Καρμπονάρα στο μικρό χωριό
Το εστιατόριο του παλιού διεθνούς ποδοσφαιριστή Ζβόνιμιρ Μπόμπαν βρίσκεται στην καρδιά του Ζάγκρεμπ, στην πεζοδρομημένη ζώνη ανάμεσα στην κεντρική πλατεία Γέλατσιτς και την ορθόδοξη εκκλησία. Ήταν ο τόπος του πρώτου μου γεύματος στην καινούργια πόλη· η εμπειρία επαναλήφθηκε αρκετές φορές στην πορεία, με εξαίρεση τον τελευταίο καιρό, χάρη στο βέτο της κόρης μου που απογοητεύτηκε από την καρμπονάρα στην πρώτη και —προς το παρόν— τελευταία της επίσκεψη. Οι πιο ποδοσφαιρόφιλοι της οικογένειας σεβαστήκαμε απρόθυμα την απόφαση, μια και μας στερεί την ευκαιρία να δούμε από κοντά έναν βετεράνο ποδοσφαιριστή.
Προσωρινά τη στερεί. Στη χώρα που έχει πληθυσμό περίπου ίδιο με την ελληνική πρωτεύουσα —τέσσερα εκατομμύρια— και ως εκ τούτου καμιά φορά θυμίζει «χωριό», είμαστε πεπεισμένοι ότι ένα τέτοιο συναπάντημα δεν θα αργήσει να συμβεί. Ή μάλλον να ξανασυμβεί: το προπερασμένο καλοκαίρι η γυναίκα μου έπιασε κουβέντα με τον παλαίμαχο τερματοφύλακα Ίγκορ Βούκμαν, που χάρη στη θητεία του στον ΟΦΗ συνεννοείται ακόμη στα ελληνικά, τριάντα πέντε χρόνια αφότου έφυγε απ’ το μεγάλο νησί. Η μόνη δυσκολία που ομολόγησε ο μουστακαλής Κροάτης, που βρέθηκε στο Σπλιτ τις ίδιες μέρες με μάς, ήταν που δεν θυμόταν πώς λέμε το παράθυρο — μας είπε όμως ότι το ανέσυρε με τη βοήθεια ενός τραγουδιού.
Η εξαγώγιμη ελληνική μουσική διαχρονικά βρίσκει θαυμαστές στην περιοχή, όπως διαπιστώνουμε στους πιο απίθανους τόπους και χρόνους. Στη Λιουμπλιάνα ακούσαμε πριν λίγες μέρες τον «Καημό» σε μουσική Θεοδωράκη με τον κροατικό τίτλο «Γκόρκα Ριέκα», πικρό ποτάμι, ενώ λίγο αργότερα έμαθα ότι μέχρι και τραγούδι ερμηνείας Πάνου Γαβαλά έχει διασκευαστεί στην τοπική γλώσσα: το «Βράτι Σε», ή «Γύρνα», στα ελληνικά έχει το συγκινητικό ρεφρέν με δάκρυ, θάλασσα, λιμάνι — και φυσικά καημό. Είμαι σίγουρος ότι το ξέρει κι αυτό το τραγούδι ο Βούκμαν, παρόλο που δεν θα το συνδέει με την τουριστική παραλία της Δαλματίας και τα μικρά αλλά πανέμορφα νησιά της.
Ωστόσο, οι στίχοι του Πυθαγόρα είναι ταιριαστοί για την περιοχή, όσον αφορά τουλάχιστον την ποδοσφαιρική προϊστορία της Εθνικής μας. Η Δαλματία δεν μας πήγε καλά: το 1979 στο Ζάνταρ και το 1981 στο Σπλιτ χάσαμε με το ίδιο σκορ —το βαρύ 5-1— από την τότε Γιουγκοσλαβία, στους Μεσογειακούς και τα προκριματικά του Μουντιάλ αντίστοιχα. Κάθε λιμάνι και καημός. Ευτυχώς ή δυστυχώς, και οι Κροάτες έχουν πρόσφατη τραυματική εμπειρία από παραλιακό παιχνίδι —την άδοξη ισοπαλία με τους Φινλανδούς στην (πικρή!) Ριέκα— κι έτσι το κρίσιμο μεταξύ μας παιχνίδι για την πρόκριση στο Παγκόσμιο της Ρωσίας θα γίνει πολύ μακριά από την αγαπημένη Αδριατική. Και πολύ κοντά στη σημερινή μου κατοικία.
Οι πυλώνες φωτισμού του γηπέδου Μάξιμιρ φαίνονται πεντακάθαρα, όταν δεν έχει ομίχλη, από την μπροστινή μας πόρτα. Το δημοτικό γήπεδο που χρησιμοποιεί η τοπική Ντίναμο, με χωρητικότητα τριάντα πέντε χιλιάδων, είναι σήμερα οριακά μεγαλύτερο από το Πόλιουντ του Σπλιτ. Πηγαίνουμε συχνά από εκεί, όχι για να αναπολήσουμε τον θρίαμβο του Ολυμπιακού το 2015 —δεν είμαστε άλλωστε όλοι γαύροι στο σπίτι—, αλλά για να απολαύσουμε βόλτα ή ποδηλατάδα στο τεράστιο ομώνυμο πάρκο, το πρώτο του είδους του στη νοτιοανατολική Ευρώπη (18ος αιώνας), που πήρε το όνομά του από τον καθολικό επίσκοπο Μαξιμιλιανό που το οραματίστηκε.
Το γήπεδο υστερεί σε εμφάνιση από το αρχιτεκτονικό κόσμημα του Πόλιουντ, καθώς και από το Καραϊσκάκη —κοντινό κι αυτό στην παιδική μου γειτονιά του Πειραιά— όπως διαμορφώθηκε για τους Αγώνες του 2004. Δεν ξέρω αν θα είναι καλή ιδέα να αναζητήσουμε εισιτήρια για το παιχνίδι του Νοεμβρίου. Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια η αισθητική του γηπέδου, ούτε η συντριπτική πλειοψηφία των υπερήφανων, απαιτητικών αλλά και με αθλητική παιδεία Κροατών — με έναν από τους οποίους συμφωνήσαμε ήδη ότι αμφότεροι θα υποστηρίξουμε του χρόνου οποιαδήποτε από τις δύο ομάδες περάσει στους τελικούς. Ο χουλιγκανισμός δυστυχώς δεν λείπει από παιχνίδια της Εθνικής Κροατίας, αντανακλώντας προβληματισμούς της εσωτερικής αθλητικής επικαιρότητας, όπως έδειξε η ρίψη καπνογόνων στο περυσινό Euro από οπαδούς της Ντίναμο που διαμαρτύρονταν κατά του αμφιλεγόμενου πρώην προέδρου Μάμιτς.
Προτιμότερη λοιπόν η τηλεόραση και το χαμηλό προφίλ για τη μικρή μας παροικία. Να περάσει κι αυτό, να κερδίσει ο καλύτερος και να συνεχίσουμε τις βόλτες μας στο Μάξιμιρ, που τον χειμώνα με τις παγωμένες λίμνες γίνεται ακόμα πιο μαγικό. Στον πάγο μπαίνουν και τα ποδοσφαιρικά πάθη, μιας και το πρωτάθλημα διακόπτεται για περίπου δύο μήνες. Ο παγωμένος χορτοτάπητας του άδειου γηπέδου μετά τα χιόνια δεν θυμίζει σε τίποτα την καυτή έδρα, που —επιβεβαιώνοντας τη σημασία που συχνά αποκτά το ποδόσφαιρο— αποτέλεσε και θέατρο μιας από τις πρώτες συγκρούσεις που προανήγγειλαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Τον Μάιο του 1990, το ντέρμπι Ντίναμο-Ερυθρός Αστέρας διακόπηκε μετά από εξαιρετικά βίαια επεισόδια, στα οποία πρωταγωνίστησαν μεταξύ άλλων ο Σέρβος εγκληματίας Αρκάν και —εντός αγωνιστικού χώρου— ο μετέπειτα εστιάτορας Μπόμπαν, ο οποίος κλότσησε έναν Βόσνιο αστυνομικό. Άλλος ένας συνάδελφός του, στην μπάλα και στην εστίαση, έπαιξε (όσο έπαιξε) στο επίμαχο παιχνίδι: ο Ρόμπερτ Προσινέτσκι, Κροάτης με Σέρβα μητέρα, που σήμερα διατηρεί το δικό του φαγάδικο, αρκετά κοντά στο Μάξιμιρ. Σε λίγο καιρό ελπίζουμε να είμαστε σε θέση να σας πούμε ποιος από τους δύο κάνει την καλύτερη καρμπονάρα.