Οι Φινλανδοί
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τον Πόλεμο των Θεών του Νιλ Γκέιμαν, θα γνωρίζουν πως Γουένσντεϊ, Τετάρτη, είναι το όνομα του θεού Όντιν, στην ανθρώπινη εκδοχή του. Στην πραγματικότητα, δεν είναι η Τετάρτη που δάνεισε το όνομά της στο θεό των Βίκινγκς αλλά το αντίστροφο: η αγγλική λέξη Wednesday προέρχεται ετυμολογικά από την αρχαία σκανδιναβική λέξη που σήμαινε «ημέρα του Γουόνταν», δηλαδή του Όντιν. Άλλες δύο από τις ημέρες της εβδομάδας προέρχονται από ονόματα θεών της τευτονικής μυθολογίας: Thursday, ημέρα του Θωρ, Friday, ημέρα της Φρέγια.
Η χθεσινή Τετάρτη, 6 Δεκεμβρίου του 2017, δεν ήταν ούτε μια απλή μέρα του Όντιν, ούτε του Αγίου Νικολάου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν η εκατονταετηρίδα της ανεξαρτησίας τού ―κατά την, ομολογουμένως, ελάχιστα αμερόληπτη προσωπική μου κρίση― πιο αξιοθαύμαστου, αλλά και του πιο αξιαγάπητου, λαού του κόσμου. Εκατό χρόνια πριν λοιπόν, οι Φινλανδοί κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από τους Ρώσους, απολαμβάνοντας το κυριότερο θετικό παρακολούθημα της κατά τα λοιπά καταστροφικής Οκτωβριανής Επανάστασης. (Βέβαια αργότερα, στον Πόλεμο του Χειμώνα ―κατά τη διάρκεια του οποίου η φινλανδική πολεμική βιομηχανία εφηύρε το κοκτέιλ Μολότοφ―, οι Ρώσοι πήραν ξανά πίσω την Καρέλια, αλλά με τρομερό κόστος καθώς οι Φινλανδοί αποδείχθηκαν πολύ σκληρά καρύδια: ο Στάλιν υπέστη σχεδόν πενταπλάσιες απώλειες).
Δεν είμαι ο μόνος βέβαια που μιλά τόσο κολακευτικά, και με τέτοιο θαυμασμό, για μια σκανδιναβική χώρα και τους Σκανδιναβούς, ή ειδικότερα για τη Φινλανδία και τους Φινλανδούς ― αν και βέβαια, τεχνικά μιλώντας, οι Φινλανδοί δεν είναι στα αλήθεια Σκανδιναβοί (ούτε τα φινλανδικά έχουν καμιά σχέση με τα αρχαία σκανδιναβικά: Τετάρτη στα Φινλανδικά είναι Keskiviikko, που σημαίνει μέση της εβδομάδας). Οι δείκτες είναι κατηγορηματικοί: οι Φινλανδοί έχουν ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως, μια από τις πιο ανταγωνιστικές και καινοτόμες οικονομίες, ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα στον δυτικό κόσμο, και τη μικρότερη διαφθορά, ξεπερνώντας, σε πολλά από αυτά τα πεδία, ομολογουμένως με μικρή διαφορά, τις δυσθεώρητες, για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, επιδόσεις των γειτόνων τους. Βέβαια δεν θα το μάθεις ποτέ από τους ίδιους: όντας απρόθυμοι να καυχηθούν για τα κατορθώματά τους, είναι ουραγοί στην κομπορρημοσύνη και την αυτοδιαφήμιση. Η Φινλανδία είναι ίσως το μόνο μέρος στον πλανήτη που σε διαφημιστικό πίνακα με τίτλο Επισκεφθείτε το Ελσίνκι στο αεροδρόμιο του Ελσίνκι (δηλαδή, σύμφωνα με πολλές έρευνες, της καλύτερης πόλης στον κόσμο για να ζει κανείς), είναι πιθανότερο να δεις τουριστική διαφήμιση για τη Μαγιόρκα, τη Ρώμη, ή για μια πόλη άλλης χώρας. Κι ας είναι μια από τις ομορφότερες χώρες στον κόσμο, χάρη στα ατελείωτα δάση, και τις αναρίθμητες λίμνες. (Θα έλεγα πως σε φυσική ομορφιά υπολείπεται μόνο της Νορβηγίας, αλλά σίγουρα αυτό αποκλείεται να συνέβαινε αν είχε κι αυτή φιόρδ. Τι να κάνουμε όμως, αυτά έχει η ζωή).
Βέβαια, τα επιτεύγματα μιας κοινωνίας, ή το φυσικό περιβάλλον που έχει παραλάβει σαν προίκα, δεν θα ήταν ικανά να κάνουν έναν άνθρωπο γκρούπι ή μαζορέτα των ανθρώπων της. Ούτε το ότι περιμένουν ανεξαίρετα και αδιαμαρτύρητα να αποβιβαστεί και ο τελευταίος επιβάτης από το βαγόνι πριν επιβιβαστούν. Ούτε ότι περιμένουν το πράσινο πριν περάσουν τον δρόμο, ακόμη κι αν είναι άδειος, άσχετα με το αν είναι Δεκέμβριος, το θερμόμετρο δείχνει κάτω από τους μείον δέκα, και λίγα δευτερόλεπτα παραμονής στο φανάρι μπορεί να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε ένα βαρετό, ήσυχο βράδυ, και την υποθερμία. Όμως, στα δεκαπέντε χρόνια από τότε που γνώρισα, σε μια στάση λεωφορείου στο Γουΐδινγκτον, ψάχνοντας σπίτι στο Μάντσεστερ, τον μετέπειτα για κάποια χρόνια συγκάτοικο και, μονίμως έκτοτε, αδελφικό φίλο, Γιάννε, την Καρολίνα, τη Σουσάνα, τη Σούβι, τον Νίκολας και τη Ρεμπέκα, αυτοί οι φοβερά συνεσταλμένοι και κουμπωμένοι τύποι, αλλά και συνάμα χαριτωμένοι σαν πιτσιρίκια με προβλήματα προσαρμογής, σταθεροί και αξιόπιστοι σαν παλιό, βαρύ γερμανικό αυτοκίνητο, ευθείς και ειλικρινείς αλλά ποτέ αγενείς, σαν ψηφιακοί βοηθοί οπλισμένοι με φυσική νοημοσύνη ― δεν έπαψαν να μου προσφέρουν αφειδώς λόγους και αφορμές να τους θαυμάζω και να τους εκτιμώ.
Φυσικά η συνύπαρξή μου μαζί τους δεν ήταν πάντα ανέφελη, ούτε θα έλεγα ποτέ πως οι Φινλανδοί είναι τέλειοι, ή έχουν λύσει όλα τους τα προβλήματα. Αν το έκανα, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να με διαψεύσει αλιεύοντας, με μια σύντομη αναζήτηση στο Google, στοιχεία για την υψηλή κατανάλωση ψυχοφαρμάκων και αλκοόλ, τα δυσθεώρητα ποσοστά αυτοκτονιών, αλλά και την άνοδο της ξενοφοβικής άκρας δεξιάς, που, αν και στη mainstream σκανδιναβική εκδοχή της είναι ηπιότερη από άλλες, δεν παύει να είναι ανησυχητικό φαινόμενο. Και, ναι, είναι τόσο εσωστρεφείς και επίμονοι στο να κρατούν ό,τι τους προκαλεί πόνο για τον εαυτό τους και το ποτήρι τους, που η δήλωση του σπουδαίου Άκι Καουρισμάκι, «Ξέρω πως κάποια στιγμή θα αυτοκτονήσω, απλά όχι ακόμη», ηχεί σχεδόν τόσο αντιπροσωπευτικά φινλανδική, όσο και το σάουντρακ των ταινιών του. Και ώς ένα βαθμό κατανοητή· αρκεί να πάρει κανείς μια γεύση του σκληρού, σκοτεινού, ατελείωτου φινλανδικού χειμώνα: αρκούν λίγες ημέρες για να αρχίσεις να ψάχνεις καταφύγιο σε φαντασιώσεις με θέμα την ελληνική καλοκαιρία ή στο πλησιέστερο φαρμακείο.
Πρέπει να ομολογήσω άλλωστε πως υπήρξαν πάμπολλες φορές που κι εγώ προσωπικά ευχήθηκα να ήταν κάπως διαφορετικοί, ιδίως όταν εισέπραττα τραυματικά μονολεκτικές χυλόπιτες από Φινλανδές (σίγουρα πάντως δεν θα ευχόμουν να είναι περισσότερο όμορφες ή ειλικρινείς), ή όταν, κάποια ξημερώματα Σαββάτου ή Κυριακής, έπρεπε, εκτελώντας χρέη τραυματιοφορέα ―όντας εδώ και πολλά χρόνια σχεδόν στρέιτ ετζ―, να σύρω σπίτι κάποιον σχεδόν αναίσθητο φίλο ή φίλη. Με κάποιο περίεργο τρόπο, όμως, η χαρακτηριστικά φινλανδική συστολή και μειλιχιότητα, η μόνιμη και μελαγχολική ροπή προς τη σιωπή, η ανελέητη ευθύτητα, σε συνδυασμό με το στεγνό-σαν-την-έρημο χιούμορ, και προ πάντων η απλόχερη εμπιστοσύνη υπερίσχυαν πάντα στη συνολική εντύπωση που έμενε, σαν γλυκό ίζημα σε αφέψημα, μετά από κάθε συζήτηση και κάθε ταξίδι.
Δεν ξέρω πραγματικά τι να πρωτοθυμηθώ. Από την τρομακτική ψυχραιμία τους στη διαχείριση κρίσεων (θυμάμαι τότε που, γυρίζοντας από το πανεπιστήμιο στο σπίτι, το οποίο είχαν στο μεταξύ διαρρήξει ληστές, βρήκα όλους τους συγκάτοικους ανάστατους, ανάμεσά τους τις δύο Ιταλίδες σε κατάσταση αμόκ, εκτός από τον Γιάννε, τον μόνο που είχε υποστεί ζημιά―του είχαν πάρει το λάπτοπ―, που απολάμβανε στωικά την μπίρα του στον καναπέ, σε φάση ζεν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα) ώς το απλόχερο αλλά και χαλαρό ―βλέπε: ελάχιστα πιεστικό― στιλ φιλοξενίας τους, και τη σχεδόν παράλογη προθυμία τους να βοηθήσουν αγνώστους (χαρακτηριστική περίπτωση η ελληνομαθής υπάλληλος σε καφέ στο κέντρο του Ελσίνκι, που παράτησε τη δουλειά της για να βοηθήσει αγνώστους να μπουν και να βγουν από το παρακείμενο πάρκινγκ χωρίς το παραμικρό ίχνος καχυποψίας), έχω πολλές ιστορίες που θυμάμαι με συγκίνηση, και με κάνουν να επιστρέφω στην παράξενη και όμορφη χώρα, με το σχήμα κουνελιού, πάντα με την ίδια χαρά και ενθουσιασμό.
Hyvää Itsenäisyyspäivää!