Το μήνυμα των Χριστουγέννων
Omnis determinatio est negatio: κάθε ορισμός είναι άρνηση (ή για να το πούμε σε μια πιο κατανοητή γλώσσα: κάθε προσδιορισμός είναι διαχωρισμός). Αυτή η φράση περιγράφει μια βασική αρχή της ύπαρξης, της κάθε ύπαρξης: ο θετικός προσδιορισμός ενός πράγματος το χωρίζει απόλυτα από κάθε άλλο θετικά προσδιορισμένο πράγμα. Η αρχή αυτή μοιάζει εκ πρώτης όψεως ορθή και μοιάζει να επιβεβαιώνεται από την καθημερινή μας εμπειρία: Αν κάτι είναι σκύλος, δεν είναι οτιδήποτε άλλο – γάτα, άλογο, καναρίνι. Αν κάτι είναι έτσι, δεν είναι αλλιώς. Αν κάτι είναι άσπρο, δεν είναι μαύρο. Αν κάποιος είναι άνθρωπος, δεν είναι θηρίο. Αν είναι κάποιος άρρωστος, δεν είναι υγιής. Αν εγώ είμαι ο Νίκος, δεν είμαι ο Κώστας, ο Γιώργος ή η Μαρία. Αν κάποιος είναι μηχανικός, δεν είναι γιατρός, πυροσβέστης ή εργάτης στο χυτήριο. Αν κάποιος είναι Έλληνας, δεν είναι Τούρκος, Αλβανός ή Πολυνήσιος, κλπ. κλπ.
Η απόλυτη εφαρμογή αυτής της αρχής οδηγεί όμως σε μια αντίφαση, η οποία μπορεί να περιγραφεί με το ακόλουθο παράδειγμα: Αν εγώ είμαι ο Νίκος, δεν είμαι οποιοδήποτε άλλο πράγμα, έμψυχο ή άψυχο, άνθρωπος ή θηρίο. Εφόσον είμαι προσδιορισμένος ως Νίκος, δεν μοιράζομαι τίποτε από αυτά που με χαρακτηρίζουν με κανένα άλλο ον στο σύμπαν. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτά που μοιράζομαι με οποιοδήποτε άλλο ον στο σύμπαν, έμψυχο ή άψυχο, δεν με χαρακτηρίζουν. Γιατί προφανώς μοιράζομαι αρκετά πράγματα με άλλα όντα, μόνο και μόνο επειδή και μπορώ να αντιλαμβάνομαι την ύπαρξή τους μέσω των αισθήσεών μου, αλλά και μπορώ να γίνω αντιληπτός από πολλά από αυτά. Έτσι καταλήγουμε όμως στο αντιφατικό συμπέρασμα πως, ό,τι με κάνει αντιληπτό από τους άλλους δεν με χαρακτηρίζει. Ότι δηλαδή οι άλλοι δεν με αντιλαμβάνονται όπως είμαι σύμφωνα με αυτό που με χαρακτηρίζει απόλυτα και με διαχωρίζει από όλα τα άλλα όντα –σύμφωνα με την παραπάνω αρχή–, αλλά όπως δεν είμαι, όπως απλά εμφανίζομαι στους άλλους. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει για οτιδήποτε είναι αντιληπτό είτε με τις αισθήσεις, είτε με τον νου (π.χ., οι αριθμοί ή οι αφηρημένες έννοιες, όπως η έννοια της δικαιοσύνης): ό,τι γίνεται αντιληπτό από τον Έλληνα δεν τον χαρακτηρίζει, ό,τι γίνεται αντιληπτό από έναν σκύλο, μια γάτα, ένα τριαντάφυλλο δεν τα χαρακτηρίζει και ούτω καθ’ εξής.
Όμως μπορώ να αντιληφθώ εγώ αυτό που με χαρακτηρίζει; Καταρχήν αντιλαμβάνομαι την υλική ύπαρξή μου μέσω των ίδιων αισθήσεων με τις οποίες αντιλαμβάνομαι τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι με τις αισθήσεις αντιλαμβάνομαι ό,τι μοιράζομαι με τον υπόλοιπο κόσμο, άρα δεν αντιλαμβάνομαι αυτό που με χαρακτηρίζει. Με τον νου; Με αυτόν αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχω, αλλά και αυτό είναι κάτι που μοιράζομαι με όλες τις άλλες υπάρξεις.
Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είτε ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον καθένα προσωπικά και όλα τα υπόλοιπα όντα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ούτε με τις αισθήσεις, ούτε με τον νου, είτε ότι η αρχή omnis determinatio est negatio δεν ισχύει, τουλάχιστον για ό,τι υπάρχει από μόνο του, δεν είναι δηλαδή προϊόν της ανθρώπινης συμβατικότητας – για αυτά θα μιλήσουμε παρακάτω. Όμως το συμπέρασμα αυτό είναι αντιφατικό γιατί για να το επιτύχουμε πρέπει να θεωρήσουμε ότι η αρχή αυτή ισχύει, επειδή χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε καμία διάκριση που να μπορεί να αντέξει το πέρασμα της μιας χρονικής στιγμής στην άλλη, και ο προσδιορισμός ενός πράγματος είναι κάτι διαχρονικό.
Ένας τρόπος να αποφύγουμε την αντίφαση και να διατηρήσουμε την ισχύ της αρχής είναι να θεωρήσουμε ότι όλοι οι προσδιορισμοί είναι συμβατικοί. Οι συμβατικοί προσδιορισμοί έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι διαφανείς, υπό την έννοια ότι όλα τα χαρακτηριστικά ενός πράγματος είναι καθορισμένα από αυτούς που συμμετέχουν στην «σύμβαση». Έτσι είναι γνωστά στους συμμετέχοντες, όπως είναι επίσης γνωστά και όλα εκείνα γνωρίσματα που το συμβατικά προσδιοριζόμενο πράγμα μοιράζεται με τα υπόλοιπα όντα. Εφόσον όλα είναι γνωστά, το συμβατικά προσδιορισθέν πράγμα είναι και ξεκάθαρα διαχωρισμένο από όλα τα υπόλοιπα συμβατικά προσδιορισμένα πράγματα και εξαντλητικά προσδιορισμένο. Όμως ο συμβατικός προσδιορισμός δημιουργεί προβλήματα: πρώτα-πρώτα, ισχύει μόνο για τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας, τα μέλη της οποίας συμμετέχουν στη «σύμβαση», και δεν δεσμεύει κανέναν άλλον. Αυτό σημαίνει ότι μια άλλη ομάδα μπορεί να μην αναγνωρίσει κάτι που έχει προσδιορίσει μια ομάδα ως προσδιορισμένο. Εάν δε ο προσδιορισμός αναφέρεται στην ίδια την ομάδα, π.χ. ο προσδιορισμός του αυτόνομου ανθρώπου, ελλοχεύει ο κίνδυνος μια ομάδα να μην αναγνωρίζει τις άλλες ως αποτελούμενες από αυτόνομους ανθρώπους, και να τους θεωρεί π.χ. ως φύσει δούλους ή ως ηθικά υποδεέστερους ανθρώπους, κάτι που είναι προφανές ότι μπορεί να οδηγήσει σε προστριβές και διαμάχες. Επιπλέον, τίποτα δεν μπορεί να αποτρέψει περαιτέρω συμβατικούς προσδιορισμούς μέσα σε μια ομάδα που αποκλείουν μερικά μέλη της από αυτούς. Έτσι η συμβατική ομάδα κατακερματίζεται και αναλίσκεται σε διαμάχες μεταξύ «ημών και υμών», διαμάχες που, όπως μας δείχνει η ιστορική αλλά και η σύγχρονη εμπειρία, καταλήγουν πάντα σε μικρές ή μεγάλες καταστροφές. Η συμβατική διάσωση της αρχής omnis determinatio... δημιουργεί έτσι περισσότερα προβλήματα απ’ όσα υποτίθεται ότι λύνει.
Ένας άλλος τρόπος αποφυγής της αντίφασης είναι να θεωρήσουμε ότι η αρχή αυτή ισχύει μεν, αλλά εμείς, τα πεπερασμένα έλλογα όντα, δεν είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε με ασφάλεια τα γνωρίσματα που προσδιορίζουν αποκλειστικά ένα πράγμα και το διαχωρίζουν από όλα τα υπόλοιπα. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια να χαρακτηρίζουμε αυτά τα προσδιοριστικά γνωρίσματα ενός πράγματος μόνο «αποφατικά», δηλαδή αρνητικά: ο σκύλος π.χ. μοιράζεται πολλά γνωρίσματα με τη γάτα, αλλά δεν ζευγαρώνει μαζί της, οπότε διαφέρει από τη γάτα κατά το είδος, και αυτός είναι ο προσδιορισμός του σκύλου. Δεν ξέρουμε την ακριβή αιτία γι’ αυτό και η επιστήμη προσπαθεί να την προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάλι αποφατικό: υπάρχει, μας λέει η επιστήμη, μια ασυμβατότητα ανάμεσα στα γονιδιώματα του σκύλου και της γάτας, που οδηγεί σε μια ανοσολογική ασυμβατότητα των πρωτεϊνών τους και τελικά στην αποβολή κάθε υβριδικού εμβρύου που ίσως θα μπορούσε θεωρητικά να συλληφθεί. Η φύση των γονιδιωμάτων του σκύλου και της γάτας μπορεί να προσδιοριστεί θετικά, και τα δύο αποτελούνται από ορισμένες χημικές ουσίες – σάκχαρα, φωσφορικό οξύ, και τις λεγόμενες βάσεις. Η διαφορά τους προσδιορίζεται όμως μόνο αποφατικά, το ένα δεν είναι συμβατό με το άλλο. Ο αποφατικός προσδιορισμός εφαρμοσμένος κατ’ αναλογία σε άλλα πεδία μάς «υποδεικνύει» ότι, παρ’ όλες τις πολιτισμικές ομοιότητες και την κοινή τους ιστορία, ο Έλληνας διαφέρει σε ένα μη θετικά χαρακτηρίσιμο σημείο από τον Ιταλό ή τον Τούρκο, ο άντρας από τη γυναίκα, ο ένας άνθρωπος από κάθε άλλον κ.ο.κ.
Όμως η αδυναμία του θετικού χαρακτηρισμού της «ειδοποιού διαφοράς» ανάμεσα στα είδη και της «ατομικής διαφοράς» ανάμεσα στους ανθρώπους, καθιστά εντέλει τη διαφοροποίηση είτε κάτι εντελώς μυστηριώδες και ανυπέρβλητο, είτε κάτι αυθαίρετο. Στη δεύτερη περίπτωση οι συνέπειες είναι παρόμοιες με αυτές της συμβατικής θεώρησης, στην πρώτη όμως καταλήγουμε στην όχι πολύ πιο ευχάριστη κατάσταση να αντιμετωπίζουμε κάθε τάξη και κάθε κατάσταση ειρήνης και συνεργασίας με καχυποψία – γιατί η αποφατική μας θεώρηση μας παρακινεί πάντοτε να ψάχνουμε μια διαφορά που δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε ποτέ θετικά.
Υπάρχει ένας δρόμος που μας επιτρέπει και να αποφύγουμε την αντίφαση, αλλά και τον βολονταρισμό της πρώτης λύσης και τον ανυπέρβλητο σκεπτικισμό της δεύτερης; Η απάντηση είναι καταφατική – ναι, υπάρχει! Ο δρόμος αυτός έγκειται στην παραδοχή ότι η αρχή omnis determinatio... δεν ισχύει απόλυτα, αλλά υπό όρους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προσδιορισμός γίνεται εντός ενός πεδίου, το οποίο εμπεριέχει και καθιστά δυνατή την ύπαρξη όλων των προσδιορισμένων μέσα σε αυτό. Έτσι ο διαχωρισμός τους είναι μόνο σχετικός και όχι απόλυτος. Για να ξαναγυρίσουμε στα παραδείγματα από το ζωικό βασίλειο, το άλογο και ο γάιδαρος είναι μεν δυο διαφορετικά είδη αλλά ανήκουν και τα δυο, μαζί με άλλα είδη όπως η ζέβρα και το κουάγγα, στο γένος των ίππων. Η διαφορά ανάμεσα στον άλογο και τον γάιδαρο είναι λοιπόν σχετική, ένα άλογο δεν μπορεί να είναι γάιδαρος ή ζέβρα ή κουάγγα, αλλά και τα τρία αυτά είδη είναι μέρη του γένους ίππος. Οι διαφορές τους αναπτύσσονται εντός του γένους και η διαφοροποίησή τους βασίζεται σε κοινά χαρακτηριστικά. Αυτό που διαχωρίζει δηλαδή το άλογο από τα άλλα είδη του γένους είναι δευτερεύον σε σχέση με τα κοινά γνωρίσματά τους που χαρακτηρίζουν το γένος. Το ίδιο ισχύει και για τον σκύλο και τη γάτα, μόνο που σε αυτή την περίπτωση το κοινό τους πεδίο βρίσκεται στο επίπεδο της λεγόμενης τάξης και όχι του γένους. Κατ’ αναλογία, ο προσδιορισμός της εθνικότητας λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του ανθρώπου ως τρόπου ύπαρξης και ο προσδιορισμός της προσωπικής ατομικότητας στο πλαίσιο της προσωπικότητας ως γενικού τρόπου ύπαρξης του έλλογου όντος.
Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι ο διαχωρισμός είναι πάντοτε σχετικός, αλλά και το ότι το όριο δεν χωρίζει, αλλά ενώνει. Ο διαχωρισμός προκύπτει από το γεγονός ότι το όριο βιώνεται πάντα από μια πλευρά και η άλλη πλευρά μέσω του ορίου. Το όριο είναι αυτό που συνδέει τα προσδιορισμένα και τους δίνει την ιδιαιτερότητά τους. Μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι το όριο εκφράζει κατά έναν τρόπο τη φύση του γενικού πλαισίου, μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα ο προσδιορισμός, και τον κανόνα που τον διέπει.
Το ότι είμαστε διακριτά πρόσωπα σημαίνει λοιπόν ότι είμαστε έλλογα όντα, το ότι ανήκουμε σε μια πολιτισμική ενότητα που ονομάζουμε έθνος σημαίνει ότι είμαστε άνθρωποι, το ότι είμαστε άνθρωποι σημαίνει ότι είμαστε ζώα, το ότι είμαστε ζώα σημαίνει ότι είμαστε έμψυχα όντα, το ότι είμαστε έμψυχα όντα σημαίνει ότι είμαστε τρόπος τού είναι, της ύπαρξης. Και η ύπαρξη ως όλον, το είναι ως όρος της ύπαρξης των επί μέρους, είναι και μία τάξη, ένας κόσμος, ο οποίος εμπεριέχει όλα τα όρια και τα σχετικοποιεί, ακόμα και το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Και η τάξη είναι ειρήνη. Και η ειρήνη είναι ευδοκία.
Αυτό είναι, νομίζω, το μήνυμα των Χριστουγέννων.
[ Giorgio De Chirico, Pomeriggio del filosofo (Piazza d'Italia), περ. 1974, λεπτ. ].