Στη σκιά του Καθηγητή

C
Ευθυμία Δεσποτάκη - Ελευθέριος Κεραμίδας

Στη σκιά του Καθηγητή

Είναι δύσκολο να υπερβάλεις όταν προσπαθείς να απαριθμήσεις πόσα προσέφερε ο Άγγλος Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν στη Fantasy λογοτεχνία.

Μελέτησε σοβαρά το Fantasy, με το δοκίμιο On Fairy-Stories (αρχική εκδοχή: 1939, αναθεωρημένη δημοσίευση: 1947). Εν μέρει εκφράζει εκεί το δικό του όραμα για το είδος, αλλά κι αυτό ακόμα είναι πολύ σημαντικό· ως τότε, υπήρχαν ελάχιστες τεκμηριωμένες απόψεις για το τι είναι Fantasy και καμία τόσο σφαιρική που να καλύπτει κάθε έκφανσή του: πού βρίσκονται τα όριά του με τα άλλα είδη της φανταστικής λογοτεχνίας και τα παραμύθια, αν απευθύνεται σε παιδιά, τι μπορεί να «πει» στον αναγνώστη και πώς, χωρίς να αποτελεί δικαιολογία για να συμπεριληφθεί κάθε είδους μη ρεαλιστικό στοιχείο άνευ ειρμού. Ανάμεσα σε πολλά άλλα σημαντικά, το δοκίμιο εισήγαγε τον όρο «δευτερεύων κόσμος», δηλαδή κόσμος επινοημένος, ανεξάρτητος από τον δικό μας, με φυσικούς νόμους διαφορετικούς από τους γνωστούς, αλλά συνεπείς και σαφείς. Η συνηθέστερη διαφορά ενός δευτερεύοντος κόσμου με τον δικό μας είναι πως εντός του λειτουργεί κάποιου είδους μαγεία.

Αλλά η συνεισφορά του Τόλκιν δεν ήταν κυρίως ακαδημαϊκή (παρότι οι οπαδοί του τον αποκαλούν «Καθηγητή», καθώς όντως δίδασκε σε πανεπιστήμια). Το πιο σημαντικό του κληροδότημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος εφάρμοσε τις ιδέες του στα έργα του. Ο διάσημος κόσμος που δημιούργησε, η ΆρνταΜέση Γη είναι ήπειρός της), δεν ήρθε από το τίποτα, ούτε πηγαίνει στο πουθενά, δεν υπάρχει μόνο όσο βρίσκεται εκεί κάποιος γήινος πρωταγωνιστής. Έχει αρχή και τέλος και όλα τα ενδιάμεσα στάδια, γνωρίζουμε πώς δημιουργήθηκε, ποιες ανώτερες δυνάμεις την προστατεύουν, τις ηρωικές ιστορίες του παρελθόντος της. Οι χαρακτήρες που κινούνται εντός της έχουν κοινές ρίζες, μπορούν να μιλάνε για τους προγόνους τους όπως εμείς σήμερα μιλάμε για τους δικούς μας: ο Ισίλντουρ είναι μνήμη συγκινητική όπως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, ο Μπέρεν και η Λούθιεν όπως ο Έρως και η Ψυχή. Σήμερα, δεν νοείται εύκολα επικό φανταστικό κείμενο χωρίς την κοσμογονία του. Ακόμα και στα ελληνικά, η λέξη κοσμοπλασία έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο γνωστή – ακριβώς για να περιγράψει αυτό που έκανε ο Τόλκιν με την Άρντα και που προσπαθούν με αντίστοιχο τρόπο να κάνουν οι σύγχρονοι συγγραφείς του είδους.

Το δεύτερο κληροδότημα του Τόλκιν ήταν η γλωσσική πολυπλοκότητα. Δεν μιλάμε για το, συχνά λόγιο, προσωπικό του ύφος, αλλά για το πόσο εξέλιξε την ιδέα του Ντάνσανι ότι ο ήχος κάποιων λέξεων προξενεί συγκεκριμένη αίσθηση στον αναγνώστη. Από πολύ νωρίς στη ζωή του, ο Καθηγητής αγάπησε τις γλώσσες, και οι σπουδές του του έδωσαν την ευκαιρία να μελετήσει αρκετές σε βάθος, καθώς και τις σχέσεις τους, τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, το πώς μία γέννησε άλλες. Με το ίδιο σκεπτικό, δημιούργησε για κάθε φανταστική φυλή του και μια γλώσσα, με δικό της λεξιλόγιο και συντακτικό, και με τη δική της προφορά. Διασημότερη όλων είναι η Κουένυα, η μουσική γλώσσα των ξωτικών, που πολλοί φανατικοί αναγνώστες του Τόλκιν γνωρίζουν να τη χειρίζονται. Είναι πολύ λογικό διαφορετικά όντα –νάνοι, ξωτικά, ορκ, άνθρωποι– να μιλάνε με διαφορετικό τρόπο, ακόμα κι αν αυτή η πολυπλοκότητα γίνεται υπερβολική, σε σημείο που ο ίδιος χαρακτήρας να είναι γνωστός με άλλο όνομα σε κάθε φυλή – κάποιοι έχουν τέσσερα ονόματα ή και περισσότερα! Δυστυχώς, όμως, κάθε άσχετος και αφελής επίδοξος συγγραφέας πίστεψε και πιστεύει πως μπορεί εύκολα να μιμηθεί αυτό που ο Τόλκιν πέτυχε μέσα από πολυετή εργασία, αφού μάλιστα είχε και όλες τις απαραίτητες επιστημονικές γνώσεις.

Το τρίτο κληροδότημα του, αν και αποτελεί εξίσου σημαντική επίδραση στο Fantasy με τις δυο προηγούμενες, δεν ήταν δική του επιλογή. Ο εκδότης του θεώρησε το γνωστότερο έργο του, τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, πολύ μεγάλο για να εκδοθεί σε έναν τόμο και για να διαβαστεί μονοκοπανιά από τα παιδάκια στα οποία –νόμιζε– πως απευθυνόταν. Το κυριότερο, ο εκδότης δεν ήθελε να μπει με τη μία στα έξοδα της στοιχειοθεσίας για τόσο πολύ κείμενο, μιας και δεν περίμενε σπουδαίες πωλήσεις, οπότε το έκοψε σε τρία βιβλία. Η τεράστια επιτυχία τους, μαζί με την αταβιστική μανία του ανθρώπινου μυαλού –σε βαθμό θρησκοληψίας– να αντιλαμβάνεται τα πράγματα σε τριάδες, έκανε τις τριλογίες δεδομένη μορφή για τα Fantasy πονήματα. Κι όπως γίνονται όλο και πιο φιλόδοξα, με όλο και πιο περίπλοκες κοσμοπλασίες και πλοκές, τρία βιβλία έφτασαν να μην αρκούν. Οπότε προέκυψαν οι νεολογισμοί «πενταλογία», «δεκαλογία», «δεκατετραλογία» και, για να καλυφθεί κάθε πιθανή παραλλαγή με κάπως σαρκαστική διάθεση, «ν-λογία».

Όλα αυτά, δίχως να έχουμε αγγίξει τον ίδιο τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών

Ελάχιστα βιβλία έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν τόσες πωλήσεις, σε οποιαδήποτε από τις περίπου σαράντα γλώσσες που κυκλοφορεί. Ακόμα λιγότερα έχουν τόσο ευρεία αποδοχή, συναρπάζοντας από έφηβους αναγνώστες μέχρι «σοβαρούς» συγγραφείς. Κανένα άλλο λογοτεχνικό έργο φαντασίας δεν βγαίνει τόσο συχνά πρώτο σε δημοψηφίσματα για το καλύτερο ή το σημαντικότερο βιβλίο ανεξαρτήτως είδους, κανένα άλλο δεν θεωρείται τόσο άξιο να γίνει αντικείμενο φιλολογικής μελέτης σε πανεπιστημιακό επίπεδο, κανένα άλλο δεν έχει τόσο οργανωμένους ή δραστήριους συλλόγους οπαδών, κανένα άλλο δεν έχει πείσει περισσότερους νέους πως θέλουν να ασχοληθούν με το Φανταστικό ως αναγνώστες ή ως δημιουργοί. Από το ’60 και μετά, όλοι γράφουν Fantasy στη σκιά του: είτε τον μιμούνται, είτε προσπαθούν να γράψουν με το ίδιο όραμα χωρίς να τον μιμηθούν, είτε προσπαθούν να γράψουν κάτι διαφορετικό απ’ αυτόν.

Δεν ξεκίνησε, όμως, με παντιέρες και καταθέσεις στεφάνων, ή έστω μετά βαΐων και κλάδων. Το Χόμπιτ (1937) είχε πάει καλά από εμπορική άποψη, αλλά είχε θεωρηθεί κυρίως παιδικό. Ο εκδότης είχε ζητήσει συνέχεια, αλλά ώσπου να ολοκληρωθεί ο μνημειώδης Άρχοντας είχαν περάσει 12 χρόνια. Οι τόμοι του τελικά κυκλοφόρησαν το 1954-1955 και οι πρώτες κριτικές ήταν διχασμένες. Αλλά το κοινό ήταν ομόφωνα θετικό. Μια κλεψίτυπη έκδοση έκανε το βιβλίο γνωστό και στις ΗΠΑ, και η νόμιμη που ακολούθησε πήγε εξαιρετικά. Η δημοφιλία του Άρχοντα εκτοξεύτηκε ύστερα από το 1960, όταν οι αναγνώστες διψούσαν για την αγνότητα που αντιπροσώπευαν οι δυνάμεις του καλού στο κείμενο και ο καθένας επέλεγε να ερμηνεύσει τη Μόρντορ ως αλληγορία για ό,τι ο ίδιος απέρριπτε (από τον μιλιταρισμό και τον καπιταλισμό ώς τη Σοβιετική Ένωση). Η νοσταλγία εποχών στις οποίες οι αρχές είχαν μεγαλύτερο βάρος από την ικανότητα να προκαλείς την καταστροφή και να σπέρνεις τον θάνατο, ένωνε κάθε ιδεολογία. Η αγάπη του Καθηγητή για τη φύση και οι σπαρακτικές περιγραφές της καταστροφής της άγγιζαν τους πάντες.

Η επιρροή του είναι τόσο μεγάλη, ώστε όροι που δημιούργησε αυτός (ορκ) θεωρούνται σήμερα εξίσου κοινόχρηστοι με προϋπάρχοντα ονόματα μυθικών πλασμάτων (γκόμπλιν) και οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν πως εκείνος έδωσε σε νάνους και ξωτικά τις μορφές που είναι πλέον πανταχού παρούσες σε ταινίες, βιβλία και κόμικς, επιλέγοντας στοιχεία από διάφορες παραδόσεις.

Υπόγεια, όμως, η επιρροή του Τόλκιν είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Ως μέρος των Inklings, μιας ανεπίσημης λογοτεχνικής ομάδας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, του δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσει και με σπουδαίους λογοτέχνες που είχαν επηρεάσει τη γενιά του, όπως ο Γκ. Κ. Τσέστερτον και ο E.R. Eddison. Το σημαντικότερο, αντάλλαξε σκέψεις, συμβουλές, δημιουργικές ανησυχίες, αλλά και αισθήματα φιλίας με άλλα μόνιμα μέλη που ήταν συγγραφείς φαντασίας, όπως ο Κ.Σ. Λιούις και ο Charles Williams. Αν και δεν συμφωνούσαν στα πάντα, είναι δύσκολο να απορρίψει κανείς την ιδέα ότι μυαλά που επικοινωνούν σε τέτοιο επίπεδο θα έμεναν πεισματικά κλειστά στις όποιες προτάσεις είχαν να κάνουν το ένα στο άλλο.

Αλλά, μετά τον Τόλκιν, τι;

Η επιτυχία του δημιούργησε ζήτηση για κάτι παρόμοιο, τόσο από το κοινό, όσο και από τους εκδότες. Δεν υπήρχε κάτι έτοιμο (η Νάρνια, που ξανάδωσε ζωή στις πύλες με τη μαγική της ντουλάπα, είχε ξεκινήσει να εκδίδεται πριν τον Άρχοντα – κι η αρχική μορφή του Παντοτινού Βασιλιά του Γουάιτ είναι ακόμα παλιότερη). Γι’ αυτό, ξανατυπώθηκαν και γνώρισαν καινούργιες μέρες δόξας και τιμής πολλά από τα παλιότερα βιβλία. Οι λίγες νέες κυκλοφορίες Fantasy της περιόδου ήταν συνήθως παιδικές, αλλά υπήρχε και ένα υπόγειο ρεύμα πολύ πιο ενήλικο: ο Φριτς Λάιμπερ συνέχιζε να γράφει για τους δυο ήρωές του, οι συνεχιστές του Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ «δανείζονταν» τον Κόναν, ο Πόουλ Άντερσον έγραψε τα ημι-ιστορικά Broken Sword και Three Hearts and Three Lions, ο Τζακ Βανς την Ετοιμοθάνατη Γη.

Η δεκαετία του ’60, ιδίως μετά τη μέση της, έφερε δημιουργική έκρηξη στο είδος. Το 1965, οι εκδόσεις Ballantine ξεκίνησαν μια σειρά βιβλίων Fantasy «για μεγάλους», η οποία άφησε εποχή. Με το Χόμπιτ και τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών για αρχή, περιέχει κυρίως επανεκδόσεις, αλλά και λίγα πρωτότυπα έργα, όπως τον λυρικό Τελευταίο Μονόκερο του Πίτερ Μπιγκλ (μετέπειτα σεναριογράφου στη διασκευή του Άρχοντα σε κινούμενα σχέδια) και την πρώτη τριλογία της σειράς Deryni της Katherine Kurtz. Μια ιδιαίτερη τάση της περιόδου είναι η εστίαση στην πλούσια ουαλική μυθολογία, ειδικά σε εφηβικά βιβλία. Μια άλλη τάση, επηρεασμένη από τον φόβο πυρηνικού ολοκαυτώματος και της πολιτισμικής οπισθοδρόμησης που μπορεί να φέρει, είναι η χρήση μοτίβων Fantasy από συγγραφείς Επιστημονικής Φαντασίας, ιδίως χαρακτήρων που αδυνατούν να ξεχωρίσουν τη μισοξεχασμένη και αρχαία τεχνολογία από τη νεόκοπη μαγεία του κόσμου τους. Ο Ρόμπερτ Χεϊνλάιν έγραψε τον Δρόμο της Δόξας, ο Ντιλέινι το The Fall of the Towers, ο Σίλβερμπεργκ το βραβευμένο Nightwings, ο Βανς τα Μάτια του Ανώτερου Κόσμου. Αλλά η πρωτοπορία της εποχής χαρακτηρίζεται κυρίως από γυναίκες: η Τζέιν Γκάσκελ έγραψε το πρώτο της βιβλίο στα 14, η Αν Μακάφρεϊ με τους Δρακοκαβαλάρηδές της ήταν η πρώτη γυναίκα που κέρδισε τα βραβεία Χιούγκο και Νέμπιουλα, αλλά οι πιο σημαντικές ίσως ήταν η Ούρσουλα ΛεΓκεν και η Αντρέ Νόρτον.

Η σειρά Γεωθάλασσα της πολυβραβευμένης ΛεΓκεν, περά από την τοποθέτηση της δράσης σ’ ένα μεσογειακής χροιάς αρχιπέλαγος αντί για τα συνήθη ώς τότε βορειοευρωπαϊκά τοπία, είναι δείγμα της ενδοσκόπησης που χαρακτηρίζει την εποχή. Ο ήρωας δεν αναζητά κάποιο μαγικό σπαθί ή ένα θησαυρό, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Στην πορεία, αναδεικνύονται ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τη θέση του ατόμου στην κοινωνία, με τον αυτοπροσδιορισμό, με τη δύναμη των λέξεων. Η γραφή της ΛεΓκεν ήταν πρωτοφανής, γιατί δεν προσπαθούσε να απευθυνθεί ειδικά σε άντρες ή γυναίκες, αλλά στον καθένα.

Η Νόρτον, η πρώτη γυναίκα που έλαβε τον τίτλο Gandalf Grand Master of Fantasy, καθώς και εκείνον του Grand Master της Ένωσης Αμερικανών Συγγραφέων Επιστημονικής Φαντασίας και Fantasy, η πρώτη γυναίκα που συμπεριλήφθηκε στο Science Fiction and Fantasy Hall of Fame, εξέδωσε το 1963 το Witch World, το πρώτο της ομώνυμης σειράς που συνέχισε ώς το τέλος της ζωής της. Το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων της διαδραματίζεται σε εξωτερικούς χώρους, με τα ζώα συχνά στο προσκήνιο πλάι στους ανθρώπους, ενώ οι ήρωές της είναι συνήθως πολυμήχανοι ανιχνευτές και όχι μαχητές. Αν και ήταν ακόμη ασυνήθιστο τότε, παρουσίασε θετικά τις φυλετικές κοινωνίες (με πρότυπο τους Ινδιάνους) και χρησιμοποίησε νεαρά κορίτσια ως κεντρικούς χαρακτήρες. Παρά τη σαφώς φεμινιστική κατεύθυνση των κειμένων της, δεν τους έδινε επιθετική χροιά ως προς τους άντρες, αλλά συμφιλιωτική ανάμεσα στα δυο φύλα. Ήταν από τους συγγραφείς που θαύμαζαν οι δημιουργοί του πρώτου παιχνιδιού ρόλων, Dungeons & Dragons, και της ανέθεσαν το 1978 να γράψει ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο απ’ αυτό. Συνεχίζουν μέχρι σήμερα να γράφονται μυθιστορήματα εμπνευσμένα από παιχνίδια ρόλων, για να τους δίνουν χρώμα.

Ακόμα και η δεκαετία του ’70 καλύπτεται από τη σκιά του Τόλκιν. Όχι μόνο εκδόθηκε (μετά θάνατον) το Σιλμαρίλλιον, η μυθολογία της Άρντα που επέτρεψε στο κοινό να δει το πλήρες βάθος της κοσμοπλασίας του Καθηγητή, αλλά και η πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία για το είδος μετά από πολλά χρόνια, το πρώτο Fantasy βιβλίο που συμπεριλήφθηκε στη λίστα ευπωλήτων των New York Times στην κατηγορία paperback, ήταν το Σπαθί των Σανάρα, του Τέρρυ Μπρουκς, μια κατά γενική ομολογία λυσσαλέα αντιγραφή του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Ταυτόχρονα, οι σειρές που είχαν ξεκινήσει την προηγούμενη δεκαετία (ή την προ-προηγούμενη…) συνέχιζαν ακάθεκτες.

Κι όμως, ήταν η εποχή της πολυφωνίας και της πρωτοτυπίας. Άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως θεματικές ανθολογίες, όπως οι Flashing Swords!, που ανέδειξαν δεκάδες νέους συγγραφείς. Κάθε λογοτέχνης που καταπιανόταν με το είδος είχε μια νέα ιδέα, μια νέα θεματική, να προσφέρει – ακόμη κι ο Μπρουκς, στα επόμενα βιβλία του. Ο Ρότζερ Ζελάζνι εισήγαγε στην Άμπερ την ιδέα μιας αρχετυπικής πραγματικότητας από την οποία εκπορεύονται με τη βοήθεια της φαντασίας όλες οι άλλες, πιθανές και απίθανες, ενώ στο Jack of Shadows έθεσε τη μαγεία και την τεχνολογία ως αμοιβαία αποκλειόμενες. Η Τάνιθ Λι συνδύασε λυρική γραφή με τολμηρή σεξουαλικότητα και φεμινισμό, ενώ έγραψε ενήλικες, εκμοντερνισμένες εκδοχές των τολμηρών παραμυθιών τέσσερις δεκαετίες πριν όλο αυτό γίνει μόδα. Ο Piers Anthony συνεχίζει από τότε τη γεμάτη λογοπαίγνια χιουμοριστική σειρά Xanth. Ο Thomas Covenant, ο ήρωας του Stephen Donaldson, ταξιδεύει σε έναν μυθικό κόσμο στον οποίο είναι ο εκλεκτός, αλλά αρνείται να το πιστέψει και προσπαθεί με διάφορους τρόπους να αποδείξει στον εαυτό του πως είναι όλα ψευδαισθήσεις με τις οποίες το μυαλό του προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα μαρτύρια που βιώνει στον πραγματικό κόσμο. Ο Robert Asprin συντόνισε διάφορους συγγραφείς για να προκύψουν πάνω από δέκα ανθολογίες του Thieves’ World, ενός διαμοιρασμένου κόσμου στον οποίο υπήρχαν σαφείς κανόνες για το τι μπορούσε να κάνει ο κάθε συμμετέχων με τους κοινόχρηστους χαρακτήρες/τόπους και τι όχι. Ο Tim Powers γράφει για τον πραγματικό κόσμο με εξαντλητική ιστορική ακρίβεια (κάνει περίπου πέντε χρόνια έρευνα για κάθε βιβλίο) πέρα από την ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων και επιλέγει να ασχοληθεί με εποχές μετά τον Μεσαίωνα. Ο John Gardner ξανάγραψε το γερμανικό μεσαιωνικό έπος «Γκρέντελ» από τη σκοπιά του τέρατος, που οι σκέψεις του από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ουσιαστικά περιγράφουν την εξέλιξη των φιλοσοφικών ρευμάτων από εποχή σε εποχή. Η C.J. Cherryh, που αρνείται να διαχωρίσει Επιστημονική Φαντασία και Fantasy ως διαφορετικά είδη, παρουσίασε τη Morgaine της και το μαγικό σπαθί που χρησιμοποιεί (στην πραγματικότητα, όπλο υψηλής τεχνολογίας με μορφή σπαθιού) αποκλειστικά μέσα από τα μάτια του συνταξιδιώτη της που τη συναντά μόλις στην αρχή των βιβλίων. Στο The Dragon and the George, ο πρωταγωνιστής του Γκόρντον Ντίκσον χρησιμοποιεί ένα πειραματικό μηχάνημα και βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σώμα ενός δράκου σε άλλο κόσμο.

Ο Μάικλ Μούρκοκ ήταν παραγωγικότατος: την περίοδο που είχε ανάγκη από έσοδα για να συντηρήσει το περιοδικό New Worlds, τη μήτρα του Νέου Κύματος που έχουμε ήδη αναφέρει, έγραφε μανιωδώς Fantasy. Οι δεκαετίες του ’60 και ’70 σημαδεύτηκαν από το διασημότερο δημιούργημά του, τον Αιώνιο Πρόμαχο, που μετενσαρκώνεται συνεχώς, μαζί με τον σύντροφό του, την αγαπημένη του και τους αντιπάλους του, με αποτέλεσμα να ζει διάφορες περιπέτειες σε κόσμους που έχουν μικρή ομοιότητα μεταξύ τους, ως Έλρικ, Χόκμουν, Κόρουμ ή με άλλα ονόματα και πρόσωπα. Ο Αιώνιος Πρόμαχος ήταν αντιήρωας, καθώς όλες του οι ζωές ήταν γεμάτες συμφορές και είχαν τραγική κατάληξη, κυρίως εξαιτίας δικών του λανθασμένων επιλογών που τις ακολουθούσε με εφηβικό πείσμα και γκρίνια για τις συνέπειές τους. Στο άλλο άκρο, ο Κ.Ε. Βάγκνερ δημιούργησε τον Κέιν, έναν αθάνατο πολεμιστή και μάγο που δε νιώθει ποτέ τύψεις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμη και αντιήρωας.

Και νά που, από όλα τα ευφάνταστα που γέννησε το Fantasy του ’70, οι εξελίξεις στον δικό μας κόσμο έμελλε να είναι τέτοιες που πιο επίκαιροι όλων έγιναν οι σκοτεινότεροι: ο Αιώνιος Πρόμαχος και ο Κέιν…

[ Εικονογράφηση: Lucas Graciano, για το Χόμπι ].