τους εμπόρους της πόλης συσσωρεύονταν για καιρό, εν αγνοία του πραγματικού οφειλέτη, αγγίζοντας γρήγορα δυσθεώρητα ύψη, ώσπου έφτασαν, μοιραία, στα αυτιά και τα μάτια του εμβρόντητου Ντελ Καρίλ, που καλούνταν να πληρώσει τον αστρονομικό λογαριασμό.

Ο Ντελ Καρίλ ήταν έξω φρενών. Αποφάσισε λοιπόν να δώσει ένα καλό μάθημα στη σπάταλη Τιμπουρσία. Με καταχωρίσεις στις μεγάλες εφημερίδες της εποχής, ανακοίνωσε πως δεν είχε καμία ευθύνη για τα χρέη που δημιούργησε η γυναίκα του και πως αποκλειστικά υπεύθυνη για την αποπληρωμή τους ήταν εκείνη. Η ανακοίνωση φυσικά προκάλεσε σοκ στην υψηλή κοινωνία του Μπουένος Άιρες. Για την Τιμπουρσία ήταν ένα ασυγχώρητο, ταπεινωτικό πλήγμα, αφού σε κάθε εμφάνισή της σε κοινωνική εκδήλωση στο εξής θα την ακολουθούσε, ως στίγμα, ο απόηχος του δημόσιου εξευτελισμού της.

Και, όντως, δεν του συγχώρησε ποτέ την ταπείνωση αυτή· οι Ντελ Καρίλ χώρισαν και δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Εκείνος πέθανε, πλήρης ημερών, το 1883. Λέγεται πως όταν η είδηση του θανάτου του έφτασε στην Ντόνα Τιμπουρσία, εκείνη αρκέστηκε στο να ρωτήσει κυνικά, «Πόσα άφησε;» Στο μεταξύ, σχεδίασε την εκδίκησή της. Μετά την ταφή του, παρήγγειλε στον γλύπτη Καμίλο Ρομαϊρόνε, που φιλοτέχνησε το μαυσωλείο, ένα μπούστο της. Σύμφωνα με τις οδηγίες της, το γλυπτό θα τοποθετούνταν στο μαυσωλείο με γυρισμένη την πλάτη στο άγαλμα του συζύγου της, με τον οποίο θα ξαναέσμιγε στην κρύπτη.

Έτσι έγινε. Η Τιμπουρσία πέθανε δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Κι από τότε οι δύο Ντελ Καρίλ μοιράζονται την ίδια τελευταία κατοικία, με περίπου τον ίδιο, ιλαροτραγικό, τρόπο που το ζεύγος Ρόουζ, που υποδύονταν ο Μάικλ Ντάγκλας και η Κάθλιν Τέρνερ στον Πόλεμο των Ρόουζ, μοιράστηκαν τη δική τους ―μοιραίως τελευταία― κατοικία.

Στην περίπτωση των Ντελ Καρίλ, ο θάνατος δεν λύτρωσε το ζεύγος από τη μνησικακία. Το αντίθετο: την επισφράγισε. Θα συνοδεύει τους Ντελ Καρίλ για πάντα, αψηφώντας την κλεψύδρα του θεού Χρόνου. Όπως ακριβώς ήθελε η Ντόνα Τιμπουρσία.