Το Μακεδονικό είναι η αφορμή
Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρώ με ενδιαφέρον και περίσκεψη τις αντιδράσεις του πολιτικού συστήματος, αναλυτών και σχολιαστών σε ΜΜΕ και κοινωνικά μέσα, σχετικά με το Μακεδονικό. Προσωπικά εμμένω στην αρχική μου εκτίμηση ότι (α΄) το θέμα θα έπρεπε να κλείσει τώρα αλλά ότι (β΄) μάλλον δεν θα κλείσει τώρα, εξαιτίας της αντίδρασης ενός ετερόκλητου συνασπισμού δυνάμεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας.
Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί συγχέουν τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα:
(1) Τα κίνητρα του Αλέξη Τσίπρα για την ανακίνηση και τη συγκεκριμένη διαχείριση του θέματος.
(2) Το εθνικό θέμα του Μακεδονικού αυτό καθαυτό.
(3) Τα συλλαλητήρια και την κινητοποίηση του εθνικιστικού τόξου.
Τα τρία αυτά φαινόμενα έχουν διαφορετικές επιπτώσεις και απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση.
Είναι αλήθεια ότι η διαχείριση του θέματος από την κυβέρνηση ήταν και παραμένει ανεύθυνη και τυχοδιωκτική. Τα ακριβή κίνητρα του πρωθυπουργού ασφαλώς τα γνωρίζει μόνο ο ίδιος, αλλά είναι μάλλον οφθαλμοφανής η προσπάθεια διχασμού της αντιπολίτευσης (μείζονος και ελάσσονος, αφού το υποτιθέμενο «πατριωτικό» τόξο τέμνει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από το ΚΚΕ μέχρι τη φιλοχουντική ακροδεξιά). Η μη έγκαιρη ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών, η εργαλειοποίηση ενός εθνικού θέματος για στενά κομματικό συμφέρον, ο παραλογισμός της μεταβίβασης των ευθυνών στην αντιπολίτευση όταν ο κυβερνητικός εταίρος εδώ και χρόνια ηγείται της ακροδεξιάς – όλα αυτά είναι σοβαρά, επικίνδυνα και μεμπτά.
Ωστόσο, η στάση μας απέναντι στο πολιτικό και προεκλογικό παιχνίδι της κυβέρνησης (γιατί περί αυτού πρόκειται) πρέπει να διαχωριστεί από τη στάση μας στο ίδιο το εθνικό θέμα, το οποίο απαιτεί ψυχραιμία, επίγνωση της ιστορίας, των πραγματικών κινδύνων και των ευθυνών και λαθών μας, και των ευκαιριών και του οφέλους από την εύρεση μίας συναινετικής και βιώσιμης λύσης. (Ως προς αυτό, συνιστώ ανεπιφύλακτα το κείμενο του καθ. Αλέξη Ηρακλείδη – ίσως η πιο ψύχραιμη, εμπεριστατωμένη και στρατηγικά ορθή ανάλυση που έχει γραφτεί αυτές τις μέρες).
Ταυτόχρονα, κινητοποιήθηκε το εθνικιστικό μέτωπο – μια ετερόκλητη συμμαχία ακροδεξιών, πρώην στρατιωτικών που ονειρεύονται κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γραφικών στοιχείων της υποκουλτούρας που έχει κατακλύσει τα ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ, ξένων συμφερόντων, στοιχείων του υποκόσμου και του οργανωμένου εγκλήματος, κοινωνικών ομάδων που εντρυφούν σε θεωρίες συνωμοσίας και εναλλακτικές αναγνώσεις της πραγματικότητας, και χιλιάδων απλών πολιτών που ανησυχούν για την απώλεια της ταυτότητάς τους. Η κινητοποίηση αυτή μπορεί μεν να πυροδοτήθηκε από τις κινήσεις του πρωθυπουργού, ο οποίος για άλλη μια φορά προτάσσει τον κυνισμό αντί της ευθύνης, ωστόσο αποτελεί ένα διακριτό φαινόμενο, ένα πολιτικό και μιντιακό συμβάν, που έχει και θα συνεχίσει να έχει πρωτογενείς επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία. Αυτό θα γίνει είτε μας αρέσει, είτε όχι· είτε θεωρούμε την παρούσα συζήτηση για το Μακεδονικό με τον τρόπο που γίνεται άκυρη, είτε όχι.
Τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό δεν είναι (μόνο) τα απόνερα ενός χειρισμού της κυβέρνησης ή η αθώα έκφραση του πηγαίου λαϊκού αισθήματος. Αφενός μεν υποστηρίζονται από συγκεκριμένες ομάδες και εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, αφετέρου δε θέτουν πιεστικά ερωτήματα και υπογραμμίζουν πραγματικά προβλήματα ταυτότητας και ανωριμότητας της κοινωνίας. Ξυπνούν δυσάρεστες αναμνήσεις από αντίστοιχες κινητοποιήσεις του παρελθόντος που εκτροχίασαν κυβερνητικά προγράμματα και στρατηγικά σημαντικές προσπάθειες επίλυσης εθνικών και κοινωνικών θεμάτων. Καλλιεργούν την αμάθεια, τη συνωμοσιολογία, τον εθνικισμό και τη μαζική παράνοια σε μία κοινωνία που πιστεύει ότι είναι «έθνος ανάδελφο» και θύμα των μεγάλων δυνάμεων. Καλλιεργούν έναν «σκοταδιστικό αυτο-εξωτισμό», όπως σημειώνει η Σώτη Τριανταφύλλου.
Επομένως, αυτό το διακριτό φαινόμενο της εθνικιστικής αφύπνισης πρέπει να προκαλεί προβληματισμό και όχι κυνικό (αλλά τελικά αφελή) ενθουσιασμό είτε επειδή διχάζει την αντιπολίτευση, είτε επειδή τη συσπειρώνει. Διότι αυτοί που σήμερα χειροκροτούν και ζητωκραυγάζουν όσους τους λένε ωραία λόγια, αύριο και με την πρώτη απογοήτευση θα απαιτούν την πτώση τους. Διότι ο ρόλος του ηγέτη δεν είναι να χαϊδεύει τα αυτιά των πολιτών –πολιτών που νιώθουν οργή, ντροπή και απελπισία–, αλλά να τους θέτει προ των ευθυνών και των υπαρκτών επιλογών τους. Ο ρόλος του ηγέτη δεν είναι να ανακυκλώνει το σκοτάδι, αλλά να μεταδίδει το φως.
Το Μακεδονικό δεν είναι η αιτία αυτού που συμβαίνει και ίσως συνεχίσει να εξελίσσεται στην ελληνική κοινωνία και πολιτική – είναι απλώς η αφορμή. Η αιτία είναι η αδυναμία της κοινωνίας και ενός ολόκληρου κόσμου στη Δύση να διαχειριστεί την αβεβαιότητα, τη ρευστή ζωή, την παγκοσμιοποίηση, την ψηφιοποίηση. Η ανάγκη του ανθρώπου που γκρέμισε «μεγάλα αφηγήματα», ιδεολογίες, ιεραρχίες και ιδανικά, να εκφράσει την ταυτότητα του, να ρίξει την «άγκυρα» του Εγώ του κάπου, οπουδήποτε· να πιαστεί από κάπου, να νιώσει υπερηφάνεια και βεβαιότητα για κάτι. (Μέσα σε αυτό το κομφούζιο αβεβαιότητας και κρίσης ταυτότητας της Δύσης, και ρυθμιστικού χάους στα ελληνικά ΜΜΕ, κάποιοι εφαρμόζουν με ψυχραιμία και μεθοδικότητα ένα συγκροτημένο στρατηγικό σχέδιο επέκτασης της σφαίρας επιρροής τους).
Όπως σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο του ο πρώην υπ. Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος, «χωρίς μια κοινωνία που είναι έτοιμη να υιοθετήσει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, τίποτα από αυτά που συνθέτουν την “Ελλάδα μετά” δεν μπορεί να επιτευχθεί». Σήμερα διαμορφώνεται η κοινωνική συνείδηση, το πολιτικό πρόταγμα και η εκλογική βάση που θα αποτελούν την «εντολή» των αυριανών εκλογών. Ο επόμενος πρωθυπουργός θα κυβερνήσει την κοινωνία που διαμορφώνεται σήμερα, μέσα από συλλαλητήρια και ιστορικά αφηγήματα.