Το ρωσικό παράδοξο
Αν δεν υπήρχε ο Έντουαρντ Λιμόνοφ, θα έπρεπε να εφεύρουμε. Τετριμμένο το σχόλιο, αλλά κομμένο και ραμμένο για τον Λιμόνοφ, τον πρωταγωνιστή του ομώνυμου συναρπαστικού βιογραφικού σχεδιάσματος του Emmanuelle Carrère που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε εξαιρετική μετάφραση Γιώργου Καράμπελα. Γιατί ο Λιμόνοφ είναι η επιτομή αυτού που ονομάζουμε μυθιστορηματικός χαρακτήρας, με μια μοναδική ικανότητα να ενσωματώνει τα παράξενα των σύγχρονων καιρών και να επιβιώνει — γιατί είναι πέρα και πάνω από έναν λογοτεχνικό Zelig ή έναν οξύ ποιητικό Φόρεστ Γκαμπ ή έναν Σελίν, ή ακόμη κι έναν Ανατολικό Augie March. O Λιμόνοφ δεν είναι ένας τυχαίος παρατηρητής των the times they are a-changin’, δεν είναι ένας ταλαντούχος τής λάθος ιδεολογικής πλευράς: είναι αυτός που εισβάλλει σε εποχές και κοινωνίες και αποφασίζει να τις κατακτήσει με τον τρόπο του, τρώει τα μούτρα του, και ξαναρχίζει σε άλλη ήπειρο, σε άλλο τόπο, πάλι από την αρχή.
Τη ζωή του Λιμόνοφ περιγράφει λοιπόν ο Καρέρ — και τι ζωή. Προσέξτε: μεγαλώνει ως μέσος αλητάμπουρας στο Χάρκοβο, ανακαλύπτει την ποίηση και πηγαίνει στη Μόσχα, όπου ξεχωρίζει στους underground ποιητικούς κύκλους των διαφωνούντων και κλέβει την όμορφη πριγκίπισσα του κύκλου. Φεύγει για τη Νέα Υόρκη στα μέσα των 7’0ς, ζηλεύει αφάνταστα τον Μπρόνσκι που κάνει επάγγελμα, μέχρι Νόμπελ, το «Ρώσος αμφισβητίας λογοτέχνης», καταλήγει, άνευ πριγκίπισσας πλέον, μπάτλερ κάποιου πλούσιου αλλά και αρσενική πόρνη που σέρνεται στους δρόμους (!), αρχίζει να γράφει, ο Φερλινγκέτι τον κόβει γιατί «θα έπρεπε να σέβεται λίγο την Αμερική» (!!), τον αναγνωρίζουν οι Γάλλοι και περνά τα ’80ς ως λογοτεχνική διασημότητα στο Παρίσι, με νέα, αλκοολική πριγκίπισσα και τον σεβασμό της γαλλικής διανόησης, αρχές των ’90ς πάει στον πόλεμο στην Βοσνία και γίνεται μαχητής του Αρκάν και του Κάρατζιτς (!!!), τον καταγράφουν και οι κάμερες του BBC (με σκηνοθέτη έναν νεαρό ονόματι Πάβελ Παβλικόφσκι, να ανοίγει έναν άλλο απίθανο κύκλο) ως ελεύθερο σκοπευτή, τον στραβοκοιτάνε στο Παρίσι και πάει στη Ρωσία, συμμετέχει στο αντι-Γιέλτσιν πραξικόπημα, κάνει κόμμα, το εθνικό-μπολσεβικικό (!!!!) με ακροδεξιές καταβολές και σφυροδρέπανο αντί για σβάστικα, στα τέλη των ’90ς πάει στο Καζακστάν, σκέφτεται να κάνει πραξικόπημα αλλά τελικά το ρίχνει στο ζεν στα υψίπεδα του Αλτάι (!!!!!), συλλαμβάνεται ως πιθανός πραξικοπηματίας, περνά κάτι χρόνια στις φυλακές και βγαίνει γιατί, ντροπή, είναι shortlisted για το Booker (!!!!!!), με το κόμμα του πλέον να αποτελεί αποκούμπι όχι μόνο νεοναζί αλλά και όλης της underground νεολαίας, φιλόδοξων καλλιτεχνών και ονειροπόλων ποιητών (!!!!!!!), κάθε τόσο σύρεται και σε μία ακόμα δίκη, τον υπερασπίζεται τον ακροδεξιό η Άννα Πολιτόφσκαγια και η Έλενα Μπόνερ χήρα Ζαχάροφ (μας τελείωσαν τα θαυμαστικά πια…), μετά γίνεται μέντορας του φιλελεύθερου Κασπάροφ στο αντιπολιτευτικό μέτωπο, εν συνεχεία γίνεται η παράδοξη φιγούρα που οι χαροκαμένες μάνες και τα ορφανά του Ντουμπρόφκα κοιτάνε με δέος, κι εκεί… εκεί τελειώνει το βιβλίο αλλά όχι ο Λιμόνοφ, κι ας βλέπει λίγο ηπιότερα πια τον Πούτιν (πράγμα φυσικό, καθώς είναι τόσο όμοια το παρελθόν τους και η σκέψη τους, όπως και η επίδραση που τους άσκησε/ασκεί ο Ντούγκιν). Εξακολουθεί να διαδηλώνει και εξακολουθεί να συλλαμβάνεται, γιατί ο Βλαδίμηρος, λέει, είναι πολύ μαλθακός απέναντι στη Δύση και ο Ντούγκιν πολύ της θεωρίας…
Και μέσα σε όλα αυτά να παρελαύνουν οι πάντες: ο Αρσένι Ταρκόφσκι σε αυστηρά μαθήματα ποίησης, ο («πορφυρογέννητος καριερίστας») Μιχάλκοφ να τον κυνηγά στα δικαστήρια γιατί ζητούσε μποϊκοτάζ του Κουρέα της Σιβηρίας, ο Γιεφτουσένκο («ένας βλάχος από τη Σιβηρία που κατέβηκε στην πρωτεύουσα»), ο Μπαρίσνικοφ στο βάθος, ο Ροστροπόβιτς ως μαϊντανός, ο Σολζενίτσιν ως άχρονη φιγούρα, αιωνίως εκτός ιστορίας, η μούσα του Μαγιακόφσκι Λίλι Μπρικ.
Και θα ρωτήσει κάποιος που δεν είναι εξοικειωμένος με τα ρωσικά παράδοξα: γιατί να έχει ενδιαφέρον η ζωή ενός φιλόσοφου του φασισμού; Και η απάντηση έρχεται ακριβώς από την ίδια τη ζωή, από τη συμπόρευση με ονόματα τοτέμ για τον Δυτικό κόσμο όπως η Πολιτόφσκαγια, από το διαρκές παράδοξο του ίδιου του Λιμόνοφ, που μοιάζει γεννημένος να διαλέγει το στρατόπεδο των νικημένων. Και είναι αυτό το παράδοξο που προφανώς θαυμάζει πάνω του ο Καρέρ, αυτή την ελευθερία που αποδίδει μόνο σε «κουρελήδες βασιλιάδες». Κι έχει ενδιαφέρον η πολιτεία του Λιμόνοφ γιατί καταδεικνύει και το εύπλαστο του σύγχρονου κόσμου: πώς η άστεγη αρσενική πόρνη γίνεται διάσημος συγγραφέας και μετά απόβλητο των Βαλκανίων, πώς αλλάζουν οι γνώμες και οι θέσεις, για ανθρώπους που ορμάνε στους καιρούς μονοκόμματοι και αποφασισμένοι να επιβιώνουν. Θα αναγνωρίσει ο αναγνώστης σωρεία από ευνοημένες άρχουσες τάξεις, που πάντα στοιχειώνουν τα όνειρα του Λιμόνοφ, είτε είναι το καθεστώς ή, αντίθετα, η απώλεια της σταθερότητας του καθεστώτος, είτε είναι η ιντελιγκέντσια της Νέας Υόρκης ή του Παρισιού ή η διορισμένη της πατρίδας του. Και απορείς πώς θα εξελισσόταν η ζωή του αν σε κάποια επιτυχημένη του στιγμή, από τις πολλές της πεντηκονταετίας, σταματούσε τη διαρκή του (αντ-)επανάσταση: μπορεί να βρισκόταν με ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας . Ή, αν του έδιναν την εξουσία που τόσο αγαπά να μισεί, μπορεί να έκανε πραξικόπημα εναντίον του εαυτού του…
Ο Καρέρ ζηλεύει τον Λιμόνοφ, τον κοιτά με δέος γιατί δεν κόλλησε πουθενά. Έχουν κάποια κοινά: στις πορείες τους που κάποτε τέμνονται, στο ενδιαφέρον τους για το ρωσικό παράδοξο (η μητέρα του Καρέρ, διάσημη σοβιετολόγος, προέβλεψε τη σοβιετική κατάρρευση, αν και για άλλο λόγο). Αλλά το νιώθεις πως ο Καρέρ αισθάνεται μειονεκτικά, με την καθωσπρέπει ανατροφή του, με τις επαγγελματικές του ευκολίες, με τη δυνατότητά του να είναι ράθυμος στη ζωή. Βάζει αρκετές φορές τον εαυτό του απέναντι στον Λιμόνοφ, εκπλήττοντας συχνά, όπως π.χ. στη συζήτηση της ανισότητας: ο Λιμόνοφ, ως ασκών τον ιδιότυπο φασισμό του, αποδέχεται την ανισότητα ως κατάσταση των πραγμάτων· ο Καρέρ αναζητά το αντίθετο, αλλά δεν το βρίσκει στην αριστερή ουτοπία μα στον χριστιανισμό. Έχει και λίγες από τις ιστορίες του ίδιου του Καρέρ (μια άκομψη επίλυση προσωπικής βεντέτας με τον Βέρνερ Χέρτσογκ 30 χρόνια μετά). Έχει και λίγα από τα κολλήματα του Καρέρ, ιδίως τον Μιχάλκοφ, που τον απεχθάνεται περισσότερο κι από τον Λιμόνοφ: ο Καρέρ θεωρεί ακόμη και τον Ψεύτη Ήλιο δοτή εκστρατεία για την επανεκλογή Γιέλτσιν, κι ας μην του βγαίνουν οι χρόνοι, άσε που εκείνον τον Κουρέα της Σιβηρίας τον πάει στη Σεβίλλη (εκτός κι αν είναι αβλεψία μεταφραστική).
Και πώς κλείνει, προς το παρόν, αυτός ο τρομερός κύκλος; Με τη βιογραφία αυτή του Καρέρ να γίνεται ταινία, γυρισμένη, προσεχώς, από τον… Πάβελ Παβλικόφσκι, αυτόν της περίφημης Ida, τον ίδιο που κινηματογραφούσε τον Λιμόνοφ στην Κόλαση του Σεράγιεβο και της Κράινα.
O Λιμόνοφ φυσικά είναι ικανός να ξεκινήσει σταυροφορία ενάντια στην προβολή της ταινίας στη Μόσχα. Δεν το έχει σε τίποτε αυτός ο παράδοξος καθρέφτης των καιρών μας.