Ένα καρέ στο πίσω κάθισμα
Στα βόρεια ρίχνει επιπλοσυνθέσεις, ο επιβάτης, βρεγμένος ως το κόκαλο αλλά χαμογελαστός, κάθεται δίπλα μου.
«Καλημέρα σας! Μα τι ωραία που είναι εδώ μέσα! Στεγνά! Και μυρίζει τόσο ωραία και πεντακάθαρο κι ακούτε και ωραία μουσική, μπράβο, μπράβο!»
Κοίτα κέφια, σκέφτομαι, λες και βρήκε δουλειά, κέρδισε η ομάδα του και κατέκτησε και το αντικείμενο του πόθου του, όλα την ίδια μέρα. Χαμογελώ και τον ευχαριστώ για τα καλά του λόγια. Μου ζητά να δυναμώσω τη μουσική, μιλάει με κέφι για ένα σωρό πράγματα, για πότε φτάσαμε στο κέντρο, ούτε που το πήρα χαμπάρι.
«Εδώ με αφήνετε. Πολύ τη χάρηκα τη διαδρομή, ελπίζω να σας ξαναπετύχω, αντίο!»
Είναι ωραίο να έχει τόσο θετική διάθεση ο επιβάτης, γίνεται πολύ πιο ευχάριστη η διαδρομή. Ακριβώς το αντίθετο με την κυρία που μόλις κάθισε στο πίσω κάθισμα.
«Γλυφάδα».
«Καλημέρα και σε σας».
Το βλέμμα που εισέπραξα ήταν λίγο πιο γλυκό από εκείνο της Τασώς Καββαδία όταν αποκαλούσε «παστρικιά» την Κοντού. Δεν βαριέσαι, σκέφτομαι, μισή ωρίτσα είναι, θα περάσει.
«Να πας από Συγγρού».
«Από όπου θέλετε».
Η Συγγρού στην αρχή της έχει αρκετή κίνηση.
«Άαα, όλη τη μέρα εδώ θα μείνουμε, στρίψε».
«Δεν επιτρέπεται να στρίψω εδώ».
«Δεν έχει πουθενά αστυνομία, δεν θα σε δει κανείς».
«Σας είπα, απαγορεύεται».
Η κυρία κάνει νευρικές κινήσεις στο κάθισμά της, μου ψιθυρίζει κάτι ξόρκια και σιωπά. Για λίγο. Ο δρόμος παρακάτω ανοίγει και η Φρικαντέλα μού λέει:
«Πάλι καλά που δεν στρίψαμε, δίκιο είχα».
Την κοιτάζω από τον καθρέφτη με γουρλωμένα μάτια και θέλω πολύ να τη ρωτήσω μήπως είναι η χαμένη αδερφή της μαμάς μου με αυτά που ακούω.
Η διαδρομή συνεχίστηκε μέσα στις παρατηρήσεις και την γκρίνια: γιατί δεν πας από εδώ, γιατί δεν αλλάζεις λωρίδα η άλλη πάει πιο γρήγορα, ουφ ζεσταίνομαι, ουφ κρυώνω. Όταν αντίκρισα το φανάρι που οδηγεί στο κέντρο της Γλυφάδας, ήθελα να πέσω να φιλήσω το οδόστρωμα που εδέησε να φτάσουμε και θα απαλλαγώ από την Κρουέλα. Λίγο πριν κατεβεί, μου χαρίζει άλλη μια στιγμή ευτυχίας:
«Τι είναι αυτό που μου δίνεις;»
«Απόδειξη».
«Και τι να την κάνω, παιδάκι μου;»
(Θέλετε πραγματικά να σας απαντήσω;) «Τι να σας πω, όλο και κάτι θα βρείτε να την κάνετε».
Ακούω την πόρτα να κλείνει με δύναμη.
Μετά την επιβάτιδα-σερμπέτι, αγχωμένος κύριος με αποσκευές απλώνεται στο κάθισμα του συνοδηγού. Αρχίζει να μου διηγείται την περιπέτεια που είχε νωρίτερα, βιάζεται, ούτε καν μου έχει πει πού πηγαίνουμε. Σταματά, με κοιτάζει με εξεταστικό βλέμμα:
«Τώρα δηλαδή εσύ είσαι αληθινή ταξιτζού; Μήπως δουλεύεις για την αστυνομία;»
«Μιλάτε σιγότερα, είμαι αντερκάβερ».
Ο κύριος γελά δυνατά, βολεύεται ακόμη καλύτερα στο κάθισμα και μου συστήνεται. Τον παρατηρώ. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που η φύση δεν τους έχει χαρίσει όμορφα χαρακτηριστικά ή παράστημα, αλλά τους προίκισε γενναιόδωρα με γλυκύτητα, καλοσύνη, όμορφο λόγο, χιούμορ, μυαλό. Μετά από αρκετή ώρα, ωραία συζήτηση και άφθονο γέλιο, φτάνουμε στον προορισμό του.
«Και τι ώρα να περάσω να σε πάρω το Σάββατο για ποτό;»
Δεν απαντώ, γελώ δυνατά και φεύγω.
«Θα σε ψάξω!» τον ακούω να φωνάζει πίσω μου.
Μα τι σκοτσέζικο ντους είναι αυτό σήμερα, από την ηρεμία στα νεύρα κι από εκεί στην ευθυμία.
Μαυροντυμένη κυρία με μια αγκαλιά λουλούδια κάθεται στο πίσω κάθισμα.
«Νεκροταφείο Ζωγράφου».
Χαμηλώνω κι άλλο τη μουσική, η κυρία δείχνει θλιμμένη.
«Δουλεύεις πολλές ώρες, παιδί μου;»
«Αρκετές, αλλά δεν έχω παράπονο».
«Προλαβαίνεις να τρως το μεσημέρι;»
«Ναι, κάπως το καταφέρνω. Πάτε σε…;»
«Στην κόρη μου πάω. Ήταν μόλις είκοσι τριών».
Παγώνω ολόκληρη, θέλω να σταματήσω και να την πάρω αγκαλιά. Αντ’ αυτού ψελλίζω, «Λυπάμαι πάρα πολύ…» Σιγή σε όλη τη διαδρομή, έπιασε ξανά κι αυτή η άθλια βροχή, που να πάρει.
«Εδώ είναι καλά, να σας αφήσω;»
«Ναι, μια χαρά. Πώς σε λένε, κορίτσι μου;»
«Χρυσούλα».
«Χρυσούλα έλεγαν και την κόρη μου».