14,5 τ.μ.
Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου μου, περικυκλωμένος από κούτες, βαλίτσες, και από λίγα τελευταία πράγματα που περιμένουν κι αυτά να μπουν στην τελευταία χαρτόκουτα που θα πάρω μαζί μου φεύγοντας τη Δευτέρα το πρωί… Όλα αυτά χωρούν, μαζί με τη βασική επίπλωση που χρειάζεται κανείς για να θεωρεί ότι ζει σε σπίτι και όχι σε ξενοδοχείο, μέσα σε 14,5 τετραγωνικά μέτρα ακριβώς. Είμαι μάλιστα τυχερός: το δωμάτιό μου είναι γωνιακό και γι’ αυτό κάπως μεγαλύτερο από την πλειονότητα των δωματίων στην εστία μου, που είναι μεταξύ 9 και 11 τ.μ. Έχω μεγάλο σπίτι, συγκριτικά.
Τη Δευτέρα το πρωί, μόλις κλείσω για τελευταία φορά την πόρτα πίσω μου, εδώ στο σπίτι μου στο Αμβούργο, θα συμπληρώνονται τρία χρόνια και δύο εβδομάδες ακριβώς από τότε που εγκαταστάθηκα στη φοιτητική εστία που έμελλε να είναι το πρώτο μου —και καθόλου προσωρινό— σπίτι στη Γερμανία. Το φθινόπωρο του 2014, όταν έπρεπε μέσα σε ένα μήνα περίπου να βάλω άνω τελεία, ή «κανονική» τελεία, σε όλα τα κεφάλαια της ζωής μου στην Ελλάδα και να ετοιμαστώ για ένα νέο, ριζικά διαφορετικό βήμα σε μια καινούρια χώρα, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που κλήθηκα να αντιμετωπίσω αποδείχτηκε η εύρεση στέγης στο Αμβούργο. Στη γερμανική πόλη που, μαζί με το Μόναχο, εμφανίζει τον μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας ως προς την εύρεση στέγης λόγω της τεράστιας διαφοράς ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, το να βρεις ένα κεραμίδι να βάλεις πάνω από το κεφάλι σου μπορεί να αποδειχτεί άθλος! Ο ίδιος είχα στείλει αιτήσεις σε ιδιοκτήτες διαμερισμάτων, σε ενοικιαστές ή ιδιοκτήτες που έψαχναν συγκάτοικο αλλά και σε εστίες (πανεπιστημιακές και ιδιωτικές) σε ολόκληρη την πόλη… Μέχρι τρεις εβδομάδες πριν τη μετακόμισή μου, είχα πάρει δεκάδες απαντήσεις. Και ήταν όλες ανεξαιρέτως αρνητικές!
Ομολογώ ότι, ως Ελληνόπουλο μιας κλασικής οικογένειας μικρομεσαίου εισοδήματος, είχα περάσει την πρώιμη φοιτητική μου ζωή σε ιδιόκτητο διαμέρισμα, μόνος ή με συγκάτοικο τον αδελφό μου, ενώ την πρώτη φορά που έζησα εκτός Ελλάδας είχα τη μεγάλη τύχη να εισπράττω ένα πολύ αξιοπρεπές εισόδημα από την τότε δουλειά μου, τμήμα του οποίου ήταν και ένα (αχρείαστα μεγάλο, κρίνοντας με την εκ των υστέρων γνώση, για έναν και μόνο άνθρωπο) διαμέρισμα στο κέντρο των Βρυξελλών. Αυτή τη φορά, η μετακόμιση στη Γερμανία έφερνε μαζί της την ακαδημαϊκή ευκαιρία των ονείρων μου αλλά ένα αρχικό πακέτο αποδοχών ίσο με το 45% περίπου του μέσου μισθού ενός πτυχιούχου ΑΕΙ στο Αμβούργο. Λίγο αυτό, λίγο το συντριπτικό ποσοστό τού… 100% σε αρνητικές απαντήσεις στις αιτήσεις για στέγη, βρέθηκα μέσα σε λίγες ώρες ένα πρωινό του Οκτώβρη του 2014 από ένα διαμέρισμα 50 τετραγωνικών σε ένα δωμάτιο με νιπτήρα (η κουζίνα και οι χώροι υγιεινής είναι κοινόχρηστοι ανά όροφο) συνολικού εμβαδού, όπως προείπα, μόλις 14,5 τ.μ.
Είχε προηγηθεί, λίγα χρόνια πριν, η θητεία μου ως κληρωτού στον Ελληνικό Στρατό, οπότε θα έλεγε κανείς ότι η εστία δεν θα έπρεπε να μου φανεί σαν καμιά φοβερή πρόκληση… Λάθος! Γιατί στον στρατό πας και το μοναδικό σου «άγχος», ας μη γελιόμαστε, είναι να περάσει ο καιρός και να βρεις τρόπους να κάνεις στοιχειωδώς χαβαλέ και τα υποτυπώδη καθήκοντά σου μέχρι να κυλήσει το εννεάμηνο και να γυρίσεις στη ζωή σου. Στην εστία όμως ερχόμουν με ορίζοντα τριετίας: έπρεπε να τη νιώσω σπίτι μου, έπρεπε να γίνει το σπίτι μου, να είναι ο χώρος στον οποίο θα ένιωθα άνετα και θα ξεκουραζόμουν τις ώρες που δεν θα ήμουν στη δουλειά.
Λοιπόν αυτά τα τρία χρόνια αποδείχτηκαν για μένα μια δεύτερη ενηλικίωση και μάλλον πολύ πιο ουσιαστική από την πρώτη. Από την πρακτική εξάσκηση στο να αξιοποιείς στο μέγιστο τον ζωτικό χώρο που έχεις στη διάθεσή σου, μέχρι μια διαρκή αριστοτεχνική εξισορρόπηση ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα, τη δική σου και των συγκατοίκων σου, υπήρξαν δεκάδες περιστατικά αυτά τα τρία χρόνια που ήταν όχι απλώς συγκυρίες αλλά μαθήματα ζωής, ανεκτικότητας, σεβασμού — και διεκδίκησης ζωτικού χώρου, ταυτόχρονα.
Φεύγοντας από την εστία, θα πάρω μαζί μου την κουβέντα με τον Κινέζο συγκάτοικο που, όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στη γενέτειρά του, τον βρήκα έξω από το δωμάτιό μου να κλαίει απαρηγόρητος και να μου λέει μετά, με αναφιλητά, πόσο τυχερός ήμουν που γεννήθηκα και θα συνεχίσω να ζω σε μια δυτική κοινωνία και να μου αποκαλύπτει ότι είχε δώσει όρκο στον εαυτό του πως θα ξανάφευγε από την Κίνα όσο πιο σύντομα μπορούσε. Ή το delivery που μου έφερε ένα χειμωνιάτικο βράδυ ένας Σύρος, που αναγνώρισε την ελληνική μου καταγωγή από το επώνυμό μου και, αφού μου ζήτησε συγγνώμη επειδή ήθελε να με ρωτήσει αν είμαι όντως Έλληνας, μου διηγήθηκε πόσο ευγνώμων θα είναι θα είναι για πάντα στους Έλληνες που τον βοήθησαν «να μείνει ζωντανός» στο μακρύ του ταξίδι από τη φρίκη του πολέμου μέχρι το νέο του σπίτι, εδώ στη Γερμανία. Θα πάρω ακόμα μαζί μου την κουβέντα που είχα μια μέρα με έναν άλλο συγκάτοικο, από την Ταϊβάν αυτός, όταν απαυδισμένος τού είπα ότι πιστεύω πως στην πλειοψηφία τους οι συγκάτοικοι από χώρες της Άπω Ανατολής είναι τσαπατσούληδες και όχι προσεκτικοί με την καθαριότητα, για να πάρω την αφοπλιστική απάντηση: «Έχεις δίκιο. Απλά, όταν έχεις ζήσει σε πόλεις και σπίτια όπου στον καθένα μπορεί ως προσωπικός χώρος να αντιστοιχεί κάτι λιγότερο από δύο με τρία τετραγωνικά, η έννοια της τάξης, της οργάνωσης, ή και της καθαριότητας ακόμα, είναι πολύ πιο σχετική από τον τρόπο που τα αντιλαμβάνεστε όλα αυτά εσείς εδώ. Δεν το κάνουμε επίτηδες συνήθως. Και να μας το λες, δεν πειράζει. Γιατί τις πιο πολλές φορές δεν το αντιλαμβανόμαστε καν!»
Πριν τρία χρόνια πίστευα ότι 14 τετραγωνικά μέτρα (και μισό…) είναι ασφυκτικά λίγα για να στεγάσεις μια ολόκληρη ζωή. Κι όμως, ήταν αρκετά για να μοιραστώ ένα αναστάσιμο δείπνο με συγκατοίκους από τη Ρωσία αλλά και απογεύματα που μαγειρεύαμε μετά τη δουλειά στην κουζίνα με τον γείτονά μου από το Μαρόκο, διασκεδάζοντας καθώς αντιπαραβάλλαμε την αραβική και την ελληνική εκδοχή λαϊκών τραγουδιών. Ήταν αρκετά για να γνωρίσω το Diwali από Ινδούς γείτονες, και για να δω ένα πρωινό ανάγλυφο τον φόβο που προκαλεί η πιθανότητα του πολέμου στο πρόσωπο της Γιαπωνέζας γειτόνισσάς μου, όταν τα νέα των πυραύλων που εκτόξευσε η Β. Κορέα και πέρασαν πάνω από την Ιαπωνία έκαναν τον γύρο του κόσμου. Αλλά και για να διαπιστώσω ότι αυτά που γνωρίζουμε ως γεύσεις από άλλες κουζίνες σε ethnic εστιατόρια ελάχιστη σχέση έχουν συνήθως με το πώς πραγματικά παρασκευάζει τα ίδια φαγητά ένας άνθρωπος με καταγωγή από τη χώρα τής εκάστοτε κουζίνας...
Δεκατέσσερα και μισό τετραγωνικά και μερικοί κοινόχρηστοι χώροι ήταν αρκετά για να με κάνουν μέσα σε τρία χρόνια άλλον άνθρωπο.