Η υποδομή της σύγχρονης Δημοκρατίας
Ερώτηση: Εάν συνέβαινε κάτι (σοβαρό) στην Ελλάδα —ένα μείζον πολιτικό ή άλλο γεγονός— και θέλατε να ενημερωθείτε έγκαιρα και έγκυρα με ζωντανή σύνδεση και συνεχή ροή, ποια θα ήταν η πρώτη σας κίνηση; Σε ποιο τηλεοπτικό κανάλι, ραδιοφωνικό σταθμό ή ενημερωτικό σάιτ θα στρεφόσασταν;
Χτες έκανα αυτή την ερώτηση στους φίλους μου στο Facebook, και το (εντελώς αντιεπιστημονικό, και ιδεολογικά φιλτραρισμένο) δείγμα των περίπου 170 φίλων που απάντησαν επιβεβαίωσαν τους φόβους μου, αλλά και την προσωπική μου εμπειρία. Με εξαίρεση ένα τηλεοπτικό κανάλι και ελάχιστους ραδιοφωνικούς σταθμούς, η πλειοψηφία ανέφερε τις διαδικτυακές εκδόσεις εφημερίδων, ειδησεογραφικά και πολιτιστικά σάιτ, τους τίτλους ειδήσεων μέσω Google και τα κοινωνικά μέσα. Κάποιοι φίλοι μπήκαν στον κόπο να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο θα διασταύρωναν τις ειδήσεις ή θα έψαχναν για το κατάλληλο υλικό.
Χωρίς ίχνος επικριτικότητας —αφού άλλωστε κι εγώ ο ίδιος ακριβώς τα ίδια πράγματα θα έκανα, και η ερώτησή μου ήταν προϊόν τόσο περιέργειας, όσο και απελπισίας— , σημειώνω ότι ο ρόλος του πολίτη είναι μεν να είναι σφαιρικά ενημερωμένος, αλλά όχι να κάνει αλγοριθμικό σαφάρι ή ζάπινγκ απελπισίας για να βρει ζωντανή σύνδεση, ή να αφιερώνει τη μέρα του στο να διασταυρώνει πληροφορίες· αυτό είναι δουλειά των δημοσιογράφων. Σημειώνω επίσης ότι καμία από τις πηγές που ανέφερα δεν προσφέρει σταθερή και ζωντανή ροή οπτικοακουστικού υλικού. Συνολικά οι πηγές αυτές δεν αποτελούν ικανή ειδησεογραφία οργανωμένης δυτικής κοινωνίας του 21ου αιώνα.
Το τσουνάμι της οικονομικής κρίσης δημιούργησε διλήμματα υπαρξιακής φύσης και κάλυψης ζωτικών αναγκών στα νοικοκυριά της χώρας. Στο τεράστιο σύννεφο σκόνης από την κατάρρευση εισοδημάτων, ευκαιριών, του συστήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, του βιοτικού μας επιπέδου συνολικά, χάθηκε η κατάρρευση του σημαντικότερου ίσως πυλώνα της σύγχρονης δημοκρατίας: των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της ποιοτικής ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας. Με αυτό δεν εννοώ μόνο τη χρεοκοπία, απαξίωση ή κατάρρευση συγκεκριμένων εκδοτικών και δημοσιογραφικών συγκροτημάτων —αν και τελικά το γενικό βασίζεται πάντα στο συγκεκριμένο— αλλά και την παρακμή μιας ολόκληρης υποδομής της ειδησεογραφίας: το συστηματικό και συνεχές πρωτογενές ρεπορτάζ, την καθημερινή παρουσία τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συνεργείων σε κρίσιμα κέντρα λήψης αποφάσεων, τη συντήρηση δικτύων ανταποκριτών, την ετοιμότητα αποστολής ρεπόρτερ, την πίεση του ανταγωνισμού, την προσδοκία και προσοχή ενός μαζικού κοινού, τους μηχανισμούς διασταύρωσης, αξιολόγησης και ερμηνείας των ειδήσεων, και τον 24ωρο κύκλο μετάδοσης ειδήσεων που ουσιαστικά ορίζει την ημερήσια διάταξη μέσα στην κοινότητα, δηλαδή την ελληνική κοινωνία.
Μία ολόκληρη σχολή θεωρητικών των ΜΜΕ έχουν εξηγήσει το πώς το κάθε μέσο επικοινωνίας επηρεάζει και διαμορφώνει το αντίστοιχο πολιτικό περιβάλλον. Ο Διαφωτισμός, η ανάδειξη του έθνους-κράτους και οι κοινοβουλευτικές και συνταγματικές δημοκρατίες που ακολούθησαν είναι αδιανόητα χωρίς την τυπογραφία και τις εφημερίδες. Ο Γάλλος φιλόσοφος Γκαμπριέλ Ταρντ θεωρεί τον Τύπο καταλύτη της εθνικής ολοκλήρωσης: «Η κοινή γλώσσα του Τύπου και η κυκλοφορία των εφημερίδων καθορίζουν τα σύνορα του έθνους, ενώ η κοινή εμπειρία της ανάγνωσης της ημερήσιας επικαιρότητας —έχοντας συνείδηση του ότι κάθε άλλος άνθρωπος στον περίγυρό μας κάνει το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή— δημιουργεί την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας, αυτό δηλαδή που ο Benedict Anderson ονόμασε “φαντασιακή κοινότητα”» (Katz 2000: 123).
Το ραδιόφωνο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των σύγχρονων κοινωνιών και εθνικών δημοκρατιών του 20ού αιώνα. Στις ΗΠΑ, ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ χρησιμοποίησε το τέχνασμα των τακτικών «συνομιλιών δίπλα στο τζάκι» για να εξηγήσει και να μεταδώσει τα βασικά στοιχεία της πολιτικής του κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του ’30. Στη Βρετανία, το BBC ιδρύθηκε με σκοπό «να ενημερώνει, να εκπαιδεύει και να ψυχαγωγεί». Τα διαγγέλματα του Τσόρτσιλ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν καθοριστικά για την εμψύχωση του έθνους και την υποστήριξη της κρατικής μηχανής και της αμυντικής προσπάθειας.
Η είσοδος της τηλεόρασης στο σπίτι ήταν το φυσικό επακόλουθο και αποκορύφωμα της εθνικής —και σε ένα βαθμό διεθνούς— ολοκλήρωσης. Όπως σημείωσε ο κοινωνιολόγος Έλιχου Κατζ, η τηλεόραση κατέστη «η Αγία Τράπεζα του σαλονιού» και η «συγκολλητική ουσία του έθνους»: ένωσε το κέντρο με την περιφέρεια, εφηύρε παραδόσεις και έθιμα, διευκόλυνε τον εορτασμό θρησκευτικών εορτών, την κοινή βίωση πολιτικών συμβάντων. (Το 1996 —πολύ πριν το διαδίκτυο αλλάξει οριστικά το τοπίο— ο Κατζ έγραψε ένα από τα πιο προφητικά κείμενα της σύγχρονης κοινωνιολογίας για τις αρνητικές επιπτώσεις της πολυδιάσπασης των ΜΜΕ στη δημοκρατία).
Η αντίληψη που έχουμε για την ιστορία και τη ζωής συνδέθηκε οργανικά με τη ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη μεγάλων γεγονότων. Το πρώτο «μιντιακό συμβάν» (η ενθρόνιση της Βασίλισσας Ελισσάβετ Β΄ το 1953) κυριολεκτικά δημιούργησε το μαζικό τηλεοπτικό κοινό. Στις 12:40 CST της 22ας Νοεμβρίου 1963, το CBS διέκοψε απότομα τη σαπουνόπερα As the World Turns, ώστε ο Γουόλτερ Κρόνκαϊτ να μεταδώσει την είδηση της δολοφονικής επίθεσης εναντίον του Προέδρου Τζον Φ. Κένεντι στο Ντάλας — ακριβώς 10 λεπτά μετά τους πυροβολισμούς. Μέχρι τη 1 μ.μ. —δηλαδή μέσα σε 20 λεπτά—, το 68% όλων των ενηλίκων στις ΗΠΑ (πάνω από 75 εκατομμύρια πολίτες) γνώριζε ότι ο Κένεντι είχε πέσει θύμα δολοφονικής απόπειρας. Μέσα σε ελάχιστες ώρες, το 99,8% του πληθυσμού γνώριζε ότι ο Κένεντι είχε πεθάνει.
Η μετάδοση της προσσελήνωσης του Απόλλων 11 το 1969 ένωσε το παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό, έδωσε ελπίδα στην ανθρωπότητα και ενέπνευσε γενιές επιστημόνων, ενώ η καταστροφή του διαστημικού λεωφορείου Τσάλεντζερ το 1986 —σε ζωντανή μετάδοση λίγα δευτερόλεπτα μετά την εκτόξευσή του— συγκλόνισε τον κόσμο και σήμανε την αρχή του τέλους του συγκεκριμένου διαστημικού προγράμματος. Η 24ωρη τηλεοπτική κάλυψη από το CNN του πρώτου Πολέμου του Κόλπου (1990-91) δεν άλλαξε μόνο την αντίληψή μας για τον πόλεμο, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο γίνεται και επικοινωνείται ο πόλεμος. Η επταήμερη κάλυψη το 1997 του θανάτου και της κηδείας της Πριγκίπισσας Νταϊάνας —του ανθρώπου που όσο λίγοι άλλοι «εφηύραν» την κουλτούρα των celebrities που τώρα δεσπόζει στα κοινωνικά μέσα— δεν αποτέλεσε μόνο ένα παγκόσμιο τηλεοπτικό γεγονός: είχε τεράστιες συνέπειες στη μαζική «ψυχολογία» της Βρετανίας, αλλάζοντας για πάντα τους κώδικες πολιτικής και δημόσιας επικοινωνίας και συμπεριφοράς, της βασιλικής οικογένειας, της κυβέρνησης αλλά και της κοινωνίας συνολικά, οδηγώντας σε μία πρωτοφανή απελευθέρωση της συναισθηματικής έκφρασης — απελευθέρωσης που τις συνέπειές της τώρα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η δημοσιογραφία, η επικαιρότητα και η ζωντανή ροή οπτικοακουστικού υλικού δεν έχουν μόνο ενημερωτικό ρόλο, με τη στείρα έννοια της πρόσληψης πληροφοριών και δεδομένων. Παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαχείριση των συναισθημάτων της κοινότητας — στη διαχείριση της χαράς και της ελπίδας, του θρήνου και του πένθους, της οργής και της απελπισίας. Επιτρέπουν στα μέλη της κοινότητας να μοιραστούν —και άρα να επεξεργαστούν— τα συναισθήματά τους.
Τα ίδια ισχύουν και στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της επιστροφής του Καραμανλή το ’74, της νίκης του ΠΑΣΟΚ το ’81, της κατάκτησης του Ευρωμπάσκετ το ’87, του Ειδικού Δικαστηρίου το ’90, της πτώσης Μητσοτάκη το ’93, της κηδείας της Μελίνας Μερκούρη το ’94, του Ωνασείου το ’95, της διπλής εκλογής Σημίτη σε κυβέρνηση και κόμμα, των Ιμίων και της κηδείας του Ανδρέα Παπανδρέου το ’96, της κρίσης Οτσαλάν το ’99, του χρηματιστηρίου το 2000, της εισόδου στο Ευρώ, των Ολυμπιακών Αγώνων, του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στο ποδόσφαιρο το 2004, της Eurovision κ.ο.κ. —μεταξύ πολλών άλλων—, μέχρι και την ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, στο Καστελόριζο, της εισόδου της Ελλάδας στον Μηχανισμό Στήριξης και το μνημόνιο τον Μάιο του 2010...
Πριν και λίγο μετά τη δημόσια παραδοχή της κρίσης το 2009, η Ελλάδα έζησε τον «κοινοτικό» ρόλο της τηλεόρασης σε όλο της το μεγαλείο. Για την ακρίβεια —όπως και σε τόσα άλλα πράγματα—, τον έζησε με υπερβολή. Με στρατιές πρωτοκλασάτων και ακριβοπληρωμένων τηλεπαρουσιαστών να φτάνουν με λιμουζίνες στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ για τα προεκλογικά ντιμπέιτ, να διαγκωνίζονται για να κάνουν δηλώσεις (οι ίδιοι, στις κάμερες των συναδέλφων τους) και να γίνονται οι ίδιοι το αντικείμενο της κάλυψης. Με πολλαπλασιασμό των τηλεοπτικών «παραθύρων», από τα αρχικά δύο, σε ακραίες εκδοχές όπως τα εννιά (9) ταυτόχρονα παράθυρα. Με αδυναμία επιβολής σφιχτής δομής στο δελτίο και εκφυλισμού του πολιτικού διαλόγου με ατέλειωτους, ανούσιους και εκκωφαντικούς διαξιφισμούς —επίδειξης εκφοβισμού, σεξισμού και σκοταδισμού— ανάμεσα σε πολιτικούς και σχολιαστές. Με σπατάλη χρημάτων σε ανούσια ρεπορτάζ για το λαϊφστάιλ των διασήμων. Την επισημοποίηση της κρίσης χρέους τον Οκτώβριο του 2009 ακολούθησαν απεριόριστα δελτία ειδήσεων που έπαιζαν σε ωριαία λούπα spreads, δηλώσεις, φήμες και φόβους αξιωματούχων, υπουργών, σχολιαστών…
Τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ήταν έτοιμα για τη δημοσιογραφική διαχείριση μιας τέτοιας κρίσης. Έκαψαν το μυαλό των πολιτών και μαζί κάηκαν και τα ίδια. Από την υπερφίαλη κάλυψη του ασήμαντου περάσαμε στη σημερινή μη κάλυψη του ζωτικού. Από την οπτικοακουστική μετάδοση της πραγματικότητας περάσαμε στο σπασμένο τηλέφωνο και τα τοξικά ουρλιαχτά τού «κάθε πικραμένου» στο Twitter. Η κρατική τηλεόραση απαξιώθηκε ολοκληρωτικά. Το Mega κατέρρευσε οικονομικά, δέχτηκε πολιτικό πόλεμο και πέθανε. Όταν αφαιρείς καλούς ανταγωνιστές, η αγορά δεν γίνεται πιο ισχυρή αλλά πιο αδύναμη, γιατί αφενός μεν μία μερίδα των τηλεθεατών αποχωρεί, αφετέρου δε όσοι παίκτες επιβιώνουν δεν έχουν κίνητρο ποιοτικής βελτίωσης. Δημοσιογράφοι που ξεκίνησαν με σοβαρή παρουσία στα δελτία των 8 μ.μ. και εξαιρετικά εχέγγυα στο ερευνητικό ρεπορτάζ κατέληξαν να νομιμοποιούν και να ομαλοποιούν το περιθώριο, τον εξτρεμισμό, τον κίτρινο Τύπο, το οργανωμένο έγκλημα, και τον εκφυλισμό της ελευθερίας του Τύπου. Οι ελάχιστοι επαγγελματίες δημοσιογράφοι που εξακολουθούν να κάνουν καλά τη δουλειά τους δεν αντιμετωπίζουν μόνο μεγάλες υλικές ελλείψεις ή τον αθέμιτο ανταγωνισμό των ανεξέλεγκτων σάιτ, αλλά και την αδιαφορία του ίδιου του κοινού. Σε όλες τις χώρες της Δύσης, τα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν κρίση λόγω της κυριαρχίας των κοινωνικών μέσων και της μείωσης της διαφημιστικής δαπάνης. Σε καμία όμως άλλη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν έχει υπάρξει τέτοια αποσάθρωση της τέταρτης εξουσίας και της δημόσιας σφαίρας.
Το πρόβλημα με το παρόν μιντιακό τοπίο στην Ελλάδα δεν είναι μόνο όλες οι γνωστές αδυναμίες του Twitter, του Facebook και του Google —η ύπουλη λειτουργία των αλγορίθμων, η ιδεολογική περιχαράκωση, η εμφάνιση των ψευδών ειδήσεων— ή τα όσα προανέφερα εδώ, δηλαδή η έλλειψη σταθερής και ζωντανής οπτικοακουστικής κάλυψης, η πολυδιάσπαση του κοινού και η έλλειψη επαγγελματιών δημοσιογράφων. Πέραν όλων αυτών, πράγματα που αφορούν εμάς το κοινό, υπάρχει και κάτι εξίσου σημαντικό που αφορά τους πολιτικούς μας. Ο ρόλος του Τύπου ως Τέταρτη Εξουσία δεν είναι ένα ακαδημαϊκό κόνσεπτ, μία ωραία θεωρία για σεμινάρια πολιτικής επιστήμης. Είναι ζωτική λειτουργία με εντελώς απτές καθημερινές εφαρμογές.
Για να το αναδείξω καλύτερα, και επειδή είναι δύσκολο να παρατηρήσουμε διαφορές όταν κάνουμε συγκρίσεις με πρόσφατες καταστάσεις, ας πάμε πίσω 20 χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Με κίνδυνο να ακουστώ νοσταλγικός —και χωρίς να παραβλέπουμε πολλά φαινόμενα «παθολογίας» της ελληνικής τηλεόρασης που εντάθηκαν τα επόμενα χρόνια και συνετέλεσαν στην κρίση που τώρα βιώνουμε—, το ειδησεογραφικό τοπίο της εποχής τα είχε όλα: μεγάλα συγκροτήματα με πεπειραμένους αρχισυντάκτες, επαγγελματίες δημοσιογράφους, ανταποκριτές και γραφεία σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες, συνεργεία καμεραμάν, ηχοληπτών και δημοσιογράφων στημένα όλη μέρα έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, το Μαξίμου, τη Βουλή, σε γραφεία κομμάτων, υπουργεία, πρεσβείες και κατοικίες πολιτικών. Καθημερινές συνεντεύξεις Τύπου, καθημερινές ευκαιρίες των δημοσιογράφων να κάνουν ερωτήσεις και των πολιτικών να αναγκαστούν να τις απαντήσουν. Αυτή η καθημερινότητα —η συνεχής ροή, το συνεχές ρεπορτάζ, ο 24ωρος κύκλος της ζωντανής ενημέρωσης η οποία σχεδιάζεται και παραδίδεται σε ένα μαζικό κοινό— είναι η υποδομή της σύγχρονης δημοκρατίας γιατί αποτελεί μέσον άσκησης ελέγχου της εξουσίας. Ο πρωθυπουργός και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα αναγκαστούν να βρουν απαντήσεις και επιχειρήματα όταν κάθε μέρα αντιμετωπίζουν την πίεση των δημοσιογράφων. Ο υπουργός θα αναγκαστεί να διαβάσει και να δουλέψει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να έχει αντίληψη του τι γίνεται, γιατί αλλιώς όταν έρθει η ώρα των ερωτήσεων θα γελοιοποιηθεί. Ο αρχηγός του κόμματος θα αναγκαστεί να ασκήσει έλεγχο στο κόμμα του όταν όλοι βλέπουν σε λούπα τις ρατσιστικές δηλώσεις τού τάδε βουλευτή.
Η Ελλάδα δεν έχει καμία προοπτική πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής ανάκαμψης —καμία προοπτική αποτελεσματικής οργάνωσης ως σύγχρονη πολιτεία— χωρίς την ανασυγκρότηση της αγοράς των μεγάλων ΜΜΕ και ειδικά χωρίς την επανασύσταση του 24ωρου ειδησεογραφικού κύκλου από επενδυτές και ιδιοκτήτες με αίσθηση καθήκοντος και συνείδηση της κρισιμότητας της συγκυρίας. Χωρίς τους πυλώνες των ισχυρών ΜΜΕ, των ζωντανών συνδέσεων, της επαγγελματικής ειδησεογραφικής ροής, της ποιοτικής δημοσιογραφίας που να αγγίζει ικανό αριθμό του πληθυσμού μέσα από την τηλεόραση, των βραδινών ειδήσεων ως την κατεξοχήν «δημόσια σφαίρα», η κοινωνία θα παραμείνει σε σύγχυση και σε δυσπιστία, το περιθώριο και η «νύχτα» θα συνεχίσουν να κυριαρχούν, τα θετικά και παραγωγικά αφηγήματα πολιτικής θα θάβονται, ένα μεγάλο μέρος του κοινού θα ενημερώνεται με ψεύδη και λάσπη, ενώ ένα μικρό μέρος του κοινού θα συνεχίσει να πασχίζει να διασταυρώνει ειδήσεις.
Και να αναρωτιέται γιατί χάνει πολιτικές μάχες και εκλογές.
[ Εικονογράφηση: Αti Sedgwick, «Meet The Press... let's roll! (Balance 2)», χ.χ., λεπτ. ].