Μεσευρώπη: Αυτοί που δεν μιλούν

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Μεσευρώπη: Αυτοί που δεν μιλούν

Γελάμε και με το δίκιο μας όταν διαβάζουμε ή ακούμε «Σουηδική» Αραβία. Η ευγένεια επιβάλλει να αποκαλούμε παραδρομή μια τέτοια βιασύνη ή αγραμματοσύνη. Μια δική μου παραδρομή, ελαφρά διαφορετική, ήταν τότε που αγόρασα για δεύτερη φορά το ίδιο βιβλίο – νομίζοντας, εσφαλμένα, ότι είχα χάσει το πρώτο. Πρόκειται για τον καλύτερο γλωσσικό άτλαντα που έχω διαβάσει, σε έκδοση τσέπης μάλιστα. Στους πάμπολλους χάρτες του “dtv-Atlas zur deutschen Sprache” απεικονίζεται η διάδοση διαλεκτικών μορφών για λέξεις πάσης φύσεως, από αντωνυμίες μέχρι τους σύνθετους γερμανικούς γλωσσοδέτες. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι η καλυπτόμενη γεωγραφική περιοχή υπερβαίνει τα όρια των επίσημα γερμανόφωνων χωρών. Ο γλωσσικός χώρος ή Sprachgebiet παρουσιάζεται στη μέγιστη ιστορική του έκταση, περίπου ταυτόσημη (πλην Ελβετίας και Νοτίου Τυρόλου) με τις περιοχές που προσάρτησε —με κριτήριο την ύπαρξη συμπαγών πληθυσμών και με την ανοχή ή συμφωνία της διεθνούς κοινότητας— η χιτλερική Γερμανία ήδη πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι χάρτες φυσικά απεικονίζουν και τα σημερινά εθνικά σύνορα, ενώ το πυκνογραμμένο επιστημονικό κείμενο απομακρύνει το ενδεχόμενο παρεξηγήσεων και εισάγει τον αναγνώστη σε μια λησμονημένη ή και άγνωστη ιστορία — με εντυπωσιακές λεπτομέρειες.

Όπως η «Σουηβική Τουρκία». Εδώ, δεν γέλασα — απόρησα. Ήξερα για τους Σουηβούς (Schwaben), τη γερμανική φυλή στην ανατολική πλευρά του Μέλανα Δρυμού. Τι δουλειά είχαν όμως στη γλωσσική νησίδα της νότιας Ουγγαρίας που αναγραφόταν ως Schwäbische Türkei στον συνοπτικό χάρτη; Ο γεννημένος στη Στουτγάρδη φίλος μού εξήγησε για τη μετανάστευση συντοπιτών του, αλλά και άλλων γερμανόφωνων, στην πάλαι ποτέ γη των ευκαιριών: την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Πολύ πριν το αμερικανικό “go west”, το διάνυσμα της αναζήτησης στη Μεσευρώπη είχε την αντίθετη φορά. Δύσκολα θα γινόταν κι αλλιώς. Οι Φράγκοι έγιναν Γάλλοι και τα δυτικά βασίλεια —στη στενή ζώνη έως τον Ατλαντικό— άφηναν σχετικά λίγους χώρους κενούς ή ανεκμετάλλευτους. Στην άλλη πλευρά, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Οι Οθωμανοί αποχώρησαν από την πεδιάδα της Παννονίας μόλις τον 18ο αιώνα. Οι γερμανόφωνοι εγκαταστάθηκαν εκεί ως έμποροι, εργάτες αλλά κυρίως καλλιεργητές — στην προσπάθεια των Αψβούργων να αναζωογονήσουν μια περιοχή που για αιώνες ήταν (και δυστυχώς έκτοτε ξανάγινε, πιο πρόσφατα στη δεκαετία ’90) πεδίο μαχών και ερημώσεων.

Η εικόνα παρακμής ή παραμέλησης, που συχνά αποπνέουν εδώ γύρω τα μνημεία των περασμένων αιώνων, δεν περιορίζεται στον κάμπο του Δούναβη. Κορυφώνεται, βέβαια, γύρω από το Βούκοβαρ, τον τελευταίο τόπο που άλλαξε χέρια (το 1998) στη διένεξη Σέρβων και Κροατών. Εκεί και σε άλλα σημεία τής πάλαι ποτέ «Σερβικής Κράινας» έχει παντού σημάδια των γεγονότων που βλέπαμε στα νιάτα μας στην τηλεόραση: από τα οικόπεδα με σταυρούς που θυμίζουν τη θέση ολοσχερώς κατεστραμμένων καθολικών ή ορθόδοξων εκκλησιών, έως την εμφατική προσπάθεια των ένστολων να επιβάλουν την (όχι πλέον τόσο) νέα εξουσία τους: παράδειγμα, ο μουστακαλής Κροάτης αστυνομικός μεθοριακής πόλης, που παραλίγο να μου κόψει πρόστιμο 200 κούνες (σχεδόν 27 ευρώ) επειδή διέσχισα άδειο δρόμο, δέκα μέτρα μακριά από τη διαγραμμισμένη διάβαση πεζών.

Οι βαθύτερες πληγές, ωστόσο, είναι οι λίγο πιο παλιές. Τις βλέπεις στην αρχιτεκτονική: τα παλιά κτίρια του Ζάγκρεμπ ή της Μπρατισλάβας είναι του ίδιου γενικά τύπου με αυτά του Γκρατς και του Μονάχου, μαρτυρούν όμως την υστέρηση του ανατολικού μπλοκ με δύο τουλάχιστον τρόπους: λιγότερο περιποιημένα από τη μια, αισθητικά πληγωμένα λόγω παρείσφρησης τσιμεντένιων σοσιαλιστικών εκτρωμάτων από την άλλη. Τις βλέπεις και αλλού: λόγου χάρη, στη νυν κροατική κωμόπολη με το όνομα Νιέμτσι. Μεταφράζεται ως «Γερμανοί» — η σλαβική λέξη σήμαινε, αρχικά, «αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν». Στην απογραφή του 2011, μόλις τρεις κάτοικοι (επί συνόλου πέντε χιλιάδων σχεδόν) δήλωσαν αυτή την εθνικότητα. Η πληθυσμιακή εικόνα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ήταν πολύ διαφορετική πριν από εκατό αλλά και πριν από εβδομήντα χρόνια. Υπολογίζεται ότι δέκα εκατομμύρια ή και περισσότεροι “Volksdeutsche”, μέλη γερμανόφωνων μειονοτήτων τού μετέπειτα ανατολικού μπλοκ, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν μετά τη νίκη των Συμμάχων. Παρόλο που είχαν χρησιμοποιηθεί ως μοχλός του γερμανικού ιμπεριαλισμού (χαρακτηριστικά: στην Τσεχοσλοβακία του μεσοπολέμου, όπου οι Γερμανοί με 23% υπερτερούσαν αριθμητικά των Σλοβάκων) και ενώ δεν έλειπαν στους κόλπους τους οι πρόθυμοι συνεργάτες των Ναζί, η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων είχαν τόση σχέση με τα εγκλήματα του Ράιχ, όση είχαν οι ορθόδοξοι ή μουσουλμάνοι της ανταλλαγής του ’24 με τις ακρότητες των πολέμων σε Βαλκάνια και Μικρασία.

Είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς τις ριζικές αλλαγές χαρακτήρα που υπέστη η ύπαιθρος και κυρίως οι πόλεις από τα συσσωρευμένα δεινά της δεκαετίας τού ’40: τον πόλεμο, το εβραϊκό Ολοκαύτωμα και τέλος (χρονικά, “but not least” όσον αφορά τους αριθμούς) την έξοδο των Γερμανών από τα εδάφη που απελευθέρωσαν οι κομουνιστές. Όσοι νομίζαμε ότι αυτού του είδους η αλλοίωση περιορίζεται στα τρανταχτά —και τραγικά— βαλκανικά παραδείγματα, όπως στην πρώην σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη ή την άλλοτε γκιαούρικη Σμύρνη, πήραμε το μάθημά μας: Το Λβιβ της Ουκρανίας, το Όλομουτς της Τσεχίας, το Πετς της Ουγγαρίας και το Σιμπίου της Ρουμανίας είναι πολύ διαφορετικά μέρη από τα Λέμπεργκ, Όλμιτς, Φίνφκιρχεν και Χέρμανστατ. Και όχι μόνο λόγω της ονομασίας. Τα παλιά ονόματα, άλλωστε, δεν χάνονται. Αναδύονται καμιά φορά στις εφημερίδες ή και στις πινακίδες από τη γερμανόφωνη πλευρά των συνόρων: στον αυστριακό αυτοκινητόδρομο A9, λόγου χάρη, όπου στη μία πλευρά της καθέτου —νομίζω στην αριστερή, που διαβάζεται και πρώτη— το «Μάρμπουργκ» συνοδεύει το επίσημο «Μάριμπορ». Και μέσα στη Σλοβενία, στη συγκεκριμένη πόλη κιόλας, είναι ορατές οι επιρροές τής άλλοτε διαδεδομένης γλώσσας. Συχνά με τρόπο παράδοξο, τουλάχιστον για τους αδαείς που έχουν την ψευδαίσθηση των πολιτισμικά στεγανών συνόρων: παράδειγμα, ο ανδριάντας που κοσμεί μια μεγάλη πλατεία, όχι μακριά από τα ήσυχα νερά του Δράβου. Ο απεικονιζόμενος εθνικός ήρωας των Σλοβένων —που επ’ ουδενί δεν ήταν Νέμετς, Γερμανός— έχει το όνομα Ρούντολφ Μάιστερ και έγινε γνωστός για την εκδίωξη των Αυστριακών και την ένωση του Μάριμπορ με τη Γιουγκοσλαβία, το 1918. Το άγαλμα βεβαίως «δεν μπορεί να μιλήσει» — ωστόσο με τον τρόπο του, λέει αρκετά.