Ο Λύκος και το Ξωτικό

C
Έλενα Γιαννούλα

Ο Λύκος και το Ξωτικό

«Να γράψω ένα βιβλίο για το Booker ή για να γίνει μπεστ σέλερ; Άσε, θα γράψω ένα καλό μυθιστόρημα».

Αυτή την ερώτηση –ή κάπως έτσι διατυπωμένη, στην οποία απαντούσε ο ίδιος– έκανε συνήθως ο Χιλ στη γυναίκα του πριν από το ξεκίνημα κάθε καινούριου βιβλίου. Και δεν έγραψε και λίγα. Από το 1970 που πρωτοξεκίνησε, και μέχρι τον θάνατό του, έγραψε περισσότερα από πενήντα βιβλία, κάποια απ’ αυτά –αρχικά– με τρία διαφορετικά ψευδώνυμα, κερδίζοντας αρκετά βραβεία και διεθνή αναγνώριση. Όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο ίδιος, «Στο εικοστό σταμάτησα να τα μετράω. Αν δεν είσαι συγγραφέας έχοντας γράψει είκοσι βιβλία, δεν ξέρω στα πόσα γίνεσαι».

Ο Ρέτζιναλντ Χιλ γεννήθηκε το 1936 και πέθανε το 2012. Ο «Ξυλοκόπος» είναι το τελευταίο του βιβλίο (που έχει εκδοθεί, τουλάχιστον), το οποίο γράφτηκε το 2010 και του χάρισε το αμερικανικό βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας Barry, το 2011, ως το καλύτερο βρετανικό μυθιστόρημα.

Τον συγγραφέα ομολογώ πως δεν τον γνώριζα μέχρι που μου ανατέθηκε η επιμέλεια του «Ξυλοκόπου». Το βιβλίο κέντρισε το ενδιαφέρον μου από την αρχή και η αίσθηση που μου άφησε τελειώνοντας είναι ότι πρόκειται για ένα κανονικότατο «σεμινάριο δημιουργικής γραφής» και όχι απαραιτήτως μόνο για αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι απόλυτα ολοκληρωμένη δουλειά, από έναν δεξιοτέχνη του είδους και προσεγμένη στη λεπτομέρειά της. Οι ήρωες δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, ούτε όμορφοι ούτε άσχημοι, ούτε θύτες ούτε θύματα. Είναι κανονικοί άνθρωποι, που αλλάζουν, εξελίσσονται, αγωνιούν, αναρωτιούνται. Κι όλα όσα ζουν και περιγράφουν ο αναγνώστης τα βλέπει και τα ακούει. Μπορεί να τους κρίνει όπως θέλει. Μπορεί να τους αγαπήσει ή να τους μισήσει, να θυμώσει μαζί τους ή να γελάσει. Ακόμα και να τους δικαιολογήσει. Είναι ολοζώντανοι. Χωρίς καν να αναφέρονται τα ονόματά τους κάποιες φορές, παραμένουν αναγνωρίσιμοι.

Η γλώσσα της αφήγησης είναι λιτή και ανεπιτήδευτη αλλά στιβαρή και ουσιαστική. Λες και κάθε λέξη έχει τοποθετηθεί έπειτα από πολλή σκέψη και φροντίδα, και αν μετακινηθεί μέσα στην πρόταση, αν αντικατασταθεί ή παραλειφθεί, ολόκληρο το οικοδόμημα θα καταρρεύσει. Η ροή έχει την ταχύτητα που απαιτείται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, οι περιγραφές είναι σύντομες, οι προτάσεις επίσης. Οι διάλογοι απολαυστικοί, οι σκέψεις των ηρώων ακόμη περισσότερο. Μέχρι το τέλος σχεδόν του βιβλίου, δυσκολεύεσαι να προβλέψεις τις εξελίξεις. Και διαπιστώνεις τελικά ότι δεν ανυπομονείς να τις προβλέψεις, αλλά προτιμάς να τις ανακαλύψεις βήμα-βήμα, ακολουθώντας τους ήρωες.

 Εκείνο βέβαια που αγάπησα περισσότερο απ’ όλα και που θεωρώ απαραίτητο συστατικό ενός καλού μυθιστορήματος, οποιουδήποτε είδους, είναι το λεπτό, έξυπνο, υπαινικτικό και ειρωνικό αρκετές φορές χιούμορ, καθώς και το παιχνίδι που κάνει ο συγγραφέας με τις λέξεις. Όλα όσα υπονοούνται και σε οδηγούν να σκεφτείς. Οι παραπομπές σε λογοτεχνικά έργα, σε εκπροσώπους κάθε είδους τέχνης, σε γεγονότα και καταστάσεις της επικαιρότητας αλλά και της μελλοντικής, για τον ίδιο, πραγματικότητας.

Δεν ξέρω με ποια κριτήρια οι «ειδήμονες» της λογοτεχνίας χαρακτηρίζουν έναν συγγραφέα κλασικό, αλλά για μένα κλασικός είναι αυτός που μελετά συνεχώς το παρελθόν, αφουγκράζεται το παρόν, προβλέπει με εντυπωσιακή, σχεδόν τρομακτική ακρίβεια το μέλλον. Αυτός που, με δυο λόγια, μπορεί να αφηγηθεί ένα παραμύθι σαν να είναι πραγματική ιστορία ή μια πραγματική ιστορία σαν να είναι παραμύθι.

Υπό αυτή την έννοια, ο Ρέτζιναλντ Χιλ ανήκει στους κλασικούς πλέον συγγραφείς. Ο «Ξυλοκόπος» γράφτηκε το 2010, δυο χρόνια πριν από τον θάνατο του συγγραφέα του. Η αφήγηση (μη γραμμική} ξεκινάει από το έτος 1963 και ολοκληρώνεται το 2018! Και τα χρόνια μετά το 2012, που στην πραγματικότητα ο ίδιος ο συγγραφέας δεν θα τα ζήσει ποτέ, σκιαγραφούνται με απίστευτες λεπτομέρειες γύρω από την κοινωνική, πολιτική, οικονομική, περιβαλλοντική, πολιτισμική κατάσταση όχι μόνο του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά του κόσμου ολόκληρου! Κι όλα αυτά χωρίς να διακόπτεται η απόλαυση της ανάγνωσης, χωρίς διδακτικό ύφος, χωρίς την έπαρση του συγγραφέα που καίγεται να σου πει πόσο πολλά γνωρίζει παρεμπιπτόντως.

Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ο Γουλφ Χάντα, ο Λύκος του παραμυθιού (το αν είναι κακός ή καλός, είπαμε, θα το κρίνει ο αναγνώστης). Η ψυχίατρός του, δρ Άλβα Οζίγκμπο ή Ελφ, είναι το Ξωτικό του παραμυθιού. Φαινομενικά ευάλωτη, ανυπεράσπιστη, αλλά με μια καλά κρυμμένη δύναμη – ξέρει από «μαγικά». Όλοι οι υπόλοιποι ήρωες είναι εκπρόσωποι διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και εθνικοτήτων, με πάθη, αδυναμίες, ιδιαιτερότητες, ανασφάλειες, πλούτο, εξουσία… και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Εν ολίγοις, κανονικοί άνθρωποι αλλά καθόλου συνηθισμένοι (διάολε, ήρωες μυθιστορήματος είναι!).

Η ίδια η ιστορία είναι επίσης «κανονική» για αστυνομικό μυθιστόρημα. Ίντριγκες, μυστήριο, παρεξηγήσεις, Θεία δίκη, τραγική ειρωνεία. Αυτό που δεν είναι «κανονικό» είναι η ύφανσή της από τον συγγραφέα. Η ιδιαίτερη οπτική του. Η αριστοτεχνική πλοκή. Η αβίαστη ροή του λόγου του. Το κάτω κείμενο, για τους μυημένους, όλα εκείνα που δεν αναφέρονται με λέξεις, αλλά είναι εκεί, πίσω από αυτές.

Είναι προφανές, νομίζω, ότι ενθουσιάστηκα μ’ αυτό το βιβλίο, που παρά τις τόσες σελίδες του διαβάζεται άνετα σε δυο μέρες — άντε τρεις. Η επιμέλειά του ήταν μεγάλη απόλαυση για μένα, και η ανάγνωσή του εύχομαι και ελπίζω να είναι μεγάλη απόλαυση για όσους το αναζητήσουν.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εξάντας, σε μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου.