Κανονικότητα
Η αίσθηση της κανονικότητας με χτύπησε την Κυριακή το πρωί σαν χιονοστιβάδα. Η κατολίσθηση ξεκίνησε όταν ο φίλος μου ο Τ. μού έφερε –με πάσα φυσικότητα– τον διαφημιστικό κατάλογο του μαγαζιού. Καθόμασταν με τον Τ. και τη γυναίκα του για πρωινό στο Gwandhaus – ένα πολυτελές εστιατόριο και καφέ στα περίχωρα του Σάλτσμπουργκ, το οποίο μέσα έχει και μαγαζί με παραδοσιακά, ακριβά φορέματα, διακοσμητικά σπιτιού, μαρμελάδες, κεριά, κοσμήματα κλπ. Ο κατάλογος ήταν ένα χοντρό περιοδικό σε ιλουστρασιόν χαρτί με καταπληκτικές φωτογραφίες, πανέμορφα μοντέλα και εξαιρετικά ρούχα. Ο θρίαμβος της κατανάλωσης. Και της κανονικότητας.
Δεν ήταν τόσο πολύ το γεγονός ότι έχω να δω τέτοιον κατάλογο από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όσο το ότι είχα ξεχάσει τη χρήση του – τον λόγο ύπαρξής του. Όχι φυσικά για τον εαυτό μου· ποτέ άλλωστε δεν με συγκινούσαν ιδιαιτέρως τα περιοδικά μόδας και τα ακριβά ρούχα, αφού προτιμάω να ξοδεύω τα χρήματα μου σε βιβλία, ταξίδια και καφέδες. Όχι· αυτό που είχα ξεχάσει είναι το τι ρόλο παίζει ένας ιλουστρασιόν κατάλογος με ακριβά ρούχα στην κοινωνία όπου ζω. Από το 2008 η Βρετανία βρίσκεται είτε σε κρίση, είτε σε λιτότητα, με τους πραγματικούς μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων να μειώνονται σταθερά κάθε χρόνο και τις τιμές ενοικίων και αγαθών να αυξάνονται. Για την Ελλάδα, ας μην το συζητήσουμε καν.
Όλο αυτό το σκηνικό –το ανέμελο κυριακάτικο πρωινό, οι συζητήσεις για τα κατοικίδια και τα μαθήματα πιάνου των παιδιών, το ξεφύλλισμα του καταλόγου – όχι ως ανθρωπολογική μελέτη μιας εξωτικής φυλής ξεχασμένων αριστοκρατών ή ενοχική ενασχόληση μιας σέχτας πλουσίων, αλλά ως φυσιολογικό κομμάτι της καθημερινότητας της μεσαίας τάξης–, όλα αυτά λοιπόν με τάραξαν. Σαν να είχα βουτήξει στη θάλασσα και να έβγαλα το κεφάλι μου έξω για να πάρω ανάσα – μετά από 8-9 χρόνια. Σαν να ήπια το χάπι του Μάτριξ και να ξύπνησα στην πραγματική πραγματικότητα.
Δεν ήταν μόνο τα ψώνια ή η ασυνείδητη αγοραστική δύναμη. Ήταν ολόκληρη η απουσία κρίσης. Η αίσθηση κανονικότητας. Η αίσθηση ότι η ζωή κυλάει – όπως κύλαγε πριν από 10, 20 ή 30 χρόνια. Η αίσθηση ότι υπάρχει και αύριο – και μεθαύριο. Η απουσία της μετα-Αποκαλυπτικής κατάθλιψης εξαιτίας των spreads και των μνημονίων και της αξιολόγησης και της δόσης και του Τσίπρα και της ανεργίας και της κατάστασης των νοσοκομείων και των πανεπιστήμιων· ή εξαιτίας του Τραμπ και των πυρηνικών και των τρομοκρατών· ή εξαιτίας του Brexit και της σκοτεινής αβεβαιότητας όχι για το αύριο αλλά για το σήμερα. Όλο αυτό το τεράστιο μαύρο σύννεφο που έχει κάτσει από πάνω μας εδώ και μερικά πλέον χρόνια και στην Ελλάδα, και στη Βρετανία και στις ΗΠΑ – ένα σύννεφο που όσοι είμαστε από αυτές τις χώρες το κουβαλάμε παντού μαζί μας, κάθε μέρα, ακόμα και στα ταξίδια μας σε άλλες χώρες, σαν βαρύ σάκο που κάποιος μάς τον φόρτωσε στην πλάτη και δεν ξέρουμε πώς να τον ξεφορτωθούμε από πάνω μας· και που κάποια στιγμή ξεχνάμε ότι είναι εκεί: απλώς τον συνηθίζουμε.
Αυτή την ίδια αίσθηση κανονικότητας είχα νιώσει και πριν λίγους μήνες στην Κορσική. Τότε νόμιζα ότι ήταν η ιδέα μου – επειδή ήμουν διακοπές και ήταν καλοκαίρι. Σκεφτόμουν: αποκλείεται. Αποκλείεται οι Γάλλοι να ζουν την κανονικότητα με τόσα προβλήματα. Με την τρομοκρατία, και την προβληματική οικονομία, και τη Λε Πεν δεύτερη, και το μέλλον της Ευρώπης αβέβαιο. Κι όμως. Εκείνη –η κανονικότητα δηλαδή– ήταν αναμφίβολα εκεί. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά το ένιωσα. Είναι μία αόρατη, αλλά αδιαμφισβήτητη αίσθηση. (Εκ των υστέρων συνειδητοποιώ ότι το ίδιο μάλλον ίσχυε και στη Μαδρίτη, και στη Στοκχόλμη, και αλλού). Ο κόσμος σε πολλά μέρη της Ευρώπης ζει λες και είμαστε στη δεκαετία του 1990 ή του 2000. Έτσι μου ’ρχόταν να τους πιάσω, να τους ταρακουνήσω και να τους πω, «Ξυπνήστε! Έρχεται το τέλος! Γιατί ζείτε κανονικά; Η Ευρώπη παραπαίει! Η Αμερική καταρρέει! Η Βρετανία δεν ξέρει τι της γίνεται! Ο Πούτιν λύνει και δένει! Οι Κινέζοι αγοράζουν τα πάντα! Και ο Κιμ πατάει το κουμπί! Θα πεθάνουμε όλοι!» Σαν κάτι τρελαμένους χιλιαστές έξω απ’ το μετρό. Μόνο που πλέον κάπως έτσι σκεφτόμαστε οι περισσότεροι στις προαναφερθείσες χώρες. Και αν τώρα ζεις χαρούμενος τη ζωή σου σαν να μην τρέχει τίποτα, τότε μάλλον κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα.
Στην αρχή αντιμετώπισα την κανονικότητα με συγκατάβαση. «Αχ τους καημένους τούς [Αυστριακούς / Γάλλους / Σουηδούς / βάλτε εδώ τον κεντρο-δυτικο-ευρωπαϊκό λαό της επιλογής σας]. Δεν ξέρουν τι τους περιμένει. Η ακροδεξιά και η ακροαριστερά ανεβαίνουν. Οι μετανάστες δεν εντάσσονται επαρκώς. Η Γερμανία δεν έχει καν κυβέρνηση. Η Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή πέθανε. Το δημογραφικό στην Ευρώπη –σε συνδυασμό με συντάξεις, πρόνοια και ανταγωνιστικότητα– είναι μία ωρολογιακή βόμβα. Ζήστε όσες μέρες σάς απομένουν στην άγνοια. Στην απατηλή σας κανονικότητα». Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι, μετά από λίγο, όλη αυτή η κανονικότητα κάπως μου άρεσε· μου θύμισε τα παλιά· μη φανταστείτε, όχι αστακομακαρονάδες, καγιέν και Μύκονο· απλώς ότι υπάρχει αύριο και μεθαύριο· κάποιος σκοπός στη ζωή, ας πούμε· η δυνατότητα προόδου. Μου κλόνισε την πεποίθηση ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι. Μήπως τελικά εμείς είμαστε που ζούμε σε ένα παράλληλο σύμπαν από το οποίο πρέπει να βγούμε; Μήπως απατηλή είναι η μη κανονικότητα;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω την απάντηση σ’αυτή την ερώτηση. Οπότε προς το παρόν ζω στην κανονικότητα του Σρέντιγκερ, η οποία ταυτόχρονα ζει και έχει πεθάνει. Περπατώντας όμως στην παλιά πόλη του Σάλτσμπουργκ, είδα όλες αυτές τις υπέροχες βιτρίνες με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και τις κάρτες και τα (πανάκριβα) ξύλινα παιχνίδια· όλο αυτό το σκηνικό με τον Άγιο Βασίλη, και τα έλατα, και τα ελάφια, και τα χιονισμένα χωριουδάκια της Ευρώπης, που τόσο καλά ξέρουν να φτιάχνουν οι Αυστριακοί. Και –πέραν του θρησκευτικού πνεύματος των Χριστουγέννων (για όσους πιστεύουν) και της ευνόητης υποκειμενικότητας του εάν και πώς κάποιος ορίζει και βιώνει τις γιορτές– σκέφτομαι ότι, τουλάχιστον πολιτισμικά, όλος αυτός ο μύθος, το φαντασιακό, το πνεύμα (και όσα υλικά αξεσουάρ αυτό περιλαμβάνει), είναι μία ιερή κανονικότητα που κάθε πολίτης αυτής της ηπείρου θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα και την επιλογή να την απολαμβάνει.